Η συζήτηση για την αναπτυξιακή πολιτική –και προφανώς η πράξη– συντελείται στη δίνη της κρίσης, με αποτέλεσμα να θολώνει ο ορίζοντας των ευρύτερων πραγματικών προκλήσεων. Η πίεση της καθημερινότητας, η μεθοδευμένη επιθετικότητα της αντίπαλης πλευράς, δεν επιτρέπει το στοχασμό και τη στοχοθέτηση στο ευρύτερο πλαίσιο. Ποιο είναι, όμως, το ευρύτερο πλαίσιο;
Οι πιο συχνές και προφανείς αναφορές αφορούν στην κρίση υπερσυσσώρευσης (που γίνεται πρόδηλη με την εντεινόμενη ανισότητα και την κρίση κερδοφορίας) και στην οικολογική (περιβαλλοντική, κλιματική κλπ) κρίση. Αυτά όμως αφορούν στα αποτελέσματα, στα συμπτώματα της κρίσης. Οι αιτίες έγκεινται στις αντιφάσεις που παράγει η ενδογενής δυναμική του συστήματος. Στην οικολογική η προσοδοθηρική εκμετάλλευση του περιβάλλοντος στερεύει την πηγή του πλουτισμού. Τούτο μπορεί ίσως να αντιμετωπισθεί στο πλαίσιο της μετάβασης στην κυκλική οικονομία και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Στην οικονομική κρίση, όμως, πρέπει να ψάξουμε πιο βαθιά. Φαινομενικά, η κρίση βαθαίνει, καθώς –μετά την κρίση του 1970- η νεοφιλελεύθερη επίθεση από τη μία απελευθέρωσε το χρηματοπιστωτικό σύστημα επιταχύνοντας τη χρηματικοποίηση του κεφαλαίου, και από την άλλη επιτέθηκε στο κράτος μειώνοντας τόσο τον «κοινωνικό μισθό» όσο και τις δυνατότητες διαρθρωτική παρέμβασης στο πεδίο των συνθηκών αναπαραγωγής. Με την ιδιωτικοποίηση στα πεδία της υγείας, της παιδείας και της κατοικίας (μεταξύ άλλων, καθώς ο κατάλογος μάλλον είναι μεγάλος: κοινωνική ασφάλιση, μεταφορές, τηλεπικοινωνίες, ενέργεια κλπ) επιτάχυνε την πιστωτική επέκταση τόσο στα νοικοκυριά όσο και στις επιχειρήσεις. Όμως η φούσκα σκάει (πρώτα στις ΗΠΑ, κατόπιν στο ΗΒ και έπεται συνέχεια), αφού τόσο τα νοικοκυριά όσο και οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να υπηρετήσουν ταυτόχρονα τις δανειακές υποχρεώσεις και τις λειτουργικές ανάγκες επιβίωσης, με αποτέλεσμα να οδηγούνται οι οικονομίες σε καθοδικά σπιράλ. Οι απόπειρες πιστωτικής επέκτασης μέσω του τραπεζικού συστήματος έχει περιορισμένη αποτελεσματικότητα: οι τράπεζες συσσωρεύουν στοιχεία ενεργητικού τα οποία δεν ξέρουν τι να κάνουν, ενώ η απασχόληση συντηρείται με κινήσεις απελπισίας (μερική απασχόληση, επισφάλεια κλπ) που δεν αναπληρώνουν το μερίδιο της εργασίας και αντίθετα βαθαίνουν την κρίση στην πλευρά της ζήτησης-κατανάλωσης.
Κι ενώ οι αναλύσεις σε ότι αφορά το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αφθονούν, σε ότι αφορά στην άλλη πλευρά, των σχέσεων παραγωγής και της εργασίας, επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή. Εδώ όμως βρίσκεται η ρίζα της χειραφέτησης από την κρίση. Αν το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αποτελεί την έκφανση της εξέλιξης των παραγωγικών δυνάμεων στην πλευρά του κεφαλαίου, στην πλευρά της εργασίας η εξέλιξη αυτή έχει συντελεστεί ενδογενώς –στο πλαίσιο της καπιταλιστικής σχέσης παραγωγής– με δύο βασικά, αλληλένδετα χαρακτηριστικά. Την ενίσχυση της νοητικής εργασίας σε σχέση με τη χειρωνακτική -οπότε η παραδοσιακή συζήτηση για την εξαγωγή υπεραξίας φτάνει στα όριά της- και την ανάπτυξη αυξανόμενων αποδόσεων, καθώς η νοητική εργασία συσσωρεύεται ως γνώση και καινοτομία που συμβάλει στην παραγωγή αξίας πέρα από τη σφαίρα της μεταποίησης, με το στενό όρο της έννοιας, στη σφαίρα της ανάπτυξης προϊόντος και του μάρκετινγκ. Εκεί παράγεται και νοηματοδοτείται η αξία (χρήσης και ανταλλαγής).
Την επισήμανση αυτή για τη σταδιακή εξέλιξη –και κατακερματισμό της εργασίας– επεσήμανε ο Robert Reich το 1991 στο έργο του The Work of Nations. Η διαδικασία αυτή επιταχύνεται σήμερα από τη συνέργεια ραγδαίων εξελίξεων στην πληροφορική (τεχνητή νοημοσύνη, ρομποτική, αλγόριθμοι επεξεργασίας «μεγάλων δεδομένων» - big data κοκ), την επιστήμη των υλικών και τη βιολογία-βιοτεχνολογία. Όμως, αυτή η εξέλιξη της εργασίας μέσω της διευρυμένης αναπαραγωγής της τίθεται σε κίνδυνο μέσα από την επίθεση στο κοινωνικό κράτος. Παιδεία, υγεία και κοινωνική ασφάλιση συρρικνώνονται μαζί με την απασχόληση και τους μισθούς, οδηγώντας τόσο το πρεκαριάτο όσο και τα μέχρι πρόσφατα ανερχόμενα μεσαία στρώματα σε κρίση επιβίωσης. Από την άλλη πλευρά, οι νέοι εταιρικοί γίγαντες (Apple, Google, φαρμακευτικές, βιοχημικές εταιρείες κλπ) συσσωρεύουν κέρδη σε φορολογικούς παραδείσους, ενώ δανείζονται στις χώρες παραγωγής. Μια ακόμη προκλητική ειρωνεία είναι ότι οι επιχειρήσεις αυτές οφείλουν την ύπαρξή τους στην επιχειρηματική πρωτοβουλία του κράτους, που όμως χάρισε την περιουσία του και δεν κράτησε κανένα μερίδιο στην επένδυση που πραγματοποίησε στην τεχνολογία. Πώς λοιπόν θα βγούμε από την δίνη της κρίσης, ειδικά εμείς που είμαστε το πιο δέσμιο πειραματόζωο των θεσμικών Φρανκενστάιν;
Πολιτική για, και με, τα υποκείμενα της ανάπτυξηςΕίναι προφανές –ελπίζω από τα παραπάνω ότι οι πολιτικές υπεράσπισης και ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους (όπως περίπου εξειδικεύονται και στο παράλληλο πρόγραμμα) είναι στη σωστή κατεύθυνση και μπορεί να αποδειχθούν εξαιρετικά γόνιμες. Παρόμοια, πολιτικές που αφορούν στις επενδύσεις και την εξασφάλιση του δημοσίου χαρακτήρα των αγαθών της ενέργειας, του νερού των μεταφορών κοκ. συντελούν στην προοπτική παραγωγικού μετασχηματισμού*. Όμως το ζήτημα για το παραγωγικό μοντέλο του μέλλοντος παραμένει. Η οικονομία (παραγωγή και κατανάλωση) δεν παίρνει ξανά μπρος απλά με δημόσιες επενδύσεις, κοινωνικό κράτος και επιδότηση της απασχόλησης. Ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά του και ποια τα υποκείμενά του. Το τελευταίο στοιχείο απουσιάζει από όλες σχεδόν τις αφηγήσεις και προτάσεις, που μιλούν για ανάπτυξη δίχως υποκείμενα (νέα υποκείμενα, γιατί αλλιώς υπονοείται συμμαχία με τα παλιά κουρασμένα και χρεωκοπημένα «άλογα της ανάπτυξης»).
