Πριν από τρεις περίπου δεκαετίες γινόταν δημόσια συζήτηση, που άρχισε να καταλήγει και σε συγκεκριμένα σχέδια νόμου, για το χωρισμό κράτους και εκκλησίας. Σήμερα, μια απλή, αυτονόητη και απαραίτητη για τον κ. Μητσοτάκη -αλλαγή στον τρόπο διδασκαλίας των θρησκευτικών έχει αναδειχθεί σε τεράστιο πρόβλημα.
Τι συνέβη, άραγε, από τότε μέχρι σήμερα σε τι διαφέρει το σήμερα από την εποχή εκείνη; Η αλήθεια είναι ότι η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση -και πολύ περισσότερο η οικονομική κρίση- έφερε ως συμπλήρωμά της την εθνικιστική αναδίπλωση και τη συντηρητική οπισθοδρόμηση σε μεγάλα τμήματα των κοινωνιών αλλά και του πολιτικού φάσματος.
Πολιτική καιροσκοπίαΩστόσο, στη σημερινή Ελλάδα, από την τροπή που πήραν τα πράγματα με αφορμή τη διδασκαλία των θρησκευτικών, φαίνεται ότι τα κίνητρα δεν ήταν τόσο «υψηλά». Η απλούστατη πράξη του υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη να προχωρήσει στην εφαρμογή των αποφάσεων του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ) και να προετοιμάσει το νέο διδακτικό βιβλίο και το νέο τρόπο διδασκαλίας των θρησκευτικών, συνέπεσε με τη γενική γραμμή της ΝΔ και του κ. Μητσοτάκη, που την υπηρετούν με βαθιά πίστη οι καναλάρχες: χτυπήστε με κάθε μέσο, σε κάθε ευκαιρία, κάθε πράξη, κάθε πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση πρέπει να πέσει, και, προκειμένου ο στόχος να επιτευχθεί, επιτρέπονται τα πάντα. Ακόμα και η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του ΙΕΠ και η μεταφορά της στην Ιεραρχία της Ελλάδας.
Μα, θα μπορούσε να αντιτείνει κάποιος, ο κ. Μητσοτάκης προχθές στη Βουλή αναγνώρισε πως είναι «απαραίτητη η αναμόρφωση του μαθήματος των θρησκευτικών». Ναι, αλλά παρά τις επανειλημμένες προκλήσεις του πρωθυπουργού δεν έστερξε να εκστομίσει το αυτονόητο: ότι, μετά από την αναγκαία συζήτηση, τον τελικό λόγο τον έχει η πολιτεία και τα όργανά της, το ΙΕΠ και το υπουργείο. Δεν του διέφυγε. Απλώς, εκτός από το στόχο της αξιοποίησης κάθε ευκαιρίας για τη φθορά της κυβέρνησης, ο κ. Μητσοτάκης εν προκειμένω έχει και μία ακόμα υστεροβουλία: θέλει να τα έχει καλά με την επίσημη εκκλησία, γιατί η σχέση αυτή φέρνει ψήφους. Φέρνει, βέβαια, κι ένα βαρύ σύννεφο συντηρητισμού μαζί της, αλλά ποιος νοιάζεται για κάτι τέτοια, όταν το μείζον είναι η πτώση της κυβέρνησης.
Ιερές συμμαχίεςΜπορεί ένας μεταρρυθμιστής -κατά τα λεγόμενά του- να σκέφτεται μ’ αυτό τον τρόπο και να προχωράει σε τέτοιες συμμαχίες; Μπορεί, για τις ανάγκες της συγκυρίας, να κάνει τα στραβά μάτια στο βαθύτατο συντηρητισμό της επίσημης εκκλησίας και να συμπαρατάσσεται μαζί της ξεχνώντας ακόμη και τις ελάχιστες υποχρεώσεις του αστικού εκσυγχρονισμού;
Δεν θα απαντήσουμε εμείς. Θα αφήσουμε τον καθηγητή Ν. Αλιβιζάτο να απαντήσει (από τις στήλες της «Καθημερινής» -25/9- σαν τη μύγα μες στο γάλα αυτή τη φορά…) Αφού επισημάνει ότι η εκκλησία «ήταν ο μόνος θεσμός που κυριολεκτικά δεν άγγιξε η Μεταπολίτευση», μας θυμίζει με πόσο μένος εναντιώθηκε στα βήματα εκσυγχρονισμού του οικογενειακού δικαίου, στο καθεστώς των μειονοτήτων, στο νόμο του Αβέρωφ για τους αντιρρησίες συνείδησης, στο «αυτόματο» διαζύγιο, στον πολιτικό γάμο… Μας καλεί επίσης να θυμηθούμε τη «μάχη των ταυτοτήτων» και τη «βαθιά συντηρητική στροφή» της, την «επέλαση του εθνικισμού και της μισαλλόδοξης εκδοχής της ορθοδοξίας». Σημειώνει, επίσης, ότι ο σημερινός αρχιεπίσκοπος –τότε Θηβών και Λεβαδείας– είχε δεχθεί το 2006 αντιπροσωπία της Ένωσης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που του παρουσίασε πρόταση νόμου για τις σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας και του ζήτησε να τη σχολιάσει. Δέκα χρόνια μετά, σέρνει στους ίδιους ανθρώπους τα σκολιανά: αποκαλεί τις προτάσεις τους «τεχνάσματα και ομίχλες για να παρασυρθούν οι εκάστοτε κυβερνώντες και ο απλός λαός».
