dario-fo

Η εί­δη­ση του θα­νά­του του με­γά­λου θε­α­τράν­θρω­που Ντά­ριο Φο ήρ­θε ως κε­ραυ­νός εν αι­θρία. Δεν εί­ναι εύ­κο­λο να πι­στέ­ψου­με ό­τι μας ά­φη­σε για πά­ντα.
Νο­ση­λευό­ταν σε νο­σο­κο­μείο του Μι­λά­νου λό­γω α­να­πνευ­στι­κών προ­βλη­μά­των. Πα­ρά την η­λι­κία του, ή­ταν γε­μά­τος νε­α­νι­κό πνεύ­μα και ό­ρε­ξη για ζωή και, μά­λι­στα, α­στειευό­ταν λέ­γο­ντας «αν πά­θω κά­τι, να πεί­τε ό­τι έ­κα­να τα πά­ντα για να την σκα­που­λά­ρω».
Στις 24 Μαρ­τίου εί­χε κλεί­σει τα 90 του χρό­νια. Όμως, έ­λε­γε: «Δεν νιώ­θω γέ­ρος. Οι γέ­ροι εί­ναι συ­ντη­ρη­τι­κοί, ψη­φί­ζουν δε­ξιά. Εγώ δε­ξιά πο­τέ».
Σε ό­λη του τη ζωή σα­τί­ρι­ζε τους πά­ντες και τα πά­ντα. Τους βα­σι­λιά­δες, τους πα­πά­δες, την κα­θε­στη­κυία τά­ξη, ή­ταν μέ­σα στο πνεύ­μα των η­με­ρών και πολ­λές φο­ρές μπρο­στά α­π’ αυ­τό.
Πο­λύ­πλευ­ρη προ­σω­πι­κό­τη­τα, εί­χε σπου­δά­σει ζω­γρα­φι­κή, γλυ­πτι­κή και χα­ρα­κτι­κή, μέ­χρι να τον κερ­δί­σει το θέ­α­τρο. Δεν ά­φη­σε ό­μως ού­τε τις άλ­λες τέ­χνες, τις πρώ­τες του α­γά­πες, μέ­χρι το τέ­λος. Γεύ­τη­κε α­χόρ­τα­γα τη ζωή: «Μα­ζί με τη Φράν­κα ζή­σα­με τρεις φο­ρές πα­ρα­πά­νω α­πό τους άλ­λους», έ­λε­γε, και ή­ταν α­λή­θεια.
Γεν­νή­θη­κε σε έ­να χω­ριό στις όχ­θες της λί­μνης του Λά­γκο Ματ­ζό­ρε, κο­ντά στην Ελβε­τία. Από τις α­να­μνή­σεις των πρώ­των χρό­νων της ζωής του, δί­πλα σε ψα­ρά­δες και λα­θρε­μπό­ρους, άν­τλη­σε πολ­λές α­πό τις ι­στο­ρίες του. Το grammelot, μια γλώσ­σα που ε­φηύ­ραν οι η­θο­ποιοί της «commedia dell’ arte» και πέ­ρα­σε στα έρ­γα του Φο, ό­πως το α­ρι­στούρ­γη­μά του «Mistero Buffo», ή­ταν έ­να κρά­μα το­πι­κών δια­λέ­κτων και ξέ­νων λέ­ξεων.
Ο λό­γος του ή­ταν έ­νας χεί­μαρ­ρος που κυ­λού­σε ορ­μη­τι­κά, χω­ρίς κο­μπιά­σμα­τα, χω­ρίς δι­σταγ­μούς, ή­ταν μια μου­σι­κή α­κό­μη και στ’ αυ­τιά του πιο α­νί­δε­ου θε­α­τή, οι κι­νή­σεις του φυ­σι­κές, αρ­μο­νι­κές. Κα­τα­λάμ­βα­νε τη σκη­νή, μό­νος, έ­παιρ­νε γι­γά­ντιες δια­στά­σεις, δεν μπο­ρού­σες να πά­ρεις τα μά­τια σου α­πό πά­νω του, δεν μπο­ρού­σες πα­ρά ν’ α­κούς τη φω­νή του. Πη­γαίο τα­λέ­ντο, που ξε­κί­νη­σε τυ­χαία τη θε­α­τρι­κή του κα­ριέ­ρα, για να γί­νει κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό η­θο­ποιός, κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό σκη­νο­θέ­της, κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό θε­α­τρι­κός συγ­γρα­φέ­ας, για να γί­νει αυ­τός ο με­γά­λος καλ­λι­τέ­χνης που ο­λό­κλη­ρη η αν­θρω­πό­τη­τα α­να­γνω­ρί­ζει.

