Για το βιβλίο του Στέφανου Δημητρίου, “Ελευθερία και Κυριαρχία. Πολιτική ελευθερία και κυριαρχίαστο τρίτο βιβλίο των Πολιτικών του Αριστοτέλη”, Πόλις, Αθήνα 2016Το τελευταίο βιβλίο του Στέφανου Δημητρίου συνιστά –όπως δηλώνει ο υπότιτλός του– ανάγνωση ενός κλασικού κειμένου της πολιτικής φιλοσοφίας, του τρίτου βιβλίου των Πολιτικών του Αριστοτέλη. Αποτελείται από μια εισαγωγή που αφορά τις έννοιες της «δημοκρατίας» και της «λαϊκής κυριαρχίας» και τρία κεφάλαια. Το πρώτο αποσαφηνίζει βασικές έννοιες και μέθοδο της αριστοτελικής φιλοσοφίας, ενώ τα άλλα δύο εστιάζουν σε δύο ερωτήματα: το ερώτημα περί «άριστη πολιτείας» και στο ερώτημα περί της φύσης της «κυριαρχίας».
Η ανάγνωση ενός κλασικού κειμένου συνιστά και ερμηνεία του. Θέτει, συνεπώς, το ερώτημα για την οπτική γωνία της ερμηνείας που προδιαγράφει κατεύθυνση και σημαντικότητα της επιχειρηματολογίας της. Η παρούσα ανάγνωση έχει σαφή συνείδηση του ιστορικού ορίζοντα που την καθορίζει. Έχει επίγνωση του ότι ο ιστορικός ορίζοντας της δική μας εποχής (το δικό μας ιστορικό «τώρα») από τον οποίο αντλεί την «οπτική» της και τα ερευνητικά της ερωτήματα, συνιστά την αναπόδραστη συνθήκη της. Το ερώτημα που θέτει προς το αριστοτελικό κείμενο αφορά την αποσαφήνιση της σχέσης «κυριαρχίας» και «ελευθερίας» προς το συμφέρον μιας σύγχρονης θεωρίας της δημοκρατίας.
«Πολιτική» κατανόηση της δικαιοσύνηςΤο εισαγωγικό μέρος του βιβλίου σκιαγραφεί την προβληματική μιας θεωρίας της δημοκρατίας «για εμάς, σήμερα» διαμέσου των εννοιολογήσεων και των προβλημάτων της νεότερης πολιτικής φιλοσοφίας. Η τελευταία συνοδεύει ως αναστοχαστική κριτική συνείδηση την ιστορική εμπειρία της νεωτερικότητας. Για τον Δημητρίου, η όποια «κανονιστική» θεωρία περί δημοκρατίας μπορεί να αρθρωθεί μόνο στη βάση αυτής της εμπειρίας, που περιλαμβάνει τόσο την ακραία καταστροφικότητα/βαρβαρότητα της «νεωτερικής πρακτικής λογικής» (εργαλειακός Λόγος), όσο και τις πρακτικές αντίστασης σε αυτή τη λογική (χειραφετητικός Λόγος). Και μπορεί να αρθρωθεί μόνο σε σχέση με τον αναστοχασμό αυτής της εμπειρίας, που ήδη από πάντα την συνοδεύει ως κριτική πολιτική φιλοσοφία. Ως ορόσημα αυτής της αναστοχασμένης ιστορίας λειτουργούν οι θεωρητικές προσεγγίσεις των Ρουσσώ, Καντ, Μιλλ, Μαρξ και Ρωλς. Έτσι, όταν ο συγγραφέας στρέφεται προς το αριστοτελικό κείμενο για να αποσαφηνίσει τη σχέση «κυριαρχίας» και «ελευθερίας», είναι σαφές ότι έχει κατά νου την ιδέα του «ρεπουμπλικανικού πολιτεύματος» στην παράδοση Ρουσσώ-Καντ. Όταν θέτει το κεντρικό ερώτημα αν «είναι δίκαιο να κατανέμεται δίκαια η εξουσία» στοχεύει εξ αρχής σε μια «πολιτική» κατανόηση της δικαιοσύνης.
Πίσω από αυτήν την προβληματική κρύβονται «για εμάς σήμερα» θεμελιώδη ζητήματα της πολιτικής και κοινωνικής θεωρίας, αλλά και δραματικά ζητήματα της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητάς μας. Αφορούν το ίδιο το θεμέλιο της πολιτικής φιλοσοφίας: το ερώτημα «τι είναι η πολιτική», τη διάκριση «δημόσιας» και «ιδιωτικής σφαίρας», «οικονομίας» και «πολιτικής». Αφορούν όμως και το ερώτημα για τη συμβατότητα «δημοκρατίας» και «καπιταλισμού», τη δυνατότητα και τα όρια της «πολιτικής ρύθμισης», αφενός, της «καπιταλιστικής ρύθμισης», αφετέρου. Δεν είναι τυχαίο ότι ως θεωρητικό υπόβαθρο επιλέγεται εδώ το κείμενο του νεαρού Μαρξ «Για το εβραϊκό ζήτημα» (23-37).
Όταν ο συγγραφέας κατανοεί την έρευνά του και ως συνεισφορά πεδίο της θεωρίας του σοσιαλισμού («δημοκρατικός σοσιαλισμός»), τότε θέτει εν δυνάμει το ερώτημα για τη σχέση «πολιτικής μορφής» και «ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού». Αν το αίτημα της «δημοκρατίας» συνιστά ένα αίτημα για μια μορφή «κυριαρχίας» που δεν θα αίρει, αλλά θα πραγματώνει την «ελευθερία», τότε μπορεί να συγκροτηθεί μόνο ως «αυτονομία». Αν το αίτημα για «ελευθερία» συμπίπτει με το αίτημα για μια προσωπική ελευθερία που δεν θα βρίσκει το όριο της στην ελευθερία των άλλων, τότε αυτό προϋποθέτει τη δυνατότητα συγκρότηση μιας «συλλογικής ελευθερίας». Η τελευταία δεν θα αποτελούσε απλώς το γενικό-μορφικό όρο της «ατομικής ελευθερίας», αλλά θα έπρεπε να διατυπώσει και τα ελευθεριακά περιχομενά της, τα οποία θα έπρεπε να συμπεριληφθούν σε αυτό που αποκαλούμε «ρεπουμπλικανικό/δημοκρατικό πολίτευμα»). Από εδώ διανοίγεται η προοπτική της επέκτασης της δημοκρατίας πέραν των ορίων της «κρατικής-πολιτικής μορφής» της («κοινωνική» και «οικονομική δημοκρατία»). Με όρους του νεαρού Μαρξ, θα σήμαινε μια αντίληψη περί «πολιτικής» που δεν θα αποτελούσε απλώς το ένα μέρος της διάκρισης «πολιτικό κράτος–αστική κοινωνία».
Η εργασία θέτει μια σειρά από ενδιαφέροντα ζητήματα. Θα εστιάσω σε ένα και μόνον, στο ερώτημα «αν είναι δίκαιο να κατανέμεται δίκαια η εξουσία».
Η δίκαιη κατανομή της εξουσίαςΗ αριστοτελική απάντησή του είναι αρνητική: Η «δίκαιη» κατανομή της εξουσίας συνιστά το κατ’ εξοχήν άδικο. Ερώτημα και απάντηση «ξενίζουν», μοιάζουν με ταυτολογίες. Το ενδιαφέρον ερώτημα, θα λέγαμε, είναι αν η κυριαρχία θα πρέπει να κατανέμεται «ίσα» ή «άνισα». Πράγματι, ο Αριστοτέλης αρθρώνει το επιχείρημά του κατά μήκος της διαμάχης μεταξύ «δημοκρατικών» και «ολιγαρχικών» που επικαλούνται την αρχή της διανεμητικής δικαιοσύνης –οι μεν, την ισότητα, οι δε, τη διαφορά του πλούτου– και αιτούνται την εφαρμογή της σε εκείνο το αγαθό που ονομάζεται «κυριαρχία».