Το νέο παραγωγικό μοντέλο αφορά τόσο στις σχέσεις παραγωγής όσο και στο μείγμα του προϊόντος. Αρχίζοντας από το τελευταίο, δεν μπορούμε να επιστρέψουμε σε υπερμεγέθη κατασκευαστικό κλάδο που υστερεί τεχνολογικά και παράγει στεγαστικές φούσκες και κρίσεις, ούτε στη μονοκαλλιέργεια του μαζικού τουρισμού. Η νέα παραγωγική δομή πρέπει να είναι αντίστοιχη της εποχής μας και να εξασφαλίζει τη δίκαιη ανάπτυξη που επιδιώκουμε. Οι λίγες μικρομεσαίες παραγωγικές επιχειρήσεις δεν επαρκούν. Οι μεγάλες είναι, δυστυχώς, στην πλειοψηφία τους παθητικοί μιμητές των εξελίξεων. Η επένδυση σε τομείς έντασης γνώσης μπορεί να βασισθεί και να αξιοποιήσει εκείνο το τμήμα του ανθρώπινου δυναμικού που η ελληνική κοινωνία με κόπο και θυσίες ανέπτυξε. Χρειάζεται οι πολιτικές να είναι συνεκτικές και υπομονετικές, ώστε νέα παραγωγικά υποκείμενα να γεμίσουν το παραγωγικό κενό (νεοφυείς επιχειρήσεις, τεχνοβλαστοί κοκ). Ένα πλέγμα δομών και υποδομών υποστήριξης, χρηματοδότησης, δικτύωσης και συντονισμού σε όλο το μήκος της «κοιλάδας του θανάτου» μπορεί να συμβάλλουν στην ανάπτυξη ενός νέου παραγωγικού οικοσυστήματος σε στενή αλληλένδεση με το ερευνητικό και εκπαιδευτικό δυναμικό (τεχνική, επαγγελματική και πανεπιστημιακή εκπαίδευση). Η συστηματική αξιοποίηση των πόρων του ΕΣΠΑ και των Ευρωπαϊκών μηχανισμών μπορεί να αποδώσει 200-300.000 θέσεις εργασίας σε 3-4 έτη.
Ακόμη μεγαλύτερη είναι η πρόκληση τα νέα παραγωγικά υποκείμενα να υιοθετήσουν νέες παραγωγικές σχέσεις στο πλαίσιο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Ο στόχος της πολιτικής για την κοινωνική οικονομία πρέπει να αφορά το προσκήνιο της παραγωγής και όχι το περιθώριο. Η ιδεολογική μάχη για την ηγεμονία θα πρέπει να δοθεί ώστε οι νέες επιχειρήσεις να είναι συνεταιρισμοί εργαζομένων, μαζί με διασώσεις στην κατεύθυνση του ιταλικού νόμου Μαρκορά. Από κοντά οι ομάδες παραγωγών και οι νέοι αγρο-βιομηχανικοί συνεταιρισμοί, οι καταναλωτικοί και ενεργειακοί συνεταιρισμοί μπορούν να αποτελέσουν ισχυρούς θύλακες του νέου που θα γεννιέται μέσα στο παλιό. Όμως, η πιο κρίσιμη μάχη θα είναι αυτό το οικοσύστημα με την ποικιλότητα των μορφών αλληλέγγυας οικονομίας να δημιουργήσει τις δικές του υπερδομές και θεσμούς αναπαραγωγής (χρηματοπιστωτικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς-παιδαγωγικούς). Η ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι η Κ.ΑΛ.Ο είναι πιο αποτελεσματική (παραγωγική) από την καπιταλιστική οικονομία, αλλά η βιωσιμότητά της έγκειται στην ανάπτυξη αυτού του εποικοδομήματος που θα εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της.
