Του Δημήτρη ΡαπίδηΟ προσωποκεντρικός χαρακτήρας της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας και η απόλυτη κυριαρχία του Ερντογάν μπορεί μερικές φορές να μας απομακρύνουν από την πραγματική ουσία του προβλήματος. Ο Ερντογάν, όπως και πολύ άλλοι ηγέτες στην ιστορία, ανήλθαν στην εξουσία μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, ενίοτε δε έχοντας ήδη χτίσει το προφίλ του κυνηγημένου από την εκάστοτε καθεστηκυία τάξη ηγέτη, έχοντας περάσει δια πυρός και σιδήρου προκειμένου να φτάσουν εκεί που έφτασαν. Ο πρόεδρος της Τουρκίας είναι μια χαρισματική όσο και αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που σταδιακά υπερσυγκέντρωσε εξουσία στα χέρια του και, όντας οραματιστής του πάλαι ποτέ ένδοξου οθωμανικού (και κεμαλικού) παρελθόντος, αξιοποιεί αυτή την κληρονομία για να «χτίσει» ο ίδιος το δικό του προσωπικό μύθο. Ξεκινώντας από αυτή την προσέγγιση, θα ήταν χρήσιμο να εξετάσουμε το ρόλο των αντιπολιτευόμενων κομμάτων για το πώς έφτασε η Τουρκία, διαμέσου του Ερντογάν, σε αυτή την κατάσταση της ανελευθερίας για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Το πρώτο στοιχείο είναι πως τα πολιτικά κόμματα, πλην του διωκόμενου HDP, δεν έχουν τίποτα απολύτως να προσφέρουν στο μέσο Τούρκο, είτε αυτός είναι χαμηλόμισθος στο δημόσιο, είτε μεγάλος, ενεργός και εξωστρεφής επιχειρηματίας. Όλα τους είναι πλήρως αποδυναμωμένα, αδύναμα στη χάραξη πολιτικής στρατηγικής και στην προετοιμασία ενός εναλλακτικού μοντέλου άσκησης της εξουσίας, διεφθαρμένα και πλήρως απαξιωμένα για την πλειοψηφία των τούρκων πολιτών. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, επί 14 συναπτά έτη, δεν μπορούν να έλθουν στην εξουσία, έχοντας φτάσει πλέον να συγχρωτίζονται με το AKP, να σιωπούν επιδεικτικά στη βίαιη καταπάτηση και προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ελευθερίας του Τύπου, να μην τοποθετούνται δημοσίως για οποιοδήποτε θέμα έχει να κάνει με το σεβασμό στην ελευθερία και τη δημοκρατία. Ο βασικός λόγος είναι πως και τα ίδια θρέφονται από την ηγεσία Ερντογάν, «βολεύονται» από μια κατάσταση στην οποία είναι θεατές, διατηρώντας και μια δήθεν διακριτή πολιτική παρουσία στα δημόσια πράγματα της χώρας. Όλοι θυμόμαστε αμέσως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου τις κοινές συγκεντρώσεις του κεμαλικού CHP, του εθνικιστικού MHP, και του ΑΚΡ για την «προάσπιση της δημοκρατίας» στην Τουρκία.
Εκκωφαντική σιωπήΜετά από όλα όσα μεσολάβησαν από τον Ιούλιο μέχρι σήμερα, δεν θα έπρεπε με τον ίδιο ζήλο και την ίδια σπουδή τα δύο αυτά αντιπολιτευτικά κόμματα, ειδικά το CHP, να επιχειρούν να κερδίσουν έδαφος και «πολιτικό χώρο» αξιοποιώντας το θυμό, την αγανάκτηση και τις κινητοποιήσεις ακαδημαϊκών, δημοσιογράφων, εκδιωγμένων δημοσίων υπαλλήλων, φοιτητών εναντίον των απολυταρχικών πολιτικών της κυβέρνησης; Η εκκωφαντική σιωπή τους είναι εκείνη που τους κάνει συνένοχους στις πολιτικές της κυβέρνησης, ενώ θέτουν και το πλαίσιο δράσης μέσα στο οποίο όλα τα κόμματα θα πρέπει να κινούνται.
