Οι σχέσεις οικονομίας και περιβάλλοντος, και, για την ακρίβεια, η εισδοχή τού περιβαλλοντικού ζητήματος στην οικονομία και πιο συγκεκριμένα στη διαδικασία ανάπτυξης - μεγέθυνσης, άρχισαν να εμφανίζονται τη δεκαετία του ’60 και ’70 . Οι σχέσεις αυτές ακολούθησαν δύο διαφορετικές προσεγγίσεις: Η μία, η οικολογική οικονομία ή πράσινη οικονομία (υπό ευρεία όμως έννοια), με διάφορες αποχρώσεις και τάσεις, προσεγγίζει τα οικοσυστήματα, τη βιόσφαιρα μέσα από τις ιδιαιτερότητές τους, αλλά και δίνει έμφαση στις διαδράσεις ανάμεσα στην οικονομία και τη βιόσφαιρα από την οποία εξαρτάται και η οικονομία. Η άλλη, επεξέτεινε τις παραδοχές και αναλύσεις τής τυπικής (ορθολογικής) οικονομίας (économie standard) στο περιβάλλον και ειδικότερα στους φυσικούς πόρους. Η τελευταία στηρίζεται στις έννοιες και τα εργαλεία της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας και αποτελεί την κυρίαρχη οικονομική θεωρία μελέτης και ανάλυσης των σχέσεων οικονομίας και περιβάλλοντος /φυσικών πόρων (Α. Βλάχου, 2001).
Του Τάκη Νικολόπουλου*Η οικολογική οικονομία εμφανίσθηκε ως γνωστόν τη δεκαετία του ’60 στις ΗΠΑ και αργότερα (δεκαετία του ’70) στην Ευρώπη. Ο N. Geοrgescu Roegen, o R. Passet >, o Κ. Boulding και o H. Daly, μετέφεραν το βιολογικό μεταβολισμό στην οικονομική ανάπτυξη θεωρώντας την τελευταία ως συνέχεια, σε άλλο επίπεδο, της βιολογικής εξέλιξης. Έτσι, λοιπόν, αναδεικνύοντας τις βιοφυσικές διαστάσεις της οικονομίας, ως υποσύστημα δηλαδή της βιόσφαιρας εισήγαγαν (κυρίως ο αιρετικός οικονομολόγος N. Georgescu- Roegen) την έννοια της βιο-οικονομίας εντάσσοντας τη φύση (αλλά και την οικολογία) στην οικονομική ανάλυση και λογική. Μια ανάλυση, όμως, και λογική πέρα από την απλή εργαλειακή περιβαλλοντική της τυπικής (ορθολογικής) οικονομίας (οικο-φόρους, εμπορία ρύπων κ.λπ., που βασίζονται στις αρνητικές εξωτερικότητες και στην αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει»), η οποία θεωρεί την οικονομία ως ένα αυτοαναφορικό, κλειστό και απομονωμένο σύστημα ανταλλαγών, που δεν επηρεάζεται από τους βιοφυσικούς παράγοντες και συνεπώς δεν θέτει θέμα ούτε ρύπανσης ούτε υπερεκμετάλλευσης των πόρων. Με άλλα λόγια, για την τυπική οικονομία οι ροές παραγωγής και κατανάλωσης θεωρούνται ως κυκλικά χρηματικά φαινόμενα απεριόριστα, με το παιχνίδι των τιμών να υποτίθεται ότι εξασφαλίζει την ισορροπία αυτόματα και συνεχώς . Αντίθετα, για την οικολογική οικονομία λαμβάνονται υπόψη οι ροές υλικών και ενέργειας, που είναι αναγκαίες στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών και οι οποίες δεν κυκλοφορούν εντός του οικονομικού συστήματος αλλά το διαπερνούν. Οι ροές ενέργειας και ύλης μεταφέρονται στη λειτουργία των οικοσυστημάτων με βάση τη μη αναστρεψιμότητα και το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα - εντροπία της φυσικής.
Η οικολογική οικονομία μελετά αλληλεξαρτησιακά και από κοινού, συνεξελιξιακά, τα ανθρώπινα όντα και τα φυσικά συστήματα. Τα οικολογικά συστήματα και τα κοινωνικο-οικονομικά εξελίσσονται σε αλληλοδιάδραση. Με άλλα λόγια, η οικολογική οικονομία εγγράφει την οικονομία στο πλαίσιο των κοινωνικών ρυθμίσεων, αλλά και τις κοινωνίες στο πλαίσιο των ρυθμίσεων της βιόσφαιρας. Τούτο, σε αντίθεση με την κυρίαρχη προσέγγιση, που δεν ενσωματώνει στις αναλύσεις της τα οικολογικά όρια σε μια νέα (οικολογική) ορθολογικότητα (B. Perret, 2011) και η οποία αποσκοπεί να εντάξει τα περιβαλλοντικά αγαθά και τις περιβαλλοντικές υπηρεσίες στην οικονομική λογική της οικονομίας της αγοράς.
Για την οικολογική οικονομία τα οικονομικά εργαλεία για την ανάλυση και τη λύση των περιβαλλοντικών προβλημάτων συνιστούν ένα υποσύστημα (οικονομία) ενός γενικότερου συστήματος από αλληλεπιδρώντα στοιχεία.
Τα οικονομικά εργαλείαΤα νέα επιστημολογικά εργαλεία της διεπιστημονικότητας και της συστημικής προσέγγισης, της πολυπλοκότητας της φύσης και των οικοσυστημάτων της, καθώς και της επιστημονικής αβεβαιότητας που τα διέπει (δυσκολεύοντας την εκτίμηση και μέτρηση των περιβαλλοντικών προσβολών), μαζί με την δυσκολία να προσδοθεί μια αντικειμενική τιμή στο περιβάλλον, δεν μπορούν να χωρέσουν στο θεσμικό εργαλειακό πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς και στην τυπική οικονομική ανάλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Κατά συνέπεια, τα οικονομικά εργαλεία της νεοκλασικής οικονομίας δεν πρέπει να υπερεκτιμώνται ως προς την υποτιθέμενη ουδετερότητά τους και τη σχετική θετική επίδραση που μπορούν να έχουν στα σοβαρά και παγκόσμια οικολογικά προβλήματα (A. Bernier, 2012). Εν τέλει, σημασία έχει η πολιτική επιλογή στην οποία εντάσσονται (όπως και τα αντίστοιχα οικολογικά, βλ. παρακάτω). Με άλλα λόγια, πρέπει να λαμβάνονται αποστάσεις από τα ανθρωποκεντρικά (διότι ενδιαφέρονται για το τι παρέχουν ως ωφέλεια στον άνθρωπο) οικονομικά εργαλεία μέτρησης και υπολογισμού (σχέση κόστους -οφέλους, αριστοποίηση, ανταγωνισμός κ.ά.) και να προκρίνεται αντιθέτως, όπως προαναφέρθηκε, η μελέτη των διαδράσεων ανάμεσα στην οικονομία και το υπόλοιπο της κοινωνίας και της βιόσφαιρας.
Οι πρακτικές της οικολογικής οικονομίαςΘα πρέπει να τονισθεί, εν τούτοις, πως, παρά μερικά κοινά σημεία, η οικολογική οικονομία δεν είναι ομοιογενής και στους κόλπους της ενυπάρχουν ρεύματα και τάσεις που φλερτάρουν και με την τυπική οικονομία ή έχουν μια αμφιλεγόμενη θέση απέναντι σ’ αυτήν. Το πιο ριζοσπαστικό και ετερόδοξο ρεύμα με ευρεία αποδοχή στην Ευρώπη (αυτό του οικολογικού ριζοσπαστισμού) αμφισβητεί ολοκληρωτικά το ισχύον μοντέλο ανάπτυξης/μεγέθυνσης (και αναγκών), δίνει έμφαση στην κοινωνική δικαιοσύνη και στην εγγενή αξία της φύσης και αντιπαρατίθεται στους μεταρρυθμιστές (αναθεωρητές της πράσινης ανάπτυξης). Αλλά, όπως φαίνεται, το οικο-ριζοσπαστικό ρεύμα γνωρίζει περισσότερες εσωτερικές τάσεις με την απομεγέθυνση και τη λιτή παραγωγή (και κατανάλωση) κυρίως να βρίσκονται στο επίκεντρο των διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό του.
Πάντως, η οικολογική οικονομία αναγνωρίζεται και εκφράζεται μέσω τριών πρακτικών σε μικρή μέχρι σήμερα εφαρμογή και κλίμακα και με οριακά ή μη ορατά ακόμα αποτελέσματα:
Η πρακτική της συλλογικής αποδοτικότηταςΠρώτον, μέσω των ήδη γνωστών οικο-αποδοτικών/οικο-αποτελεσματικών (ecoefficiency) πρακτικών και μέτρων. Κατά τον L. Brown, μια τέτοια προσέγγιση θα απαιτούσε, πέρα από την ανακύκλωση (κυκλική οικονομία, βλ. αμέσως παρακάτω), έργα για οικονομία στην ενέργεια, υποδομές σε νέους τρόπους μεταφοράς και (μαζικής) μετακίνησης και χρήση ποδηλάτου, οικολογικές οικοδομές και θερμική αναβάθμιση των κτιρίων, εκτατικές (και όχι εντατικές με χρήση χημικών λιπασμάτων) καλλιέργειες, αποδέσμευση από την οικονομία των ορυκτών καυσίμων, ώστε να μειωθεί η ενεργειακή ένταση του ΑΕΠ. Εδώ εγγράφεται και η σταδιακή εξάλειψη της χρήσης των υδρογοναθράκων από τα προϊόντα κατανάλωσης και η αμφισβητούμενη (και ήδη εγκαταληφθείσα, τουλάχιστον ως πρώτη γενιά ενεργειακής εφαρμογής ) αντικατάστασή τους από αγροτικά προϊόντα (π.χ. βιοκαύσιμα).
Η κυκλική οικονομίαΕιδικότερα, δεύτερον, μέσω της κυκλικής οικονομίας (economie circulaire) κυρίως μέσω της κλασικής αξιοποίησης των αποβλήτων αλλά όχι μόνο. Πράγματι, σε αντίθεση με τη «γραμμική» οικονομία, η οποία συνίσταται στην απόληψη φυσικών πόρων, παρασκευή προϊόντων και δημιουργία και διάθεση αποβλήτων, δηλαδή μια διαδικασία χωρίς «επιστροφή», η κυκλική οικονομία μιμείται τους φυσικούς κύκλους με στόχο την παραγωγή χωρίς τη δημιουργία αποβλήτων ή με το να χρησιμοποιούνται αυτά που δημιουργούνται σε άλλη διαδικασία παραγωγής. Με την κυκλική οικονομία, δηλαδή «κλείνει ο κύκλος» με τη χρήση των αποβλήτων ως πόρων αντί να οδηγούνται στις χωματερές ή στην καύση, αλλά κυρίως με την παρέμβαση στην παραγωγή οικο-συλλαμβάνοντας /σχεδιάζοντας τα προϊόντα με την κατανάλωση ελάχιστης ενέργειας και πρώτων υλών, είτε κατά την παραγωγή είτε καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής των. Ο στόχος είναι να παράγονται τα ίδια με λιγότερα (υλικά και ενέργεια), δηλαδή λιγότερη υλική ένταση.
Είναι η οικονομία που επεκτείνεται πέρα από την απλή ανακύκλωση των αποβλήτων και αποσκοπεί να περιορίσει δραστικά την παραγωγή τους προωθώντας μια άριστη χρήση των πόρων δια της ανταλλαγής ροών και υλικών σε μια λογική συνεργασίας σε επίπεδο χωροτοπικό κατά το παράδειγμα του λιμανιού του Kalundborg (Δανία), όπου ένα πυκνό δίκτυο ανταλλαγών έχει στηθεί μεταξύ των τοπικών οικονομικών παραγόντων. Η οικονομία αυτή που ονομάζεται και βιομηχανική (χωροτοπική) οικολογία ή βιομηχανική συμβίωση, θέτει υλικά και ενεργειακά σε συνεργασία και συνέργεια επιχειρήσεις περίπου όμοιες (ιδίου κλάδου). Κι αυτό με σκοπό την αριστοποίηση των πόρων και την επαναχρησιμοποίηση των αποβλήτων (τα απόβλητα των μεν χρησιμεύουν ως πρώτη ύλη στους δε), αν και αυτού του τύπου η οικο-οικονομία προϋποθέτει και απαιτεί πληροφοριακές και εφοδιαστικές υποδομές που δημιουργούν επιπρόσθετα κόστη. Μάλιστα, οι σχετικές συμφωνίες δεν εμπίπτουν στις απαγορεύσεις του δικαίου προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού.
Και, τρίτον, μέσω της μείωσης της κατανάλωσης ενέργειας και πρώτων υλών μη ανανεώσιμων με βάση μια οικονομία της λειτουργικότητας (economie de fonctionnalité) ή των υπηρεσιών (service economy), όρο που επινόησε πρώτος ο W. Stahel, η οποία θεωρείται πλέον υποσύνολο της προηγούμενης. Αυτή συνίσταται στη χρήση ενός αγαθού ανεξάρτητα από την ιδιοκτησία του, στην αγορά δηλαδή της υπηρεσίας που το αγαθό παρέχει. Π.χ ενοικίαση ενός αυτοκινήτου και όχι αγορά του (ενοικίαση δηλ. της κίνησης), ενοικίαση ελαστικών σε εταιρίες μεταφορών (βλ. π.χ Michelin), ενοικίαση φωτοτυπικών και εκτυπωτικών (βλ. πχ Xerox) κ.ά. Οι κατασκευαστές δηλαδή θα μπορούσαν να ενοικιάζουν τη χρήση των προϊόντων τους αντί να τα πωλούν.
Από την ποσότητα στην ποιότηταOι εναλλακτικές αυτές οικο-οικονομίες συνίστανται στην ουσία στον επαναπροσανατολισμό των παμπάλαιων τεχνικών και πρακτικών («τίποτα δεν πάει χαμένο»), που θα καθιστούσαν, ως μια νέα (οικο-ορθολογική) ρύθμιση, δυνατό το πέρασμα σε μια βιώσιμη μεγέθυνση και μάλιστα εγγράφονται ή διεκδικούν μια ισχυρή αειφορία στη βάση, όπως έχει αναφερθεί, όχι της υποκαταστασιμότητας (subtituabilité) του φυσικού και αναπαράξιμου κεφαλαίου, όπως πρεσβεύει η τυπική οικονομία, αλλά της συμπληρωματικότητάς τους (complemantarité) στο πλαίσιο των ανοιχτών και πολυπλοκοποιητικών συστημάτων. Έτσι, στη μεγεθυνσιακή-ποσοτική λογική «όλο και περισσότερο» υποκαθίσταται μια λογική περισσότερης - καλύτερης ποιότητας, διάρκειας και υλικής ολιγάρκειας με περισσότερη εργασία - απασχόληση και προστιθέμενη αξία για την ίδια ποσότητα.
Όμως, οι παραπάνω εναλλακτικές μορφές διαχείρισης (παραγωγής και διάθεσης) αφορούν στους εξαντλήσιμους πόρους, οι οποίοι, παρά την οικονομία που προσφέρουν, θα συνεχίσουν να εξαντλούνται. Πόσα από αυτά τα νέα ποιοτικά - οικοαποδοτικά αγαθά θα πρέπει να παράγονται για να μην εμπίπτουν στο παράδοξο του Jevons ή «φαινόμενο της αναπήδησης»(effet rebond): >Στην ακύρωση, δηλαδή, του πλεονεκτήματος από την ανά μονάδα παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών με τη χρήση λιγότερων πρώτων υλών μη ανανεώσιμων, εξαιτίας της ενδεχόμενης αύξησης της κατανάλωσης ποσοτήτων τουλάχιστον έμμεσα, στο βαθμό που δεν αντιμετωπίζει την αύξηση της κατανάλωσης (της αύξησης δηλαδή π.χ. σε σχέση με την ενοικίαση ελαστικών αυτοκινήτων, εξοπλισμού γραφείων κ.ά.). Επίσης, δεν είναι σίγουρο ότι δεν εμπίπτουν στο άλλο παράδοξο, το «πράσινο παράδοξο» (green paradοx): Υποτιμώντας τη μελλοντική αξία των αποθεμάτων των ορυκτών καυσίμων ή των μη ανανεώσιμων πρώτων υλών, οι πολιτικές περιβάλλοντος παρακινούν τους κατόχους αυτού του είδους των αποθεμάτων να τα εκμεταλλευτούν πιο γρήγορα επιβαρύνοντας το πρόβλημα αντί να το λύνουν.
Από την άλλη, επίσης, οι εφαρμογές γενικότερα της οικολογικής ή οικο-αποδοτικής οικονομίας για το μετασχηματισμό του τρόπου παραγωγής (κατανάλωσης;) εξαρτώνται (όπως και οποιαδήποτε περιβαλλοντική πολιτική για την επίλυση ενός συγκεκριμένου περιβαλλοντικού προβλήματος) από (και συναρτώνται με) τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που πρέπει να πληρούνται για να υλοποιηθούν, και κυρίως με τη δραστική μείωση των ανισοτήτων στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η λήψη οικολογικών μέτρων για την οικολογική μετατροπή τής οικονομίας πλήττει γενικά και βραχυπρόθεσμα το επίπεδο των φτωχών, ενώ οι πλούσιοι δημιουργούν αυξημένο οικολογικό αποτύπωμα, δηλαδή σπαταλούν και ρυπαίνουν περισσότερο. Μια οικολογική ή πράσινη υπό ευρεία έννοια οικονομία ως διέξοδος στη γενικότερη (όχι μόνο οικολογική) και καθολικότερη κρίση δεν (πρέπει να) συνίσταται απλώς στον επαναπροσδιορισμό και οικοσχεδιασμό της παραγωγής που προαναφέραμε αφήνοντας άθικτα το χρηματοοικονομικό σύστημα και την ισχύ των μετόχων, τις ανισότητες, τη θεολογική πίστη στην πράσινη μεγέθυνση, στην άνιση και αντιοικολογική λειτουργία του διεθνούς εμπορίου και τον (υπερ)καταναλωτισμό, απόρροια του παραγωγισμού και της μεγέθυνσης, αλλά και χωρίς την προώθηση εναλλακτικών «εκ των κάτω» μοντέλων οικονομίας, όπως η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία, νέα μικρά τοπικά δίκτυα διανομής, εναλλακτικά - συμπληρωματικά τοπικά νομίσματα, συλλογική - συνεταιριστική διαχείριση των κοινών αγαθών (π.χ νερού, αλλά και της βιοποικιλότητας ) κ.ά.
Η σημασία της πολιτικής επιλογήςΤελικά, σημασία έχει η πολιτική επιλογή στην οποία εντάσσονται τα οικολογικά μέτρα για μια βιώσιμη και αυτοδιατηρήσιμη σε όλα τα επίπεδα κοινωνία. Με άλλα λόγια, η βιοοικονομική - οικολογική προσέγγιση είναι χρήσιμη αλλά υπό τον όρο ότι εγγράφεται σε ένα δυναμικό πλαίσιο μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων και της παραγωγής (μεταφορντικό, μετα-μεγεθυνσιακό και αντιπαραγωγιστικό) αλλά και των αξιών, όχι μόνο ξαναβρίσκοντας τη χαμένη/ξεχασμένη πολιτική οικολογία στην τέταρτη ηλικία της («νέα πολιτική οικολογία», με την εισαγωγή δηλαδή του κοινωνικού παράγοντα και ιδίως την αντιμετώπισης των ανισοτήτων)(E. Laurent, 2008, 2010, 2011), αλλά και επαναπροσδιορίζοντας τις έννοιες του «πολιτικού» (αξίες) και της «πολιτικής» (τρόπος εξουσίας).
Συνεπώς, μια οικολογική και οικονομική δημοκρατία >αναζητούνται. Χωρίς αυτές δεν νοείται οικολογική μετάβαση. Στην αναζήτηση αυτή, προβληματικές κανονιστικές ρυθμίσεις - προδιαγραφές «εκ των άνω» (Attac, 2004) ενός διατηρήσιμου - οικολογικοποιμένου /πράσινου, άνισου, χρηματοοικονομικού και παραγωγιστικού καπιταλισμού με οικοαποδοτικές αποχρώσεις, αλλά και εργαλεία της τυπικής (ορθολογικής) οικονομικής (οικολογία της αγοράς) στο πλαίσιο μιας ασθενούς τεχνοκρατικής αειφορίας και στη βάση της υποκαταστασιμότητας του φυσικού και αναπαράξιμου κεφαλαίου, αντί της συμπληρωματικότητας αυτών όπως προτείνει η οικολογική οικονομία στο πλαίσιο μιας ισχυρής αειφορίας, αν δεν διαιωνίζουν -διατηρούν το κυρίαρχο (αντι)οικολογικό / (αντι)κοινωνικό και αξιακό μοντέλο, σίγουρα δεν αρκούν.
* Ο Τάκης Νικολόπουλος είναι καθηγητής στο ΤΕΙ Δυτικής Ελλάδας (Μεσολόγγι).