Το κυριότερο, όμως, είναι ότι μέσα στον αντισυριζικό ορυμαγδό της ναυαρχίδας του Αλαφούζου τολμάει να πει: «Καμία διάταξη [του Συντάγματος] δεν αφαιρεί από την κυβέρνηση την αποκλειστική αρμοδιότητα να καθορίζει την εκπαιδευτική πολιτική και το περιεχόμενο των βιβλίων». Καθώς επίσης και να βεβαιώσει ότι «η σχετική πρωτοβουλία [του Ν. Φίλη] δεν είναι μια επιπολαιότητα της στιγμής. Εδώ και τρία χρόνια, πολύ προτού ο ΣΥΡΙΖΑ ανέβει στην εξουσία, έχει γίνει πολλή δουλειά στο ΙΕΠ».
Ποιος απομονώθηκε;Παρά τις ταμπέλες που φοράει για να κυκλοφορεί σαν μεταρρυθμιστής, ο κ. Μητσοτάκης ελάχιστα ενδιαφέρεται αν με τη στάση της η ΝΔ σπρώχνει ακόμα πιο βαθιά στο συντηρητισμό και τη θρησκοληψία κομμάτια ολόκληρα της κοινωνίας. Εκείνο που τον ενδιαφέρει, είναι να εμφανίσει την κυβέρνηση απομονωμένη από τους πάντες. Το μαρτυράει ο… καθημερινός καθοδηγητής του από την τελευταία σελίδα των «Νέων»: «Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να συμπαραταχθεί με τον Φίλη στο παραμικρό (…) Δεν θα συμφωνήσουν οικειοθελώς μαζί του ούτε καν στο αυτονόητο». Ο κ. Πρετεντέρης, εκτός του ότι ομολογεί ότι αυτό που κάνει ο Φίλης είναι το αυτονόητο, δεν φροντίζει να διαδίδει την αλήθεια (ή, αν προτιμάτε, φροντίζει να την κρύβει). Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι μόνη με τον υπό επιτροπεία αρχιεπίσκοπο έμεινε η ΝΔ. Διότι τόσο η ΔΗΜΑΡ όσο και το Ποτάμι είπαν με τον πιο σαφή τρόπο ότι συμφωνούν με την αλλαγή. Ακόμη και η κ. Φ. Γεννηματά επέλεξε τη στάση των ίσων αποστάσεων, για να μην ταυτιστεί με το συντηρητισμό της ΝΔ. Πού την είδε την απομόνωση ο κ. Πρετεντέρης; Μήπως έκρινε από τη συμπαράταξη της Χρυσής Αυγής με τη ΝΔ στο συγκεκριμένο θέμα;
Υπερτιμημένη η επιρροή της επίσημης εκκλησίαςΕκείνο, όμως, που προξενεί σκέψεις, είναι το γεγονός ότι τα αντανακλαστικά των πολιτικών και των πνευματικών ανθρώπων δεν ήταν άμεσα. Χρειάστηκε χρόνος για να αντιδράσουν συνειδητοποιώντας το διακύβευμα. Και όχι στο βαθμό που χρειάζεται. Δεν μιλάμε, βέβαια, για όσους εμφορούνται από την πολιτική ανοησία να πιστεύουν ότι υπερασπιζόμενοι την αλλαγή αυτή, όσο μικρή κι αν τη θεωρούν, υπερασπίζονται τα μνημόνια. Πέρα από αυτούς, υπάρχουν και οι διστακτικοί, που μετρούν με το σταγονόμετρο τις πιθανές πολιτικές επιπτώσεις μιας σύγκρουσης με το ιερατείο, που μπορεί να θίξει το συντηρητισμό ορισμένων στρωμάτων.
Με τέτοιους δισταγμούς, όμως, ούτε η κοινωνία στο σύνολό της βοηθιέται να κάνει ένα βήμα μπροστά, ούτε η πραγματική επιρροή τής επίσημης εκκλησίας -προφανώς υπερτιμημένη- μπορεί να διαπιστωθεί ποτέ. Με αποτέλεσμα να γίνεται σιωπηρά αποδεκτό ως περίπου αυτονόητο ότι στη χώρα μας ταυτίζεται ο Έλληνας πολίτης με τον καλό χριστιανό. Δεν χρειάζεται να πούμε πόσο αυτό το σχήμα θυμίζει εκείνο το αμίμητο σύνθημα των μαύρων συνταγματαρχών, που, σημειωτέον, ούτε τότε ούτε αργότερα ένιωσε η επίσημη εκκλησία την ανάγκη να επικρίνει ως καταχρηστική και επικίνδυνη χρήση της ιδιότητας του χριστιανού.
Χ. Γεωργούλας