Τι σημαίνει η συγκρότηση του ΕΣΡ
Αυτές τις μέρες έφτασε στο ζενίθ η αντιπαράθεση για την απόφαση του ΣτΕ και τα επόμενα βήματα ως τη συγκρότηση του ΕΣΡ. Λεπτές νομικές έννοιες, αλλά και τοποθετήσεις άκρως πολιτικές ήρθαν στο τραπέζι σε κλίμα οξείας αντιπαράθεσης των κομμάτων γύρω από ένα κεντρικό πρόβλημα, που είναι η σχέση πολιτικών δυνάμεων – μέσων ενημέρωσης – επιχειρήσεων. Μια συζήτηση με τον Αντώνη Ρουπακιώτη για την τύχη της σθεναρής απόφασης της κυβέρνησης να καλυφθεί αυτό το θεσμικό κενό και να συγκροτηθεί το ΕΣΡ, όπως και την οξεία αντίδραση που υπήρξε από ένα μέτωπο δυνάμεων είναι πάρα πολύ διαφωτιστική, ένας πραγματικός οδηγός για να κατανοήσουμε, με βάση και τη νομική επιστήμη, το περιεχόμενο και το βάθος της σύγκρουσης. Ο Αντώνης Ρουπακιώτης, εξέχων νομικός, εξειδικευμένος στα εργατικά ζητήματα, υπήρξε, εκτός από στέλεχος της Ανανεωτικής Αριστεράς, πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, υπουργός Δικαιοσύνης, αλλά και υπηρεσιακός υπουργός Εργασίας.
Τη συνέντευξη πήραν ο Χ. Γεωργούλαςκαι ο Παύλος ΚλαυδιανόςΟι διαβουλεύσεις, άρα και οι μετατοπίσεις των διαφόρων μερών, είναι συνεχείς πριν την αυριανή διάσκεψη των Προέδρων. Πού βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή νομικά, συνταγματικά αλλά και πολιτικά;Τα πράγματα από την αρχή Οι αποτιμήσεις είναι διαφορετικές. Άλλοι ζητωκραυγάζουν ότι ηττήθηκε η κυβέρνηση και άλλοι καλούνται να αξιολογήσουν τους καρπούς του δύσκολου αγώνα της, με σκληρούς και πολλούς αντιπάλους, για να υπαχθεί το σύστημα χορήγησης τηλεοπτικών αδειών και λειτουργίας τηλεοπτικών σταθμών σε όρους νομιμότητας, καθώς και για την υποχρέωση που είχε η κυβέρνηση να υπερασπιστεί το δημόσιο συμφέρον.
Έχει γίνει, λοιπόν, έστω και δύσκολα, ένα βήμα πριν τη λύση του προβλήματος;Πιστεύω ότι όχι μόνο έχει γίνει βήμα, αλλά ότι η θεσμική αυτή επιλογή της κυβέρνησης, έχει τη δικαίωσή της και μόνο διότι υλοποιήθηκε και δεν έμεινε στη σφαίρα των εξαγγελιών, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι επί είκοσι έξι χρόνια κανένα κόμμα, όσο ισχυρό και αν ήταν, δεν επέλεξε ή δεν αποτόλμησε να πράξει κάτι ανάλογο. Εξάλλου, την ευθύνη αυτή των άλλων κομμάτων εξουσίας κατέδειξε το ίδιο το ΣτΕ με την απόφασή του το 2010, ότι η χορήγηση αλλεπάλληλων αδειών προσωρινής λειτουργίας των σταθμών δεν εναρμονίζεται με το Σύνταγμα. Παρ’ όλα αυτά νομίζω, ότι πριν από την πρωτοβουλία αυτή, η Κυβέρνηση έπρεπε να διερευνήσει αν υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας και με άλλα κόμματα -εκτός και αν έγινε- όποια θέση και αν είχαν, ή να αξιοποιήσει στο μέτρο του εφικτού και άλλους αρμόδιους φορείς. Ένα δεύτερο. Δεν γνωρίζω εάν η Κυβέρνηση εκτίμησε πόσο δυνατοί είναι οι αντίπαλοί της είτε σε θεσμικές, είτε σε εξωθεσμικές εξουσίες, και γι’ αυτό να αναζητήσει εξαρχής συγκλίσεις για την επιτυχή ολοκλήρωση της επιλογής της.
Είναι αυτό που ορίζεται και ως διαπλοκή και ήταν και το επίδικο της σύγκρουσης;Θα το λέγαμε και έτσι, απομονώνοντας περισσότερο εδώ, την ικανότητα διείσδυσης της μιντιακής εξουσίας, η οποία δεν υπερασπίζεται μόνο τα δικά της συμφέροντα, καθώς συνδέεται, όπως είναι γνωστό, με ένα μεγάλο εύρος επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, αλλά ταυτόχρονα λειτουργεί και για λογαριασμό πολιτικών δυνάμεων, που τη στηρίζουν, και στηρίζονται από αυτή. Ωστόσο, νομίζω ότι την πρωτοβουλία της νομοθετικής ρύθμισης πιστώνεται η κυβέρνηση, με την έννοια ότι υπερασπίζεται την ανάγκη οι τηλεοπτικοί σταθμοί να λειτουργούν σε καθεστώς νομιμότητας. Αυτό κανένας δεν τολμά να το αρνηθεί με αξιοπιστία.
Εξάντληση των περιθωρίωνΚαι ως προς το ΕΣΡ;Να σου πω. Πιστεύω ότι η κυβέρνηση όφειλε να εξαντλήσει τα όρια συγκρότησης του ΕΣΡ, πριν αναπτυχθεί η νομοθετική πρωτοβουλία της, εφόσον, μάλιστα, γνώριζε ότι η αντιπολίτευση με τη στάση της θα εμπόδιζε την ολοκλήρωσή της, για να μην την πιστωθεί. Είμαι ιδιαίτερα προσεκτικός ως προς αυτό, διότι δεν γνωρίζω -ή δεν θυμούμαι- ακριβώς τι έγινε και τι δεν έγινε. Έτσι, και ανεξάρτητα από τις διαφορετικές ερμηνευτικές απόψεις, εκτιμώ ότι ως προς την αρμοδιότητα στην προκειμένη περίπτωση του ΕΣΡ, αν είχε επιτευχθεί η συγκρότησή του, τουλάχιστον δεν θα υπήρχε ένας απ΄ τους λόγους που προβλήθηκε ενώπιον του ΣτΕ ότι είναι αντισυνταγματικός ο ν. 4339/75. Εξάλλου και η ίδια η κυβέρνηση με αλλεπάλληλες δηλώσεις στελεχών της αναφερόταν στην ανάγκη συγκρότησης του ΕΣΡ, όπως εξάλλου, μετά και τη χθεσινή, ψηφοφορία στη Βουλή, φαίνεται να επιτυγχάνεται.
Ωστόσο και μετά την άρνηση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης -κυρίως- όπως και άλλων κομμάτων για τη συγκρότηση του ΕΣΡ, για την οποία αυτή φέρει ευθύνη, η Κυβέρνηση φαίνεται ότι επέλεξε την ερμηνευτική άποψη ότι είτε είναι αρμόδιο το ΕΣΡ, ή ότι και σε αντίθετη εκδοχή, εφόσον δεν ήταν εφικτή η συγκρότησή του, όφειλε να αξιοποιήσει την κατά συνταγματική πρακτική εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης, γι’ αυτό και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 2Α του νόμου.
Αυτό, ωστόσο, δεν καταγράφηκε στο σκεπτικό της πλειοψηφίας του ΣτΕ.Δεν γνωρίζουμε ακριβώς, γεννάται όμως ένα ερώτημα. Κέρδισαν οι 14 και ηττήθηκαν οι 11 δικαστές; Εκτιμώ ότι αυτό δεν θα τολμήσει να το υπερασπισθεί κανένας, εφόσον θεμέλιο για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης είναι η ελεύθερη κρίση του δικαστή, που μπορεί να εντάσσεται στην πλειοψηφία ή στην μειοψηφία κατά τη λήψη μιας απόφασης. Έτσι δέκα τέσσερις δικαστές θεώρησαν ότι αρμόδιο είναι το ΕΣΡ και ψήφισαν υπέρ της αντισυνταγματικότητας του νόμου, ενώ ένδεκα δικαστές δέχτηκαν το διαφορετικό, είτε -δεν γνωρίζουμε ακόμη το σκεπτικό της απόφασης- διότι θεωρούν ότι το άρθρο 15 Συντ. δεν ορίζει το ΕΣΡ ως αρμόδιο, είτε διότι αναγκάστηκε η κυβέρνηση να αξιοποιήσει την επιλογή του δικαίου της ανάγκης, εφόσον δεν λειτουργούσε το ΕΣΡ, γι’ αυτό και ψήφισαν υπέρ της συνταγματικότητας του νόμου. Έτσι δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρός ενδεχόμενος ισχυρισμός ότι κάποιοι δικαστές ηττήθηκαν και κάποιοι νίκησαν, ή κάποιοι πολιτικοί σχηματισμοί, που ήταν υπέρ της αντισυνταγματικότητας, νίκησαν και κάποιοι άλλοι ηττήθηκαν.
Να σου πω και κάτι άλλο. Δεν μπορώ να εξηγήσω τη στάση προβεβλημένων συνταγματολόγων ή άλλων ακαδημαϊκών, οι οποίοι δεν παύουν να εξαντλούν την εχθρότητά τους προς την κυβέρνηση και εν προκειμένω με το να ισχυρίζονται τα κοινότοπα: «Έχουμε και στην Αθήνα δικαστές», «η δικαιοσύνη έπραξε το καθήκον της». Δηλαδή οι δέκα τέσσερις το έπραξαν και οι έντεκα όχι; Η στάση αυτή εναρμονίζεται μάλιστα με την οργίλη προβολή ισχυρισμών από πρωτοκλασάτα στελέχη κομμάτων, που για πολλά χρόνια άσκησαν κυβερνητική εξουσία και τα οποία, ενώ δεν αποτόλμησαν να άρουν την έλλειψη νομιμότητας στη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών, μετά την προώθηση της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης και κυρίως κατά τη διάρκεια του διαφανούς διαγωνισμού, όπως και πριν τη λήψη της απόφασης από το ΣτΕ, μιλούσαν για «θεσμικό τρόμο», για «κίνδυνο εκτροπής από το δημοκρατικό σύστημα» και άλλα ευφάνταστα, όσο και αστεία. Μα δεν αντιλαμβάνονται τη σύγχυση που προκαλούν στους πολίτες όλα αυτά και σε πόση αναξιοπιστία οδηγούν το πολιτικό σύστημα;
Η θεσμική πονηρία και οι ευρείες αρμοδιότητεςH δυνατότητα δηλαδή ενός κόμματος να παραλύει τις προσπάθειες συγκρότησης μιας ανεξάρτητης αρχής, όπως το ΕΣΡ, όπως κάνει τώρα η ΝΔ, πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί;Γνωρίζεις ότι νομικά δεν υπάρχει δυνατότητα να το υποχρεώσεις. Ελέγχεται πολιτικά, γι’ αυτό εξάλλου λέγαμε πριν για το δίκαιο της ανάγκης. Μόνο που με πήγες κάπου αλλού, θα’ θελα, δηλαδή, να αναφερθώ στην περίεργη, τουλάχιστον, πρόβλεψη του άρθρου 101Α του Συντάγματος, που έγινε με την αναθεώρηση του 2001, και με την οποία απαιτούνται τα 4/5 της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής για να επιλέγουν τα όργανα της διοίκησης των Aνεξάρτητων Aρχών. Φαίνεται γοητευτική ως πρόνοια, αλλά εγώ πιστεύω ότι κρύβεται μια θεσμική πονηρία ή πολιτική ιδιοτέλεια. Όταν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας προβλέπεται να εκλέγεται και με τα 2/3 ή στο τέλος και με 151 ψήφους, γιατί τόση αυστηρότητα με μια Αρχή; Εκτιμώ ότι στην αφετηρία αυτής της θεσμικής επιλογής είναι η ιδιοτελής σκέψη, ότι το μέγιστο κόμμα με την επικουρία του δεύτερου θα εξασφάλιζε τα 4/5 των μελών κάθε ανεξάρτητης αρχής. Έτσι, φαίνεται ότι εντάχθηκε και η αναθεωρητική του Συντάγματος επιλογή, στο πλαίσιο λειτουργίας του δικομματικού συστήματος. Ας δούμε ποιοι τοποθετήθηκαν ως Πρόεδροι ή κατά πλειοψηφία μέλη των αρχών αυτών, χωρίς να σημαίνει ότι μεταξύ αυτών δεν υπήρξαν και κάποιοι ικανοί και άξιοι.
Ακούγαμε αυτές τις μέρες σε εκπομπές ομιλητές που έδιναν τεράστιες αρμοδιότητες στο ΕΣΡ, πχ, να ορίζει τον αριθμό των καναλιών, την τιμή εκκίνησης κ.ά. Τότε τι μένει για την Κυβέρνηση να ορίζει;Η αλήθεια είναι ότι το άρθρο 15 αφήνει ένα ευρύ ερμηνευτικό πεδίο, να στηριχθούν και οι δυο απόψεις. Γι΄ αυτό και το αποτέλεσμα 14 – 11, μεταξύ των μελών του ΣτΕ. Εξάλλου, μετά την απόφασή του, που είναι βέβαια δεσμευτική, μετά την επιμονή της κυβέρνησης να συγκροτηθεί το ΕΣΡ, που όπως φαίνεται θα φέρει αποτέλεσμα, θα αναλάβει πλέον το ΕΣΡ τις αρμοδιότητες εκείνες που θα ορίσει ο νόμος και ο οποίος όπως πληροφορηθήκαμε ψηφίστηκε χτες από τη Βουλή.
Κρίνεται η δικαστική εξουσία;Λοιπόν μπορούμε να κρίνουμε αποφάσεις δικαστηρίων; Διότι αυτές τις μέρες αμφισβητήθηκε κι αυτό.Το Σύνταγμα προβλέπει ότι η δικαιοσύνη απονέμεται από τα δικαστήρια, τα οποία ορίζει ως δικαστική εξουσία, κατά πάγια, δε, δημοκρατική αρχή κάθε εξουσία, άρα και η δικαστική, πρέπει να κρίνεται. Αν ο έλεγχος γίνεται για στήριξη της αξιοπιστίας του θεσμού ή για την αμφισβήτησή του είναι άλλο ζήτημα. Σχετικά με αυτό υπάρχει μεγάλη υποκρισία σε ό,τι αφορά τη σχέση μιντιακής, οικονομικής, πολιτικής, αλλά και της εκκλησιαστικής εξουσίας με τη δικαστική. Στις δεκαετίες που περάσαμε ήταν κοινώς αντιληπτή η παντί τρόπω παρέμβαση ή διείσδυση αυτών των εξουσιών στο δικαιοδοτικό γίγνεσθαι. Συνεπώς, αυτό που λένε ότι η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη είναι ένας κοινότοπος λόγος που δεν πείθει. Το ελληνικό Σύνταγμα διασφαλίζει την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών όσο κανένα άλλο στην Ευρώπη. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι δικαστές ενεργούν και κρίνονται για τις αποφάσεις τους. Κρίνονται όχι στην εσωτερική - δικονομική λειτουργία του συστήματος με τα ένδικα μέσα, αλλά και από τη νομική επιστήμη, τη θεωρία και από όλους που είναι αποδέκτες του δικαιοδοτικού αποτελέσματος. Τα δικαστήρια αντλούν ερεθίσματα απ’ αυτή την κριτική. Κατά συνέπεια, όταν λένε κάποιοι δικαστές «αφήστε τη δικαιοσύνη ανεμπόδιστη», «αφήστε ήσυχη», «μην επεμβαίνετε στη δικαιοσύνη», νομίζω, ότι αναδεικνύουν απλώς την ανασφάλειά τους. Να μην λησμονούμε βέβαια, ότι και η δικαστική εξουσία δεν είναι αποκεκομμένη από το σύνολο της κρατικής δομής, διασυνδέεται λειτουργικά με τις άλλες εξουσίες. Ωστόσο, οι δικαστές οφείλουν να υπερασπιστούν το κύρος τους, όχι με τις επαναλήψεις, όπως «η δικαιοσύνη είναι ανεξάρτητη» κ.ά., αλλά να αποδεικνύουν ότι αυτοί είναι ανεξάρτητοι και αξιόπιστοι στο δικαιοδοτικό έργο τους. Ανεξάρτητοι τόσο στην εσωτερική λειτουργία του δικαστικού συστήματος -όπου υπάρχει πρόβλημα για την ανεξαρτησία των δικαστών- όσο και προς τα έξω. Έτσι και μόνο αποκτάται αξιόπιστη σχέση δικαστικής εξουσίας και των κοινωνών, που είναι οι αποδέκτες του δικαιοδοτικού αποτελέσματος.
Πολλή συζήτηση έγινε για τη γνωστή φράση του Προέδρου του ΣτΕ για το επικρατούν κλίμα κτλ.Εν όψει έκδοσης απόφασης του ΣτΕ για τις άδειες υπήρξαν συμπτώματα μεγάλης υποκρισίας. Έτσι, ενώ υψωνόταν φωνή ότι δήθεν η κυβέρνηση επιχειρεί να επέμβει στη δικαιοσύνη, ήταν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αυτός που προέβλεπε την απόφαση του ΣτΕ ή άλλα πρωτοκλασάτα στελέχη του κόμματος αυτού ότι ο νόμος θα κριθεί αντισυνταγματικός, καθώς και κάποιοι συνταγματολόγοι ή άλλοι υπερασπιστές της αντισυνταγματικότητας αυτού. Άρα, όταν προέβλεπαν αυτοί το αποτέλεσμα, ή ήξεραν κάτι που εμείς δεν ξέραμε, ή κάτι σκέφτονταν να κάνουν για να επηρεάσουν, που οι άλλοι δεν μπορούσαν.
Προσθέτω ότι, για να πολώσουν τους δικαστές του ΣτΕ, έφτασαν οι αντίπαλοι της κυβέρνησης να προβάλλουν ακόμη και στοιχεία του ιδιωτικού βίου αντιπροέδρου του ΣτΕ.
Τα επόμενα βήματαΠώς θα γίνουν τώρα τα επόμενα βήματα, έτσι που να μην υπάρξουν ξανά εμπλοκή, προσφυγή στο ΣτΕ κτλ; Έχει υπάρξει διαφωνία αν μιλάμε για «αναστολή» ή για «απόσυρση».Εάν η πληροφορία είναι ακριβής, ότι το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικό νόμο επειδή το άρθρο 2 Α του ν. 4339/2015 δεν εναρμονίζεται με το άρθρο 15 του Συντάγματος, δεν μπορούμε, αυτή τη στιγμή, να σκεφθούμε κάτι άλλο από το, αφού συνέλθει το ΕΣΡ, να προχωρήσει αυτό στην προκήρυξη του διαγωνισμού για τη χορήγηση αδειών. Ήδη με τη διάταξη νόμου που ψηφίστηκε χθες ορίζονται, όπως καλά γνωρίζεις, οι αρμοδιότητες του ΕΣΡ. Δεν είναι ζήτημα σημαντικό αν ορίζεται ότι το άρθρο 2Α αναστέλλεται ή αποσύρεται, από τη στιγμή που το ΕΣΡ θα αναλάβει την ευθύνη έχει λήξει το ζήτημα. Η απόφαση, επίσης, θα μας δείξει ποια από τα άρθρα του νόμου είναι εφαρμοστέα και ποια όχι. Όπως φαίνεται, η απόφαση περιορίζεται στην αρμοδιότητα του ΕΣΡ. Κατά τα άλλα, εάν δεν προβλέπει ή δεν αφήνει δυνατότητα πρόβλεψης αντισυνταγματικότητας άλλων άρθρων, ο νόμος ισχύει, εφόσον ρυθμίζει και άλλα θέματα. Έτσι η απαίτηση του κόμματος της αντιπολίτευσης να καταργηθεί ο νόμος εντάσσεται στο πεδίο της πολιτικής αντιπαλότητας, για να φανεί δηλαδή ότι ηττήθηκε η κυβέρνηση και όχι ότι αυτό είναι αναγκαίο για να εφαρμοσθεί η απόφαση του ΣτΕ.
Υπάρχει ανάγκη προσωρινού καθεστώτος;Εφόσον συγκροτηθεί το ΕΣΡ, το ίδιο θα αντιληφθεί την αναγκαιότητα, με ταχύ, υποθέτω, ρυθμό, αν θα υπάρξουν διαδικασίες, ώστε να σταματήσει το καθεστώς λειτουργίας των προσωρινών αδειών και αν θα ενταχθεί αυτό σε σταθερό πλαίσιο νομιμότητας. Κατά συνέπεια, δεν αντιλαμβάνομαι αν υπάρχει περιθώριο χορήγησης προσωρινών αδειών.
Πως εκτιμάς τη λειτουργία των διοικητικών αρχών;Θεωρείται ότι αυτές αποτελούν τα αντίβαρα στην άσκηση της εξουσίας από το κράτος, είναι, δε, αλήθεια ότι αποτελούν σταθερούς θεσμούς σε όλες τις χώρες της Ευρώπης και όχι μόνο. Είναι, όπως λένε, μέρος του ευρωπαϊκού κεκτημένου. Όμως η ορθή λειτουργία τους εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως με ποια κριτήρια επιλέγονται οι διοικήσεις, ώστε να δείξουν την ανεξαρτησία τους για να εφαρμόζουν τον νόμο χωρίς προκαταλήψεις και πολιτικές επιβαρύνσεις. Γνωρίζω ότι υπάρχει και αντίθετη δίκαιο-πολιτική άποψη, σύμφωνα με την οποία αυτές οι ανεξάρτητες αρχές έρχονται να υπερβούν αρμοδιότητες, δηλαδή δεν λειτουργούν προς όφελος του δημοκρατικού πολιτεύματος και ότι υπερβαίνουν τις κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητες της νομοθετικής και κρατικής εξουσίας. Δεν συμφωνώ. Έχω αποτελέσει μέλος της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, γι’ αυτό και διατηρώ προσωπικές απόψεις για τις δυνατότητες και τις αδυναμίες των αρχών αυτών.
Αναδεικνύεται η συντηρητικοποίηση της εκκλησιαστικής ηγεσίας Αυτές τις ημέρες με τη συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου άνοιξε ξανά το ζήτημα σχέσεων εκκλησίας – κράτους, αλλά και των απόψεων που επικρατούν στην κορυφή της πρώτης. Ποια η γνώμη σου για όλα αυτά;Για το χωρισμό εκκλησίας και κράτους για δεκαετίες ολόκληρες έχουν γραφτεί πολλά, έχουν «χρεωθεί» κόμματα, πολιτικοί ή και διανοούμενοι, κάποιοι από τους οποίους δεν ανήκουν μάλιστα στον χώρο της Αριστεράς. Το ζήτημα μένει ανοιχτό. Μόνο που απαιτείται μακρύς διάλογος, να αναζητηθεί ο μέγιστος αριθμός συσπείρωσης κομμάτων, συλλογικοτήτων και πολιτών. Κυρίως ως μακρύς και υπεύθυνος διάλογος πρέπει να αναπτυχθεί με την ίδια την εκκλησία. Δεν συγχωρείται βιασύνη. Ας μην προστεθεί και αυτό ως ζήτημα μαζί με τόσα άλλα, τα οποία μάλιστα με πολύ μεγάλες δυσκολίες αντιμετωπίζουν οι Έλληνες πολίτες. Όσο για τα θρησκευτικά, τα προγράμματα όλων των μαθημάτων είναι στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Υπουργείου Παιδείας, όταν, μάλιστα, αυτό προωθεί τις επιλογές του στηριζόμενο σε επιστημονικά δεδομένα και εφαρμοσμένα συστήματα σε άλλες χώρες. Έτσι δεν αντιλαμβάνομαι γιατί αναδεικνύεται αυτό το ζήτημα ως μείζον συγκρουσιακό μεταξύ εκκλησίας και κυβέρνησης. Όπως, πολύ περισσότερο, δεν αντιλαμβάνομαι για ποιο λόγο η εκκλησία έβαλε στόχο τον υπουργό Παιδείας, Νίκο Φίλη, ένα τόσο καταρτισμένο ευρυμαθή και από τους πλέον επιτυχημένους Υπουργούς.
Ωστόσο και μετά την πρόσφατη συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου, που χαρακτηρίστηκε ως ολοκληρωτική στροφή από παλαιότερες θέσεις του, εκτιμώ ότι η αντίδραση της εκκλησίας για το μάθημα των Θρησκευτικών αποτέλεσε την αφορμή για τη ανάδειξη της συντηρητικοποίησης της ηγεσίας της με σαφή αντιπολιτευτική στάση κατά της κυβέρνησης. Ελπίζω να μην επηρεάστηκε και αυτή από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις.