Του Θάνου ΧατζόπουλουΤην τιμητική του είχε τις προηγούμενες μέρες ο Σταύρος. Και μάλιστα για ένα λόγο που δεν του αρέσει καθόλου. Για το πρόσωπό του και όχι για τις πράξεις ή τις απόψεις του. Και δεν ήταν η πρώτη φορά. Είχαν προηγηθεί τα δημοσιεύματα περί «εγκάθετου» και «παιδιού του κομματικού σωλήνα», τα οποία συνόδευαν την είδηση για το διορισμό του στη νευραλγική θέση του Διευθυντή Ειδήσεων και Ενημέρωσης της ΕΡΤ.
Μια κατηγορία που φυσικά δεν έστεκε για τον παλιό συντάκτη της «Εποχής», που από τότε -πριν περίπου είκοσι πέντε χρόνια- ήταν ήδη επαγγελματίας δημοσιογράφος. Οι ίδιες γραφίδες, άλλωστε, δεν είχαν βρει τίποτε μεμπτό στην τοποθέτηση του Λάμπη Ταγματάρχη στη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Βλέπετε, δεν ήταν του κομματικού σωλήνα ή τουλάχιστον της συριζέικης εκδοχής του. Ήταν «άνθρωπος της αγοράς», άρα κατά τεκμήριο αξιότερος από κάποιον που είχε διατελέσει έως και διευθυντής σύνταξης στο μεγαλύτερο ιδιωτικό κανάλι της χώρας, αλλά και αρχισυντάκτης της πολύπαθης ΕΡΤ πριν το μαύρο.
Η τοποθέτηση Ταγματάρχη στην ΕΡΤ είχε ξεσηκώσει αντιδράσεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ, που τότε, ίσως, φαίνονταν υπερβολικές, παρά το γεγονός ότι δεν εστίαζαν στο πρόσωπο, αλλά στο κατά πόσο η επιλογή ενός «μάνατζερ» εξέφραζε αυτό που ήθελε ο ΣΥΡΙΖΑ για τη νέα ΕΡΤ.
Χρόνιες παθογένειες, διαρκώς παρούσεςΈκτοτε πέρασαν δεκαεπτά μήνες. Οι άνθρωποι της ΕΡΤ -αυτοί που την πονούσαν και πριν το μαύρο και συνέχισαν να παλεύουν γι’ αυτήν μετά το πραξικόπημα Σαμαρά-Βενιζέλου- είναι περισσότερο αρμόδιοι για να κρίνουν τι και πόσο άλλαξε στη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Αλλά είναι απόλυτα φανερό στα μάτια του μέσου τηλεθεατή πως οι χρόνιες παθογένειες, που κουβαλούσε η «παλιά» ΕΡΤ, μεταφέρθηκαν σχεδόν αυτούσιες και στη νέα. Η λογική της λήθης για όσους στήριξαν πολιτικά και όχι για βιοποριστικούς λόγους το μαύρο με αποτέλεσμα να ξαναβρεθούν με εκπομπές και κάθε είδους προνόμια και ασυλίες, η επιλογή να προκριθεί ένα ιεραρχικό και γραφειοκρατικό μοντέλο, παρά να μπολιαστεί ο οργανισμός με τη φρεσκάδα και τη ζωντάνια που είχε αρκετές φορές η ERTopen, ο αποκλεισμός των συμβασιούχων, που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά του ενημερωτικού τομέα είναι μερικές από αυτές. Καμία τους δεν μπορεί να καταλογιστεί στον Σταύρο Καπάκο. Δεν τις δημιούργησε και δεν τις καλλιέργησε. Ήταν κεντρικές κυβερνητικές επιλογές.
Ο Καπάκος προσπάθησε να αξιοποιήσει όλο το έμψυχο δυναμικό, στήνοντας μια ενημερωτική ζώνη από το τις έξι το πρωί έως νωρίς το απόγευμα. Έδωσε ρόλους και παρουσία στον αέρα σε πολλούς. Αρκετοί από αυτούς δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Δεν κατηγορήθηκαν, όμως, από τη Διεύθυνση γι’ αυτό. Γιατί όλοι ήξεραν πού οφείλονταν τα χαμηλά νούμερα τηλεθέασης, που επικαλείται τώρα ο κ. Ταγματάρχης: στην έλλειψη υλικοτεχνικής υποδομής (δεν υπήρχαν συνεργεία και δημοσιογράφοι, για να βγουν ρεπορτάζ στην πρωινή ζώνη) και στη νοοτροπία του ωαρίου. Πώς να στείλεις συνεργείο σε μια εξωτερική μετάδοση, όταν πριν φθάσει στον προορισμό του ο εικονολήπτης δηλώνει πως συμπλήρωσε το ωράριό του και πρέπει να ξεκινήσει κάποιος άλλος από το ραδιομέγαρο να τον αντικαταστήσει; Μέχρι να φτάσει ο αντικαταστάτης, η ζωντανή μετάδοση έχει γίνει χαλασμένη κονσέρβα. Πώς να μην γίνονται λάθη σε ζωντανές εκπομπές, όταν λείπουν οι floor manager και η γεννήτρια χαρακτήρων βρίσκεται σε άλλο κτίριο; (Αυτό εννοούσε στην επιστολή του ο Σταύρος αναφερόμενος στο «χειροκίνητο σύστημα των δελτίων της ΕΡΤ»).
Συνεχή διαβήματα και προτάσειςΌλα αυτά τα ήξερε ο Καπάκος, απηύθυνε συνέχεια διαβήματα στην κυβέρνηση και τη διοίκηση με προτάσεις για την επίλυσή τους. Έκανε, όμως, ένα λάθος. Προσπαθούσε με ό,τι μέσο διέθετε να καλύψει τις ελλείψεις και δεν τα αντιμετώπιζε ως πρόφαση για να μην κάνει τίποτε. Δεν υπάρχει τίποτε ψευδέστερο από το δηλητηριώδη υπαινιγμό του κ. Ταγματάρχη πως όλα αυτά τα θυμήθηκε τώρα που αποπέμφθηκε.
Όπως δεν θυμήθηκε τώρα ότι εκείνος που είχε βάλει όρους για να αποδεχθεί τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου της ΕΡΤ, ήταν ο κ. Ταγματάρχης. Στην επιστολή του ο Σταύρος αναφέρεται σε έναν από αυτούς: τον απόλυτο έλεγχο του Διοικητικού Συμβουλίου. Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως δεν ήταν ο μόνος. Ήθελε να έχει λόγο και για την στελέχωση των επιτελικών θέσεων σε κρίσιμες διευθύνσεις και το πέτυχε. Όπως καταλάβατε, είχε εκφράσει αντιρρήσεις και για τον Καπάκο. Ο Σταύρος το ήξερε και παρ’ όλ’ αυτά δέχτηκε τη θέση, που του πρότεινε η κυβέρνηση. Η ίδια κυβέρνηση που αποδέχθηκε τους όρους του Λ. Ταγματάρχη. Αυτό ίσως ήταν το δεύτερο λάθος του. Αλλά βλέπετε, έτσι είναι οι επαγγελματίες, που από τα νιάτα τους διάλεξαν να είναι και αριστεροί. Πεισματάρηδες και φύσει αισιόδοξοι.
Ο κ. Ταγματάρχης του καταλογίζει, λοιπόν, χαμηλά νούμερα τηλεθέασης, όταν ο ίδιος επέλεξε να διαιωνίσει τον τρόπο λειτουργίας της παλιάς ΕΡΤ, καλλιεργώντας την ευνοιοκρατία (τις «δουλειές» που αναφέρει ο Καπάκος), χωρίς να έχει ακόμη ανακοινώσει ένα αξιοπρεπές πρόγραμμα για την τηλεόραση. Αλλά ακριβοπληρωμένες αναθέσεις εκπομπών έχει ανακοινώσει. Όπως αυτή που αναφέρει ο Καπάκος στην επιστολή του, επισημαίνοντας πως «με την έκφραση και μόνο της δικής μου διαφωνίας, το κόστος της μειώθηκε στο μισό!».
Γι’ αυτά και πολλά άλλα, αρμοδιότεροι να μιλήσουν είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι της Διεύθυνσης Ειδήσεων. Αλλά μόνο κάτι γενικού τύπου ανακοινώσεις διαβάσαμε, όπου η χαρά για τον καβγά που προκαλεί ένα ακόμη πρόβλημα στην κυβέρνηση δεν κρύβεται. Τέλος πάντων, ας τα βγάλουν πέρα με τον Ταγματάρχη μόνοι τους από δω και πέρα.
Ποιος αποφασίζει για την ΕΡΤ;Ο λόγος που γράφτηκε αυτό το κείμενο δεν είναι μια συνηγορία για τον Σταύρο, που έτσι κι αλλιώς δεν τη χρειάζεται. Εξάλλου, το ζήτημα δεν είναι προσωπικό. Αφορά την πολιτική που έχει για τα ΜΜΕ η κυβέρνηση και ποιους επιλέγει να την υλοποιήσουν. Η αποπομπή του Καπάκου από τη Διεύθυνση Ειδήσεων με το αιτιολογικό πως ο γενικός διευθυντής δεν συμφώνησε με τις εντολές της διοίκησης για την ενημέρωση και το πρόγραμμα θέτει ένα κορυφαίο ζήτημα: ποιος αποφασίζει για την ΕΡΤ; Με το νόμο που ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, μάθαμε πως αυτοί δεν είναι οι εργαζόμενοι του φορέα, αφού απορρίφθηκε η πρόταση για κάποια μορφή αυτοδιαχείρισης και συγκρότηση μηχανισμών ελέγχου των ατόμων που αναλαμβάνουν επιτελικές θέσεις.
Τώρα μαθαίνουμε πως κέντρο αποφάσεων δεν είναι καν οι διευθυντές, αλλά η διοίκηση. Φανταζόμαστε στο βαθμό που έχει την κάλυψη του υπουργού. Αλλά όταν αυτή η κάλυψη παρέχεται αφειδώς σε μάνατζερ και όχι στους εργαζόμενους, τότε κάτι έχει πάει τελείως στραβά. Αν η κυβέρνηση θεωρεί πως πρέπει να διατηρήσει το καθεστώς της εξάρτησης των δημόσιων ΜΜΕ, τότε αρχίζει να μοιάζει απελπιστικά με τις προηγούμενες. Και αυτό δεν μας αρέσει καθόλου.