Λο­γο­κρι­σία και σκλη­ρές ε­πι­θέ­σεις

Το 1954, πα­ντρεύ­τη­κε την Φράν­κα Ρά­με, τα­λα­ντού­χα νέα η­θο­ποιό και μα­ζί άρ­χι­σαν μια εκ­πλη­κτι­κή κα­ριέ­ρα και μια πο­λυ­τά­ρα­χη σχέ­ση, που κρά­τη­σε ό­μως, πα­ρά τα σκα­μπα­νε­βά­σμα­τα, μια ο­λό­κλη­ρη ζωή.
Μα­ζί δεν ά­φη­σαν πο­τέ την πο­λι­τι­κή δέ­σμευ­ση και α­γω­νί­στη­καν για τα δι­καιώ­μα­τα των ερ­γα­ζο­μέ­νων, των γυ­ναι­κών, των φυ­λα­κι­σμέ­νων.
Το 1962, το ζεύ­γος Φράν­κα Ρά­με - Ντά­ριο Φο α­πο­κλείε­ται α­πό την Ιτα­λι­κή Ρα­διο­τη­λεό­ρα­ση, λό­γω των α­ρι­στε­ρών του πε­ποι­θή­σεων και της σά­τι­ρας στα κα­κώς κεί­με­να της ι­τα­λι­κής κοι­νω­νίας. Αυ­τός ο πρω­το­φα­νής α­πο­κλει­σμός διαρ­κεί 15 χρό­νια.
Τα γε­γο­νό­τα της δε­κα­ε­τίας ’60 - ’70, ε­νι­σχύουν την πε­ποί­θη­ση ό­τι το θέ­α­τρο πρέ­πει να α­σχο­λεί­ται με κοι­νω­νι­κά και πο­λι­τι­κά ζη­τή­μα­τα και με ό­σα συμ­βαί­νουν στη χώ­ρα, που συ­ντα­ρά­ζε­ται α­πό τους ερ­γα­τι­κούς και φοι­τη­τι­κούς α­γώ­νες, αλ­λά και α­πό την α­ντί­δρα­ση του συ­στή­μα­τος και των φα­σι­στών, με α­πο­κο­ρύ­φω­μα τις βόμ­βες του Μι­λά­νου και της Μπρέ­σια. Έτσι γεν­νιέ­ται ο «Τυ­χαίος θά­να­τος ε­νός α­ναρ­χι­κού» και το «Δεν πλη­ρώ­νω, δεν πλη­ρώ­νω».
Ακο­λού­θη­σαν διώ­ξεις, βόμ­βες στα θέ­α­τρα, πυρ­πο­λή­θη­κε το σπί­τι του Φο, κα­νείς δεν τον ή­θε­λε πια σαν ε­νοι­κια­στή στο Μι­λά­νο. Η λο­γο­κρι­σία έ­βλε­πε τα κεί­με­να, αλ­λά την ε­ξόρ­γι­ζε η πα­ντο­μί­μα. Οι μη­νύ­σεις έ­πε­φταν βρο­χή.
Το 1973 ο Φο συλ­λαμ­βά­νε­ται για α­ντί­στα­ση κα­τά της αρ­χής , στο Σά­σα­ρι της Σαρ­δη­νίας, κα­τά τη διάρ­κεια της πα­ρά­στα­σης «Λαϊκός πό­λε­μος στη Χι­λή», ε­νώ την ί­δια χρο­νιά η σύ­ντρο­φός του Φράν­κα Ρά­με βιά­ζε­ται α­πό μια ο­μά­δα φα­σι­στών. Το γε­γο­νός αυ­τό την συ­γκλο­νί­ζει, αλ­λά δεν την κά­νει να σω­πά­σει. Με την ά­με­τρη συ­μπα­ρά­στα­ση του Ντά­ριο, αρ­χί­ζει να α­φη­γεί­ται το δρά­μα της στο θέ­α­τρο κι αυ­τό α­πα­λύ­νει τον α­βά­στα­χτο πό­νο της και τη λυ­τρώ­νει.