Ο τρόπος με τον οποίο τα δύο αυτά κοινοβουλευτικά κόμματα –CHP και MHP- κινούνται, στοχεύει στη «βύθιση» της κοινωνικής αγανάκτησης, στην πολιτική νομιμοποίηση των κυβερνητικών επιλογών, ή αντιστρόφως στη διοχέτευση της αγανάκτησης και του φόβου προς το HDP, ώστε να παρουσιάζεται ως ένα κόμμα απείρως επικίνδυνο για τη χώρα και την πολιτική σταθερότητα, που βρίσκεται εκτός εθνικής γραμμής, έχοντας σχέσεις με την τρομοκρατία και τον ένοπλο αγώνα του ΡΚΚ.
Τελευταία πράξη, η μεταμεσονύχτια σύλληψη 11 βουλευτών του HDP στις 3 Νοεμβρίου, μεταξύ των οποίων και των συμπροέδρων Σελαχατίν Ντεμιρτάς και Φιγκέν Γιουκσεκντάγ, στο «όνομα της πάταξης της τρομοκρατίας». Είχε βέβαια προηγηθεί η άρση ασυλίας όλων των βουλευτών του κόμματος στις αρχές του έτους, ένα κύμα διώξεων και επιδρομών σε κατοικίες τους και στα γραφεία του HDP σε Άγκυρα και Ντιγιαρμπακίρ, όπως επίσης και οι βιαιοπραγίες εναντίον τους από πολλούς βουλευτές της κυβέρνησης, του CHP και του MHP πριν το καλοκαίρι.
Διώξεις και αβάσιμες συνδέσειςΣε δεύτερο επίπεδο, υπό το γενικό τίτλο «τρομοκράτες», επιχειρείται ο συσχετισμός μεταξύ του PKK και του Ισλαμικού Κράτους, με κοινό στοιχείο αναφοράς την τρομοκρατία, τις ένοπλες επιθέσεις, που έχουν ως αποτέλεσμα εκατοντάδες νεκρούς εντός του τουρκικού εδάφους. Οι θολές –και αβάσιμες εν τέλει- προσεγγίσεις στον τουρκικό Τύπο για τις σχέσεις PKK και Ισλαμικού Κράτους έχουν αυξηθεί, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η σχεδόν απόλυτη πλειοψηφία των ΜΜΕ ελέγχεται από το κράτος και τους τοποτηρητές που η κυβέρνηση έχει επιβάλλει. Τελευταίο «θύμα» η κεντροαριστερή εφημερίδα Cumhuriyet, της οποίας ο τέως διευθυντής σύνταξης Can Dündar (o οποίος προτάθηκε φέτος για το βραβείο Ζαχάρωφ από την ευρωομάδα της Αριστεράς στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) βρέθηκε διωκόμενος, γιατί αποκάλυψε σχέσεις της τουρκικής υπηρεσίας πληροφοριών με υψηλόβαθμους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους.
Η εποποιία του Ερντογάν χτίζεται καθημερινά από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, και πλέον από τα ΜΜΕ που ο κρατικός μηχανισμός και η κυβέρνηση ελέγχουν. Ο ίδιος δεν χρειάζεται πλέον να κάνει και πολλά, παρά μόνο να προβεί στην αναθεώρηση του Συντάγματος και στη μεταφορά των εκτελεστικών εξουσιών από τον πρωθυπουργό στον πρόεδρο. Το ζήτημα είναι κατά πόσο οι συνέπειες του πολέμου που έχει κηρύξει η τουρκική κυβέρνηση με την τρομοκρατία και το Ισλαμικό Κράτους από τη μία, και οι μάχες που δίνονται στα νοτιοανατολικά σύνορα με τους Κούρδους μαχητές του PKK από την άλλη, όπως και το στρατιωτικό «άνοιγμα» σε Συρία και Ιράκ, θα φθείρουν τον Ερντογάν ή απλώς θα κάνουν το πολιτικό κατεστημένο να έρθει ακόμα εγγύτερα για να τον προστατέψει και να αυτοπροστατευθεί, βυθίζοντας ακόμη περισσότερο την χώρα στον αυταρχισμό και σε ένα σάπιο κοινοβουλευτικό καθεστώς.
*Ο Δημήτρης Ραπίδης είναι πολιτικός αναλυτής και επικοινωνιολόγος, μέλος της Γραμματείας Εξωτερικής Πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ.