“Μικρό γαλατικό χωριό !”– η πρώτη σελίδα της Λιμπερασιόν αποθέωνε πριν λίγες μέρες την αντίσταση της κεντροαριστερής κυβέρνησης των Σοσιαλιστών της γαλλόφωνης Βαλονίας, μίας από τις πέντε τοπικές κυβερνήσεις της επικράτειας του Βελγίου. Το κοινοβούλιο του κρατιδίου Βαλονίας- Βρυξελών αρνιόταν σθεναρά να συναινέσει στην υπογραφή της Συνολικής Οικονομικής Συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης -Καναδά, της πολύκροτης (ή διαβόητης;) CETA, επισείοντας τον ενθουσιασμό εκατομμυρίων ενεργών πολιτών, μελών οργανώσεων κατά των Διατλαντικών Συμφωνιών Εμπορίου, ακτιβιστών, δημοσιογράφων, επιστημόνων, συνδικαλιστών, αγωνιστών υπέρ των κοινωνικών και ατομικών δικαιωμάτων, περιβαλλοντικών οργανώσεων, αγροτικών δικτύων στην Ευρώπη, τον Καναδά και τις ΗΠΑ. Ο Καναδός πρωθυπουργός Τριντό ακύρωνε φανερά εκνευρισμένος το ταξίδι του στις Βρυξέλλες, η αναμενόμενη τελετουργική υπογραφή που αναμενόταν για τις 27 Οκτώβρη ακυρωνόταν και τα ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδιδαν την είδηση για το “ναυάγιο της συμφωνίας”, μην παραλείποντας την οπτική αντίθεση των πανηγυρισμών από τη μια- της έντονης κατήφειας στο πρόσωπο του Ντόναλντ Τούσκ ,Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου από την άλλη.
Πριν προλάβουν να κοπάσουν τα επινίκια συνθήματα, το μεσημέρι της Πέμπτης, ο τοπικός πρωθυπουργός Πόλ Μανιέτ τερμάτισε την “ομηρία της Ε.Ε.” . Η Συμφωνία φαίνεται να ξεμπλοκάρει και μετά την επικύρωση από το σύνολο των βελγικών κοινοβουλίων να βρίσκεται στα χέρια του Προέδρου της Κομισιόν, Ζαν Κλόντ Γιουνκέρ.
Τί μεσολάβησε; Πρώτα απ΄όλα μία συνεχής πίεση προς τους Βαλόνους που έφτανε στα όρια της περιφρόνησης και του εκφοβισμού, όπως ανέφερε σε συνέντευξη τύπου στο Ευρωκοινοβούλιο στο Στρασβούργο ο Φιλίπ Λαμπέρτς , Συμπρόεδρος της Ομάδας των Πρασίνων, χαρακτηρίζοντας τη CETA “εκτροπή προς όφελος των πολυεθνικών εταιρειών”. Και δεν είναι μόνο οι Πράσινοι που ξιφούλκησαν θεσμικά κατά της Συμφωνίας: 17 Ευρωβουλευτές από τρείς πολιτικές ομάδες( Ευρωομάδα της Αριστεράς,Σοσιαλιστές,Πράσινοι) μέλη της Προοδευτικής Συμμαχίας στο Ευρωκοινοβούλιο, με δημόσια επιστολή τους αποδομούσαν το κύριο επιχείρημα περί αύξησης των θέσεων εργασίας σε ΕΕ και Καναδά ως αποτέλεσμα της Συμφωνίας, αναδείκνυαν τις οδυνηρές οικονομικές επιπτώσεις και την απώλεια 200.000 θέσεων εργασίας αν εφαρμοστεί. Ταυτόχρονα κατήγγειλαν την απολύτως αδιαφανή διαδικασία της προετοιμασίας της ως σαφή απόδειξη αντιδημοκρατικότητας, χαρακτηρίζοντας το περιεχόμενο της ως εφαλτήριο πλήρους απορρύθμισης των οικονομικών σχέσεων και αφαίρεσης του δικαιώματος των κυβερνήσεων να προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον.
Οι ευρωβουλευτές παρομοιάζουν τη CETA με τη NAFTA, τη Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου της Αμερικής η οποία κατέληξε να συμπιέζει τους μισθούς των εργαζομένων,να θέτει σε άμεσο κίνδυνο τους καταναλωτές, να εκτοξεύει την ανεργία και να μεταμορφώνει τον Καναδά σε μία από τις μεγαλύτερες χώρες παραγωγής Γενετικά Τροποποιημένων Οργανισμών.
Πριν θεωρηθεί υπερβολική η θέση αυτή, έχει ιδιαίτερη αξία να δεί κανείς την παραδοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής : τα υγειονομικά πρότυπα δεν ενισχύονται( απέναντι στα μεταλλαγμένα προϊόντα και τα απαγορευμένα στην Ευρώπη χημικά και πρόσθετα τροφίμων), η “αρχή της προφύλαξης” δεν αναφέρεται πουθενά, ενώ το κείμενο της Συμφωνίας έρχεται σε αντίθεση με τις κλιματικές δεσμεύσεις της COP21, καθώς αναμένεται να αυξήσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Όσον αφορά τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα, δεν υπάρχει καμία δέσμευση.
Στο ίδιο κλίμα κινείται και η έρευνα που πραγματοποίησε το Πανεπιστήμιο TUFTS για το Ινστιτούτο για την Παγκόσμια Ανάπτυξη και το Περιβάλλον: απώλεια 230.000 θέσεων εργασίας εκ των οποίων οι περισσότερες στην Ευρώπη, επίπεδα μισθών 316- 331 ευρώ αναλόγως της χώρας ως το 2023, μείωση των δημοσίων επενδύσεων.
Τα μελανά οικονομικά μεγέθη ωστόσο, δεν αρκούν για να αποτυπωθεί το μέγεθος του επαπειλούμενου κινδύνου: παραμένει -παρά τις προσπάθειες βελτίωσης – η ισχυροποίηση των συμφερόντων των πολυεθνικών και οικονομικών κολοσσών έναντι των κρατών, εφόσον οι καναδικές εταιρίες( πόσο καναδικές άραγε στην εποχή της απόλυτης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης) μπορούν να μηνύουν τις κυβερνήσεις των χωρών διεκδικώντας απολύτως δυσβάσταχτες αποζημιώσεις για οτιδήποτε θεωρούν οτι βλάπτει “τις νόμιμες οικονομικές προσδοκίες τους”. Σύμφωνα με τη Συμφωνία, η εκδίκαση των υποθέσεων αυτών μέσω του “συστήματος ΙSDS’’ θα γίνεται από ειδικό σώμα δικαστών, εκτός των εθνικών ή ευρωπαϊκών θεσμικών δομών δικαιοσύνης. Δικαστές των εταιρειών - για την προστασία των εταιριών, όπως αναφέρουν τα κείμενα των οργανώσεων που μάχονται τη ν υπογραφή της CETA.
Πώς γίνεται να αγνοηθεί η υπογραφή και η αντίθεση 3,5 εκατομμυρίων πολιτών, 1.800 Δήμων και Περιφερειών που- έστω και συμβολικά- έχουν κηρυχτεί Ελεύθερες Ζώνες και ενός τεράστιου κύματος κινητοποιήσεων παγκοσμίως;
Η παραδοχή του Βαλόνου πρωθυπουργού υπήρξε αφοπλιστική: η Βαλονία αφέθηκε μόνη να σηκώσει το βάρος του πολιτικού και οικονομικού εκβιασμού για μια συμφωνία που ενδιαφέρει όχι μόνο τον Καναδά αλλά και τις ΗΠΑ, ως προφανής προθάλαμος της ΤΤΙΡ που θα ολοκληρώνει το τρίγωνο ΗΠΑ- Καναδάς- ΕΕ. Και μπορεί να μην λειτουργήσουν κατά την “προσωρινή εφαρμογή “ της τα ιδιωτικά δικαστήρια, αλλαγή την οποία πέτυχε ο Μανιέτ μετά τις κατά συρροήν αρνήσεις του, μαζί με κάποιες (φραστικές;) διαβεβαιώσεις για την προστασία των δημοσίων υπηρεσιών και των αγροτικών προϊόντων, η ουσία όμως παραμένει- η μάχη δόθηκε από μισή χώρα, απέναντι στη σιωπή των άλλων 28,5 ! Ο Μανέτ παραδέχτηκε οτι δε μπορούσε να κάνει κάτι περισσότερο, προτρέποντας τα άλλα ευρωπαικά κοινοβούλια να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Βαλονίας.
Και τώρα; Ήδη 105 Γάλλοι βουλευτές ζητούν με επιστολή τους από το Γάλλο πρωθυπουργό Φρανσουά Ολάντ να μην επιτρέψει ούτε την “προσωρινή” εφαρμογή της Συμφωνίας, αν δεν περάσει πρώτα από όλα τα εθνικά κοινοβούλια . Κι αυτό γιατί η “προσωρινή εφαρμογή”, περιλαμβάνει το 90% του συνόλου των άρθρων που μπορεί να ισχύσο��ν πριν αποφανθούν καν τα κράτη- μέλη της ΕΕ.
Με τον Αντιπρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Δ. Παπαδημούλη να τοποθετείται επισήμως υπέρ της Βαλονίας, επισημαίνοντας πως οι ενστάσεις και οι ανησυχίες σχετικά με τη Συμφωνία είναι βάσιμες και πως το ζητούμενο δεν είναι το ελεύθερο αλλά το δίκαιο εμπόριο, πώς εξηγείται η στάση της ελληνικής κυβέρνησης; Η θετική υπέρ της Συμφωνίας στάση του αρμόδιου υπουργού Γ Σταθάκη δεν έρχεται μόνο σε ευθεία αντίθεση με τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος με σαφήνεια τοποθετείται και πάλι μέσω της πολιτικής απόφασης του Συνεδρίου του κατά των Διατλαντικών Συμφωνιών, εναρμονιζόμενος με τη μάχη που μέλη και στελέχη του δίνουν μαζί με το ελληνικό και το διεθνές κίνημα. Το βασικό επιχείρημα, οτι δηλαδή η άρνηση μίας χώρας να επικυρώσει τη CETA δεν αρκεί για να τη σταματήσει, τραυματίζει την ίδια τη φύση της κομματικής αλλά και της κυβερνητικής αφήγησης, που εκκινείται από τη δύναμη της αντίστασης μίας χώρας- της Ελλάδας- και των πολιτών της , απέναντι στον κανιβαλισμό των νεοφιλελεύθερων μνημονιακών επιδιώξεων των δανειστών.
Αν η σιωπή δεν είναι χρυσός για το ελληνικό ζήτημα, το ίδιο ισχύει και μάλιστα στο πολλαπλάσιο για τον αγώνα υπέρ της ζωής, των δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών της Ευρώπης και του κόσμου απέναντι στην ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία και τη βουλιμία του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού οικοδομήματος . Κι αυτός ο αγώνας δε μπορεί να υποσταλεί πουθενά. Ούτε να δοθεί ερήμην της Αριστεράς !
Ολγα Αθανίτη