Επα­να­στά­της στη σκη­νή και στη ζωή

Το 1997, έρ­χε­ται η ε­πι­βε­βαίω­ση της πα­γκό­σμιας φή­μης του Ντά­ριο Φο με το βρα­βείο Νό­μπελ. Ήταν το βρα­βείο Νό­μπελ λο­γο­τε­χνίας σε έ­ναν γε­λω­το­ποιό που πλημ­μύ­ρι­ζε α­πό έ­μπνευ­ση, που συ­νάρ­πα­ζε με τη γρα­φή του, με τους ποι­κί­λους ρό­λους του στο θέ­α­τρο, που σάρ­κα­ζε τον ί­διο του τον ε­αυ­τό, τη ζωή και το θά­να­το. Όταν, ό­μως, τον ρώ­τη­σαν αν η μέ­ρα που έ­μα­θε για το βρα­βείο ή­ταν η ω­ραιό­τε­ρη της ζωής του, α­πά­ντη­σε: «Η ω­ραιό­τε­ρη μέ­ρα ή­ταν ό­ταν τε­λείω­σε ο πό­λε­μος. Θυ­μά­μαι σαν να ή­ταν χθες τη γιορ­τή στα χω­ριά, ε­νώ α­πο­μα­κρυ­νό­ταν ο ε­φιάλ­της του θα­νά­του, των βομ­βών, ε­κεί­νης της φρι­κτής κα­τα­στρο­φής».
Ο Ντά­ριο Φο ή­ταν έ­νας άν­θρω­πος που πο­λέ­μη­σε για τις ι­δέες του, ε­πα­να­στά­της στη σκη­νή και στη ζωή. Αντι­κλη­ρι­κός, α­ντι­φα­σί­στας, α­ντι­κομ­φορ­μι­στής. Τη δε­κα­ε­τία του ’70 α­πο­μα­κρύν­θη­κε α­πό το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμ­μα και πλη­σία­σε την ε­ξω­κοι­νο­βου­λευ­τι­κή α­ρι­στε­ρά, ε­νώ τα τε­λευ­ταία χρό­νια εί­χε ταχ­θεί με το Κί­νη­μα 5 Αστέ­ρων, για το ο­ποίο, το 2013, έ­γρα­ψε το βι­βλίο «Ένας κλόουν θα σας θά­ψει» .
Το 2013 έ­χα­σε την α­γα­πη­μέ­νη σύ­ντρο­φό του. Η τρο­με­ρή α­πώ­λεια δεν τον λύ­γι­σε, αλ­λά κα­τόρ­θω­σε να βρει το κου­ρά­γιο να συ­νε­χί­σει τις πολ­λές και ποι­κί­λες δρα­στη­ριό­τη­τές του, πα­ρό­τι δεν ξε­πέ­ρα­σε πο­τέ την έλ­λει­ψη της Φράν­κα.

Χλευά­ζο­ντας την ε­ξου­σία

Ακό­μη και τις πα­ρα­μο­νές του θα­νά­του του δεν εί­χε χά­σει την κα­λή του διά­θε­ση και την πε­ριέρ­γειά του για ό­σα συ­νέ­βαι­ναν στον κό­σμο. Ο διευ­θυ­ντής του πνευ­μο­νο­λο­γι­κού τμή­μα­τος του νο­σο­κο­μείου Σά­κο του Μι­λά­νου, στο ο­ποίο ο Ντά­ριο Φο ά­φη­σε την τε­λευ­ταία του πνοή, δή­λω­σε, α­να­κοι­νώ­νο­ντας το θά­να­τό του, ό­τι «ο α­σθε­νής εί­χε διαύ­γεια μέ­χρι χθες, ή­θε­λε να εί­ναι ε­νη­με­ρω­μέ­νος και ζη­τού­σε να του δια­βά­σουν τις ε­φη­με­ρί­δες. Οι συ­νερ­γά­τες του μού εί­παν ό­τι λί­γες μέ­ρες πριν την ε­πι­δεί­νω­ση της υ­γείας του, ο Φο τρα­γου­δού­σε για ώ­ρες. Κά­τι α­κα­τα­νό­η­το με δε­δο­μέ­νη την κα­τά­στα­σή του».
Ακα­τα­νό­η­το για ό­ποιον δεν γνώ­ρι­ζε την α­γά­πη του για τη ζωή, το πλού­σιο έρ­γο του, τις θε­α­τρι­κές του ε­πι­τυ­χίες, την πο­λι­τι­κή του δέ­σμευ­ση, τα βι­βλία του, αυ­το­βιο­γρα­φι­κά και μη, τα μα­θή­μα­τα για τους με­γά­λους ζω­γρά­φους, τις εκ­θέ­σεις ζω­γρα­φι­κής και γλυ­πτι­κής, τις δη­λώ­σεις του για την κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή ζωή της χώ­ρας, με το γνω­στό του α­ντιε­ξου­σια­στι­κό ύ­φος.
Για­τί, ό­πως έ­λε­γε ο ί­διος, «α­κο­λου­θώ­ντας την πα­ρά­δο­ση των με­σαιω­νι­κών γε­λω­το­ποιών, χλευά­ζω την ε­ξου­σία, ξα­να­δί­νο­ντας στους κα­τα­πιε­σμέ­νους την α­ξιο­πρέ­πειά τους».

Τό­νια Τσί­τσο­βι­τς
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet