Της Ρένας Δούρου«Τι είναι και τι θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ;». Η παράφραση της γνωστής μπροσούρας του Δημήτρη Γληνού είναι επίκαιρη. Και οι απαντήσεις κρίσιμες. Γιατί καλούμαστε επιτακτικά, να θέσουμε το δάκτυλον επί τον τύπον των ήλων, σκιαγραφώντας απαντήσεις σε δύο άμεσα και επείγοντα αιτήματα. Πρώτον, στο τι είναι σήμερα, υπό τις δεδομένες συνθήκες άσκησης εξουσίας από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, το κόμμα, ο κομματικός μηχανισμός. Ποια η χρησιμότητά του; Πώς αντιλαμβανόμαστε αυτή τη χρησιμότητα; Δεύτερον, ποια είναι η στόχευση του κόμματος; Τι θέλει να πετύχει; Και τα δύο αιτήματα οφείλουμε να τα θεωρήσουμε υπό το πρίσμα ότι σήμερα η περίπτωση της χώρας μας (αριστερή διακυβέρνηση) είναι μοναδική, σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ξεχωριστή σε παγκόσμιο. Μας παρατηρούν, με άλλα λόγια, εχθροί και φίλοι. Οι πρώτοι ελπίζοντας στην κατάρρευσή μας και οι δεύτεροι ευελπιστώντας για την οικοδόμηση ενός νέου μοντέλου, με χαρακτηριστικά κοινωνικής δικαιοσύνης, ανακατανομής του πλούτου, εμπέδωσης της δημοκρατίας. Το έργο του κόμματος καθίσταται, δε, ακόμη δυσκολότερο εξαιτίας του οικονομικού πλαισίου των δημοσιονομικών περιορισμών.
Κυψέλη έμπνευσης και αλληλεπίδρασηςΜε άλλα λόγια, πρέπει όλα να τα αλλάξουμε, σε κομματικό καταρχήν επίπεδο, προκειμένου να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες όσων, εντός κι εκτός Ελλάδας, πιστεύουν ότι η Αριστερά και οι αξίες της έχουν μέλλον, διαψεύδοντας παράλληλα τις Κασσάνδρες, που ακόμη δεν έχουν αποδεχθεί την άνοδο στην εξουσία ενός σχήματος που δεν εκφράζει το δικομματισμό των τελευταίων σαράντα ετών. Υπό αυτό το πρίσμα, το 2ο συνέδριο μπορεί να θεωρηθεί και… ιδρυτικό. Ιδρυτικό, με την έννοια ότι καλείται να βάλει τις βάσεις ενός κόμματος, που πρέπει να διαμορφώσει νέες, προωθητικές σχέσεις με την κυβέρνηση, το κράτος, την κοινοβουλευτική ομάδα, τα κινήματα, την κοινωνία. Σχέσεις που θα δημιουργούν τις προϋποθέσεις γόνιμης αλληλοτροφοδότησης με προτάσεις και παράλληλα σχέσεις που θα διασφαλίζουν την υλοποίηση των πολιτικών. Στη βέλτιστη εκδοχή το κόμμα μπορεί να καταστεί (οφείλουμε να το καταστήσουμε, γιατί δεν πρόκειται για κάποια «εξωτερική» διαδικασία) κυψέλη έμπνευσης και αλληλεπίδρασης, χωρίς διεκδίκηση αποκλειστικών αληθειών. Στη χειρότερη εκδοχή, ο κομματικός μηχανισμός μπορεί να γίνει αυτοαναφορικός, εσωστρεφής, απωθητικός, ανίκανος να λειτουργήσει προωθητικά για την υπέρβαση αδιεξόδω που δημιουργούνται κατά την άσκηση πολιτικής στις σημερινές, δύσκολες συνθήκες. Ένας κομματικός μηχανισμός με αποκλειστικά εκλογική στόχευση, περιχαρακωμένος σε κάποιες ελίτ.
Εκφραστής νέων υποκειμένωνΤο κόμμα καλείται έτσι να μετεξελιχθεί, από κόμμα που διεκδικούσε την είσοδό του στη Βουλή σε κόμμα «νέου τύπου», ενώ την ίδια στιγμή το κέντρο βάρους της λήψης των αποφάσεων, που παραδοσιακά βρισκόταν στην ηγεσία του κόμματος, έχει πλέον μετατοπιστεί, σε μεγάλο βαθμό, στην κυβέρνηση, σε μικρότερο, στην κοινοβουλευτική ομάδα. Για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο του κόμματος – κελύφους, ενός αποστεωμένου (εκλογικού, στην καλύτερη των περιπτώσεων) μηχανισμού, απαιτείται άνοιγμα στην κοινωνία και έμπρακτη εξωστρέφεια. Με τον τρόπο αυτό το λαβωμένο, σήμερα, από τις εξελίξεις του τελευταίου χρόνου, κόμμα μπορεί να καταστεί εκφραστής των νέων υποκειμένων -ακριβώς εκείνων, που σήμερα δυσπιστούν απέναντι στην πολιτική και τη δυνατότητά της να αλλάξει τα πράγματα. Νέοι επιστήμονες, νέοι επιχειρηματίες, νέοι συνεταιριστές, άνεργοι, εργαζόμενοι σε θέσεις «ελαστικής» ή «ευέλικτης» εργασίας, νέες μητέρες μονογονεϊκών οικογενειών -ακριβώς οι ομάδες, που σήμερα βρίσκονται όχι μόνο εκτός ΣΥΡΙΖΑ, αλλά έχουν επιλέξει να είναι κι εκτός πολιτικής, καθώς παλεύουν για την επιβίωσή τους, όταν βέβαια δεν επιλέγουν να ξενιτευτούν για να βρουν δουλειά, είναι οι ομάδες που σκιαγραφούν το μέλλον. Το μέλλον του κόμματος, της κυβέρνησης, της κοινωνίας. Είναι ακριβώς σε αυτές τις κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες, που το κόμμα οφείλει να ανοιχθεί, όχι να… «διεισδύσει», αλλά να αφουγκραστεί, να εμπνευστεί, να στηριχθεί, να κινητοποιήσει, μέσα από νέες μορφές οργάνωσης και εκπροσώπησης, πολιτικής, επαγγελματικής, κοινωνικής.
Κερδισμένοι από μια τέτοια διαδικασία δεν θα είναι μόνο ένα κόμμα αλλά η Δημοκρατία. Στο πλαίσιο αυτό οφείλουμε να αναλάβουμε πρωτοβουλίες, π.χ. μετεξέλιξης των τάσεων σε πραγματικά ρεύματα ιδεών, παραγωγούς προτάσεων. Οφείλουμε να αναμετρηθούμε με δικές μας ελλείψεις και αδυναμίες σε σχέση με το «υποκείμενο» που ονομάζεται ΣΥΡΙΖΑ και το οποίο χρειάζεται επειγόντως ανακαίνιση, άνοιγμα, μακριά από σλόγκαν και «ευκολίες». Και αυτή τη διαδικασία θα τη φέρουμε σε πέρας εμείς οι ίδιοι, χωρίς μεσάζοντες ή εκπροσώπους. Οι ίδιοι να αναμετρηθούμε με τις ευθύνες της συγκυρίας -μιας συγκυρίας που δεν επιλέξαμε, αλλά που πρέπει να την αντιμετωπίσουμε, με τα εργαλεία του σήμερα, να εμβαθύνουμε ό,τι είναι χρήσιμο για το στόχο και να απορρίψουμε τα άχρηστα ψιμύθια. Να μην επιτρέψουμε στο χθες να καθορίσει το σήμερα.