
Το θετικό είναι ότι, κατά την ετήσια γενική συνέλευση του ΔΝΤ, το ζήτημα του ελληνικού χρέους τέθηκε προγραμματισμένα και όχι παρεμπιπτόντως στο τραπέζι. Και τέθηκε με όρους, που δεν επιτρέπουν την απόσυρσή του με οποιαδήποτε δικαιολογία. Δηλαδή, σαν ζήτημα που αφορά γενικά την ευρωζώνη και όχι μια μεμονωμένη χώρα. Με άλλα λόγια, όπως άφησε να εννοηθεί και ο επίτροπος Μοσκοβισί, σαν ζήτημα διεθνούς ενδιαφέροντος, που παραπέμπει στην ανάγκη μιας παγκόσμιας συμφωνίας για τα χρέη.
Σύμφωνα με έγκυρους αναλυτές, πίσω από την επίμονη πίεση, που ασκούν ΔΝΤ και Ουάσιγκτον στο Βερολίνο για τη ρύθμιση του ελληνικού χρέους, βρίσκεται το έντονο ενδιαφέρον τους για μια εξισορρόπηση στα ισοζύγια συναλλαγών εντός της ευρωζώνης, η απουσία της οποίας δεν επιβαρύνει απλώς τον ευρωπαϊκό Νότο προς όφελος ελάχιστων χωρών περί τη Γερμανία, αλλά ενεργεί και ως αποσταθεροποιητικός παράγοντας διεθνώς. Γι’ αυτό και είναι η πρώτη φορά που ακούγεται από αξιωματούχο του ΔΝΤ ότι η υπερχρέωση των κρατών πρέπει να αντιμετωπιστεί ακόμα και με διαγραφή χρέους εν ανάγκη.
Στο πλαίσιο αυτό βέβαια, που προϊδεάζει για ένα συμβιβασμό μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων πλευρών, είναι πιθανό να υπάρξουν, πέρα από απρόβλεπτες εμπλοκές, που θα καθυστερούσαν μια επιθυμητή για την ελληνική πλευρά επιτάχυνση της διαδικασίας ελάφρυνσης, και νέες απαιτήσεις από την πλευρά των δανειστών, οι οποίοι, ως συνήθως, συμφωνούν πάντα στην ανάγκη «να κάνει η Ελλάδα πολλά περισσότερα». Ακόμη κι αν οι επόμενες αξιολογήσεις προχωρήσουν χωρίς ανυπέρβλητα εμπόδια, ο δρόμος της διαπραγμάτευσης για την ελάφρυνση του χρέους δεν θα είναι στρωμένος με ρόδα.
Για να μείνουν και οι δύο πλευρές ικανοποιημένες, δεν αποκλείεται να συμφωνηθεί ότι η μη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα δεν εμποδίζει την ΕΚΤ, με το τέλος της αξιολόγησης, να προχωρήσει στην ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Γεγονός που δεν αποτελεί λύση για το χρέος, αλλά δίνει σήμα στις αγορές ότι λύση θα βρεθεί στο τέλος της διαδρομής.