Και πάλι, όμως, αυτά δεν επαρκούν για να βγούμε από την κοινωνική κρίση, ούτε να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις της τεχνολογικής εξέλιξης αποτελεσματικά. Δύο ακόμη αλλαγές είναι απαραίτητες. Πρώτα, η μείωση του χρόνου εργασίας, αρχικά στις 30 ώρες την εβδομάδα και εν συνεχεία ακόμη περισσότερο. Η ανεργία και η επισφάλεια θα αντιμετωπισθούν μόνο εφόσον η εργασία λάβει το μέρισμα της συνεχούς τεχνολογικής εξέλιξης. Αυτή η μείωση συνεπάγεται άμεση αύξηση της παραγωγικότητας και ευρύτερες εξελίξεις στο μείγμα προϊόντος, στην οικονομία του ελεύθερου χρόνου και προκλήσεις στη σφαίρα της αναψυχής, του δημόσιου χώρου και της σχέσης κοινωνίας-φύσης, που υπερβαίνουν την οικονομία του κειμένου.
Η άλλη συναφής και θεμελιώδης αλλαγή αφορά στο μέρισμα του δημοσίου στο προϊόν. Καθώς μεταβαίνουμε σε οικονομία της γνώσης και της δημιουργικότητας, η δημόσια συλλογική επένδυση στην προ-παραγωγική έρευνα και ανάπτυξη (και συχνά καινοτομία) δεν μπορεί να αποτελεί πεδίο εκμετάλλευσης από μεμονωμένες παραγωγικές μονάδες (ακόμη και αν αυτές είναι φορείς ΚΑΛΟ). Η ιστορική εμπειρία του ύστερου καπιταλισμού μας έδειξε ότι η άσκηση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων στα αποτελέσματα της έρευνας και της δημόσιας χρηματοδότησης, όπως αυτά που προτείνουν οι Lazonick & Mazzucato, μπορεί να χρηματοδοτήσει σημαντικό μέρος της δαπάνης για έρευνα, παιδεία και υγεία. Η συζήτηση αυτή ανοίγει ευρύτερα ζητήματα για τη θέσμιση και διαχείριση των αγαθών (κοινών, δημόσιων, ιδιωτικών και λέσχης). Στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης βρίσκεται το άλλο διακύβευμα της αριστερής διακυβέρνησης, η ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, με αλληλεγγύη και άμεση συμμετοχή και έλεγχο.
Συνοψίζοντας, το νέο μοντέλο ανάπτυξης στηρίζεται στον αναβαθμισμένο ρόλο της εργασίας στις ΜμΕ με ενίσχυση της καινοτόμου δραστηριότητας, στις νεοφυείς επιχειρήσεις και τους τεχνοβλαστούς και στην ιδεολογική μάχη όλο και μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας να συντελείται μέσα από φορείς και δομές της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Σε αυτή την πορεία, το κράτος και το δημόσιο διαδραματίζουν επιτελικό και στρατηγικό ρόλο τόσο για τη μετάβαση στο νέο παράδειγμα, όσο και για την εξασφάλιση των πόρων και του κοινωνικού μερίσματος. Το μέρισμα αυτό θα αποκτήσει πρακτικό αντίκρυσμα και μέσα από τη μείωση του χρόνου εργασίας και την ανάπτυξη κοινωνικής ευημερίας με δικαιοσύνη και βιωσιμότητα.
Γ. Σταμπουλής* Ο όρος «ανασυγκρότηση» μάλλον είναι ανεπαρκής καθώς όχι μόνο αναπέμπει σε αμυντική λογική μετάβασης σε ένα ένδοξο-φαντασιακό «βιομηχανικό» παρελθόν, αλλά και αποφεύγει τη μετασχηματιστική δυναμική της τεχνολογικής εξέλιξης