Το, κατά Δημητρίου, αριστοτελικό επιχείρημα στηρίζεται σε τρεις κινήσεις. Η πρώτη ανατρέχει κατ’ ευθείαν στο σκοπό της πολιτειακής συγκρότησης: στο «κοινό συμφέρον» που αντιπαρατίθεται στα επιμέρους συμφέροντα, στην «αρετή» και στο «απλώς δίκαιον». Η δεύτερη αποδομεί τα αντίπαλα επιχειρήματα των «ολιγαρχικών» και των «δημοκρατικών» ως «σοφίσματα» και έχει εξαιρετικό μεθοδολογικό ενδιαφέρον. Πρόκειται για μια κίνηση που καταδεικνύει τη λαθροχειρία που έχει λάβει χώρα κατά τη μετατροπή του «δίκιου» μου σε «δίκαιο» και του «επιμέρους συμφέροντος» σε «γενικό συμφέρον», και ταυτόχρονα επισημαίνει την αναγκαιότητα που συνοδεύει την παραγωγή αυτής της επίφασης/λαθροχειρίας. Η τρίτη κίνηση αναδεικνύει την «κυριαρχία» ως όρο της διανεμητικής δικαιοσύνης που όχι μόνο δεν αποτελεί αντικείμενό της, αλλά μάλλον την οριοθετεί: δείχνει τα όρια εντός των οποίων η διανεμητική δικαιοσύνη είναι συμβατή με το δίκαιο και την δικαιοσύνη εν γένει. Πίσω από αυτές τις ανασυγκροτήσεις διαφαίνεται η «νεωτερική ματιά» της ανάγνωσης – διαφαίνεται π.χ. ο τύπος «υπερβατολογικού επιχειρήματος» τύπου Ρουσώ και Καντ, αλλά και εκείνη η μέθοδος της κριτικής, που κάποιοι από εμάς την γνωρίζουμε στη μαρξική της εκδοχή.
Κριτικός αναστοχασμόςΗ «νεωτερική ματιά» της ανάγνωσης διαφαίνεται και όταν επιχειρείται μια πλατωνικής εμπνεύσεως ανάγνωση της αριστοτελικής έννοιας της «πολιτικής» ως «υφαντικής τέχνης» που συνυφαίνει τις «διαφορές» (200-215). Η ανάγνωσή έλκεται από μια –στην πλήρη ανάπτυξή της νεωτερική– αντίληψη περί κοινωνίας ως συστήματος καταμερισμού εργασίας. «Για εμάς», η αριστοτελική πολιτική σκέψη βρίσκει το όριό της στα όρια του συστήματος της καταμερισμένης εργασίας της κοινωνίας της. Το όριο αυτό είναι η «δουλεία» (198): Όρος της πολιτικής συμμετοχής είναι η αρετή, η ανάπτυξη της προσωπικότητας. Αυτή απαιτεί «ελεύθερο» χρόνο, χρόνο απαλλαγμένο από τον εξαναγκασμό της υλικής αναπαραγωγής της κοινωνίας. Αυτή η λογική αποκλείει τους δούλους. Σαφώς, το όριο αυτό επιβεβαιώνει ότι η πολιτική φιλοσοφία είναι –στην καλύτερη περίπτωση– κριτικός αναστοχασμός της ιστορικής κοινωνικής εμπειρίας της εποχής της. Η κατάδειξη του ορίου καθιστά όμως εν γένει δυνατόν να σκεφτούμε την υπέρβασή του. Με αυτήν την έννοια, το όριο του Αριστοτέλη, υπερβαίνοντας το δικό του ιστορικό ορίζοντα, φτάνει σε μας ως πάλη για την «κανονική εργάσιμη ημέρα», ως αγώνας για «το προσδόκιμο ζωής», για τα όρια της «παιδικής ηλικίας»…
Σίγουρα, και μετά την ανάγνωση του Δημητρίου, ο Αριστοτέλης παραμένει ένας αρχαίος φιλόσοφος – με μια διαφορά: ότι εμείς μπορούμε τώρα να συνομιλούμε μαζί του για ζητήματα της δικής μας πολιτικής και κοινωνικής εμπειρίας.
Αλίκη Λαβράνου