Από την αρχή το διακύβευμα αυτής της κυβέρνησης ήταν η απόφαση «να ασκηθεί αριστερή πολιτική υπό αντίξοες συνθήκες». Ή όπως είχες σημειώσει, που κινείται στα στενά ασφυκτικά περιθώρια των ελέγχων και μνημονίων, στα ρήγματα που προκαλεί και προσπαθεί συνεχώς να διευρύνει. Είναι επαρκής ο χρόνος που πέρασε για να κάνουμε απολογισμό;
Πράγματι η επιλογή, που υπενθυμίζετε, συνιστούσε ένα δύσκολο και σύνθετο εγχείρημα, μετά από μια βαριά ήττα η οποία αφορούσε όλες τις ευρωπαϊκές δημοκρατικές και αριστερές δυνάμεις. Δεν είμαι βέβαιος ότι είναι η ώρα ενός τελικού απολογισμού, ωστόσο μια πρώτη αποτίμηση μπορεί να γίνει και έχει ήδη γίνει από αρκετούς, ρητά ή σιωπηρά εμπράκτως. Δεν είναι πλέον νωρίς αλλά ούτε και αργά ακόμη.
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ο απολογισμός να γίνει βλέποντας το όλον του ευρωπαϊκού χώρου, τη διάταξη και τις μετατοπίσεις των δυνάμεων, τις νέες μορφές των διλημμάτων. Για παράδειγμα, το ζήτημα της ρύθμισης του ελληνικού χρέους δεν είναι απλώς ένα οικονομικό πρόβλημα αλλά ένα πολιτικό διακύβευμα με καθολική σημασία που συμβολίζει τον αγώνα να ανατραπεί μια συνθήκη της «υπό-χρεας ζωής». Πολύ δύσκολο, αλλά αξίζει τον αγώνα. Τούτων δοθέντων, το ότι κρατήθηκε η κυβέρνηση και μεταπείστηκαν πολλοί εκεί σχετικά με τους «ανεύθυνους»- υπόχρεους Έλληνες, αποτελεί ένα θετικό κεκτημένο ή μια «διεύρυνση» του αρχικού ασφυκτικού πλαισίου. Από την άλλη, καταβάλλεται ήδη σταδιακά μεγάλο πολιτικό τίμημα που οφείλεται και σε μια σειρά λαθών, τίμημα που ίσως θα είναι ιστορικών διαστάσεων σε περίπτωση οριστικής αποτυχίας. Είμαστε σε ένα σημείο καμπής αλλά υπάρχει ακόμη κάποιος χρόνος.
Σε συνέντευξή σου στην «Εποχή», αμέσως μετά τη συγκρότηση της δεύτερης κυβέρνησης ΑΝΕΛ - Οικολόγων - ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιούσες δυο έννοιες: έλεγες ότι ο αγώνας μεταφέρεται «στα σημεία» αντί της επιλογής «όλα ή τίποτε» και ότι η ικανότητα της κυβέρνησης να μην αποδεχθεί την «ιδιοκτησία» της πολιτικής του μνημονίου – που θέλει «πραγματικό κουράγιο» όπως είπε και ο Ζίζεκ, σημείωνες – εξαρτάται αποφασιστικά από την επαφή και σύνδεση που θα κρατήσει ο ΣΥΡΙΖΑ με την «αντίσταση στα σημεία» του λαού. Ύστερα από ένα χρόνο εμπειρίας πώς βλέπεις να εξελίσσονται τα πράγματα;
Επρόκειτο για μια σωστή επιλογή που την επικροτούσε ο λαός με την πρακτική σοφία που διαθέτει (η «σκέψη των μαζών»), με κάποιου είδους «αντιαποικιακή εμπειρία» που απέκτησε αυτά τα χρόνια της «υπερβολικής» εξουσίας που επιβάλλει τα μνημόνια, εμπειρία που τον οδηγεί στην οριακή τακτική της «αντίστασης στα σημεία». Παρατηρούμε τελευταία, ωστόσο, ισχυρές τάσεις διολίσθησης στην αποδοχή ιδιοκτησίας του προγράμματος, έστω και αν αυτή η αλλαγή στάσης παραχωρείται ως αντάλλαγμα στη λύση για το χρέος. Η εν λόγω εξέλιξη μαζί με άλλα σημαντικά λάθη διακυβέρνησης, όπως το θέμα των καναλιών και του ΣτΕ, στενεύουν τα περιθώρια και αρχίζει να διαφαίνεται ένα στρατηγικό πρόβλημα. Τα λάθη έχουν ως αποτέλεσμα να μειώνονται τα σημεία αντίστασης και όχι το αντίστροφο, καθόσον εντείνεται έτσι ένα αίσθημα υποχώρησης στις ποικίλες πιέσεις.
Ευτυχώς, είμαστε μέρος ενός μεγάλου πολιτικο-ηθικού ρεύματος αξιοπρέπειας, δημοκρατίας και αλληλεγγύης που προέκυψε μέσα στην κρίση από το 2011 μέχρι το περσινό κίνημα υποδοχής προσφύγων (ο «καλός λαϊκισμός»). Είμαστε ακόμη μέσα σε αυτή την κληρονομιά της μοναδικής στην Ευρώπη ελληνικής «πρώιμης ανθοφορίας», που η δυναμική της δεν έχει εξαντληθεί ακόμη και οι αντιφάσεις της παραμένουν ενεργές. Μέχρι τώρα ο «ακροδεξιός λαϊκισμός» ήταν μειοψηφικός απέναντι στον καλό. Αν και, μετά το BREXIT και την πιθανότητα να κερδίσει η Μαρίν Λεπέν, θα έχουμε αντιστροφή του status quo στην Ευρώπη, ωστόσο, προς το παρόν στην Ελλάδα και την Πορτογαλία αυτό δεν συνδέεται άμεσα με μια ρητορική μίσους. Ο «αριστερός λαϊκισμός» χρησιμοποιεί τις εικόνες (bild) της φαντασίας χειραφετητικά και όχι χειραγωγητικά. Πόσες τέτοιες εικόνες από τη Λέσβο δεν πλημμύρισαν τον κόσμο; Αυτή είναι η κρίσιμη διαφορά.
Είμαστε σε σημείο καμπής και τα όρια είναι ρευστά: το ελληνικό εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ ή θα αναθεμελιωθεί εμβαθύνοντας ή θα κινηθεί σε απλή προσαρμογή στις συνθήκες. Αναθεμελίωση των αρχών σημαίνει διατήρησή τους μέσα από την εμβάθυνση μετά από την επαφή με την ιστορία. Οδυνηρό τσεκάρισμα των ιδανικών αλλά όχι εγκατάλειψή τους, πίστη στις αρχές που προκύπτουν από την ζωή αλλά όχι «κολλημένοι» και «καθαροί». Στην πράξη σημαίνει ανανέωση των συγκεκριμένων ριζοσπαστικών στοιχείων (δημοκρατικός έλεγχος και κριτική της εξουσίας, υπεράσπιση «κοινών αγαθών», υπεράσπιση ατομικών- κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, άνοιγμα στον κόσμο) και, συγχρόνως, απόρριψη της αφηρημένης, υπεροπτικής, «διαφωτιστικής» ή «ιδεοληπτικής» ρητορικής. Ο πραγματισμός είναι αξιόλογη σχεσιακή παράδοση που λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες, τις αντιλαμβάνεται μάλιστα δημιουργικά ως μεταβαλλόμενες σε σχέση με τους δρώντες παράγοντες. Όσοι τον επικαλούνται, όμως, θα πρέπει να μην τον εκφυλίζουν σε μια αντίληψη απλής προσαρμογής στα «πράγματα» και διαχείρισής τους. Στην τελική, η προσαρμογή αυτή είναι μια τετριμμένη ηθικολογία σε πλήρη αντίθεση με την κληρονομιά της πολιτικής ηθικής, την οποία έχουμε χρέος να συνεχίζουμε να ακολουθούμε. Διαχείριση και ηθικολογία οδηγούν στον «ακροδεξιό λαϊκισμό».
Ο ανασχηματισμός της προηγούμενης βδομάδας χαρακτηρίστηκε από τον πρωθυπουργό ως «ευκαιρία για ένα νέο ξεκίνημα, για να πάρουμε την απαραίτητη ώθηση, προκειμένου να διανύσουμε τα τελευταία κρίσιμα μέτρα ενός μαραθωνίου». Στην κριτική που ασκήθηκε τέθηκε και το ζήτημα του επηρεασμού από εξωγενείς παράγοντες. Τι μηνύματα θεωρείς ότι στέλνει ο ανασχηματισμός;
Με βάση τα παραπάνω κρίνω ότι ο υπεύθυνος του ανασχηματισμού λέει ότι έχει την πρόθεση ενός νέου ξεκινήματος, δηλαδή εκ των πραγμάτων αναγνωρίζει την ανάγκη της επανίδρυσης, που λέγαμε. Παρατηρώ, ωστόσο, ότι ενώ συνυπάρχουν τα δυο στοιχεία, αναθεμελίωση ή προσαρμογή, υπερτερούν εντούτοις εκείνα της προσαρμογής: η ανούσια ιδέα περί διαπάλης νέου-παλιού, η αναπτυξιακή «αξιοποίηση» των κοινών αγαθών κλπ. Δεν εγκαταλείπονται, όμως, σημαντικά θετικά στοιχεία που αναφέραμε παραπάνω. Θα πρέπει όμως να τονίσουμε ξανά τον κίνδυνο να χαθούν τα ριζοσπαστικά αντανακλαστικά της κυβέρνησης και να μην γίνει αντιληπτή η «αντιστροφή συναισθημάτων» των ατόμων και των λαών στην Ελλάδα.
Διανύουμε μια περίοδο όπου τα κινήματα είναι σε κάμψη. Γιατί πιστεύεις ότι συμβαίνει αυτό; Και, από την άλλη, πώς βλέπεις να εξελίσσονται τα διάφορα κινήματα των «από κάτω» και ποιος είναι ο σημερινός τους ρόλος;
Όπως είπαμε, στον πενταετή κύκλο των κινημάτων αξιοπρέπειας και αλληλεγγύης σφυρηλατήθηκαν ισχυροί κοινωνικοί δεσμοί, ανανεώθηκαν δεσμοί εμπιστοσύνης μέσα σε ένα κλίμα «επιστροφής των παθών» στην πολιτική. Δεν επαληθεύτηκαν οι διάχυτες Κασσάνδρες που προέβλεπαν την διάλυση των πάντων, τη μιζέρια και τη μελαγχολία. Δεν επικράτησαν τα λυπημένα, σύμφωνα με τον Σπινόζα, πάθη του μίσους, του φθόνου και της ζήλιας, αλλά αναδύθηκαν τα «χαρούμενα» δηλαδή θετικότητα, γενναιοφροσύνη, προσφορά, αγάπη και φιλίες μέσα σε συνθήκες κρίσης. Ο κόσμος επέδειξε τη μέγιστη αρετή της γενναιοφροσύνης με αποκορύφωμα τη στάση του στο προσφυγικό όπου μοιράστηκε όχι ό,τι είχε αλλά ό,τι αγαπούσε, μοιράστηκε δηλαδή μια θετική μνήμη των δεσμών και την προσδοκία ενός ανοιχτού κόσμου. Ήμασταν πολύ τυχεροί και ελπίζω να παραμείνουμε. Να μην επισυμβεί η «αναστροφή των παθών» και επικρατήσουν τα αρνητικά συναισθήματα, όπως στην Μεσευρώπη και αλλού, όπου κτίζουν τείχη αποκοπής, προστασίας και απομονωτισμού. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι το περυσινό κίνημα φιλοξενίας και αλληλεγγύης στα εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης ήταν ένα σπάνιο υπόδειγμα κινήματος ενδυνάμωσης των υποκειμένων στο πιο εσωτερικό τους όριο, δηλαδή στο πνεύμα και την ψυχή τους. Ακόμη «τρώμε εξ αυτού» του πλεονάσματος και της παρακαταθήκης αναμένοντας να κριθεί η μάχη του ελλείμματος και του χρέους.
Η κυβέρνηση είχε επίγνωση αυτής της διαδικασίας και ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιξε σημαντικό ρόλο. Τώρα όμως, αν η διακυβέρνηση εξελιχθεί σε πεζή διαχείριση των πραγμάτων, αν περιοριστεί στο δαιδαλώδες εσωτερικό των κρατικών μηχανισμών (βλ. ήττα στο ΣτΕ) και την ορθολογικότητα που αδήριτα(;) αυτοί επιβάλλουν, αν εξαντληθεί η δυναμική που υπήρξε «από τα κάτω», τότε θα είναι και αυτή υπεύθυνη για την «αναστροφή». Ελπίζαμε πέρυσι τον Σεπτέμβριο σε μια «αριστερή διακυβέρνηση» με την έννοια της αλληλεπίδρασης των δυο πλευρών, κυβέρνησης και κινημάτων των πολιτών, ως μια δημοκρατική ισορροπία δυνάμεων σε υψηλότερο ενεργειακό επίπεδο, δηλαδή με δημιουργικές συγκρούσεις και κριτική. Τέτοια διακυβέρνηση γενικά δεν υπήρξε παρά μόνο σε μερικούς τομείς: στην υγεία, στα δικαιώματα των κρατουμένων και το σύμφωνο συμβίωσης, στις Σκουριές και στο προσφυγικό. Συνεπώς, εδώ ο απολογισμός και πάλι μάς αποκαλύπτει όχι μια πρόοδο αλλά ένα σημείο καμπής με όλες τις δυνατότητες ανοιχτές. Το καραβάνι προχωρά, αλλά η κόπωση και οι απώλειες είναι ορατές.
Η χαμηλή στήριξη στην κυβέρνηση, η οποία αποτυπώνεται και σε δημοσκοπήσεις όσο λειψές και να είναι αυτές, οφείλεται στο ότι σε ένα κομμάτι της κοινωνίας έγινε αποδεκτό ότι «και αυτή η κυβέρνηση είναι μνημονιακή», ότι «και αυτοί είναι τα ίδια» ή ότι ο κόσμος είχε περισσότερες προσδοκίες – λόγω και των τεράστιων αναγκών του – τις οποίες δεν μπορούσε να εκπληρώσει ή ότι δεν προχώρησε στις παράλληλες δράσεις σε ικανή έκταση, κάτι που ήταν υπόσχεσή του;
Οφείλεται κατά τη γνώμη μου κυρίως στο τρίτο, στη διαφορική σχέση προσδοκιών και ματαιώσεων. Δεν εννοώ τις προσδοκίες με την αρνητική σημασία, την οποία προσδίδουν οι λαϊκιστές νεοφιλελεύθεροι του κέντρου, γιατί είναι γνωστό ότι ο κόσμος είχε εξαρχής περιορισμένες τέτοιες και όχι αχαλίνωτες. Ο διττός περιορισμός, αφενός από τους εξωτερικούς παράγοντες της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης και, αφετέρου, από τους εσωτερικούς αντιπάλους της κυβέρνησης καθώς και τις αδράνειες του κρατικού μηχανισμού, είχε ως αποτέλεσμα λίγες καλές δράσεις: δικαίωμα των ανασφάλιστων στην περίθαλψη, κάποιοι πόροι για την παιδεία, σύμφωνο συμβίωσης κλπ. Αλλά αυτά δεν «φαίνονται» διότι καθορίζονται από τη σχέση προσδοκιών- αναγκών και ικανοποίησης τους, από την ισχυρή πίεση των αντιπάλων συμφερόντων, από τις ολιγωρίες της κυβέρνησης για τομές στο κράτος και τους θεσμούς, από την περιορισμένη εναλλακτική συμμετοχή στη διακυβέρνηση. Ορισμένες δε συμβολικές κινήσεις υποχώρησης δίνουν την αίσθηση ότι η κυβέρνηση δεν έχει περιθώριο δράσης σε κανένα πεδίο, ούτε στα κατ εξοχήν πεδία για τα οποία εκλέχθηκε. Οι παράγοντες αυτοί, μαζί με την παθητική πλέον στήριξη της κυβέρνησης από τον κόσμο, οδηγούν στο να γίνεται πλέον η πολιτική αόρατη. Χάνεται στο πίσω μέρος της σκηνής αφού ολοένα και περισσότερο δεν αρθρώνονται οι δυνάμεις σε αποτελέσματα.
Μπορεί η ΝΔ να δημιουργήσει νέες προσδοκίες, μάλιστα σε τόσο σύντομο διάστημα όταν την «επιτροπεία» δεν μπορεί ν΄ αντιπαλέψει επαρκώς ούτε και η Αριστερά;
Μέχρι στιγμής δεν μπορεί να καλλιεργήσει νέες προσδοκίες, διότι είμαστε στην ολοκλήρωση του προηγούμενου κύκλου τους. Ακολουθεί μια λυσσαλέα επιθετική τακτική που έχει κάποια αποτελέσματα, καθόσον υποχρεώνει την κυβέρνηση σε λάθη με την πίεση που της ασκεί. Παρόλο που πριμοδοτείται από την «απόσυρση της πολιτικής», δεν έχει συγκροτήσει κάποιου είδους πειστικό αντι- λόγο.
Η εκτός βουλής Αριστερά, ιδίως αυτή που προέκυψε από τη ρήξη στον ΣΥΡΙΖΑ λόγω της συμφωνίας πώς πορεύεται κατά τη γνώμη σου; Έχουν γίνει βήματα συγκρότησης ενός «χώρου» που από κοινού στέκεται απέναντι στην Κυβέρνηση και κυρίως δρα από κοινού στην κοινωνία;
Υπάρχουν εκεί αξιόλογες δυνάμεις οι οποίες αδυνατούν να συγκροτήσουν κάποιο χώρο και να θέσουν πολιτικό πρόβλημα στον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση. Όσα προβλήματα έχει η κυβέρνηση έχουν να κάνουν με τη δική της εσωτερική σχέση με τον κόσμο που εξέφρασε. Όταν εξαντληθεί αυτή η σχέση τότε απλώς θα έλθει κάποιου είδους δεξιά, λιγότερο ή περισσότερο ακραία. Οι δυνάμεις της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ αριστεράς δεν είχαν μέχρι στιγμής κάποια τύχη, για έναν πολύ σημαντικό λόγο. Δεν αντιλαμβάνονται πόσο δύσκολες συνθήκες παράγει ο συντονισμός δυο διαλεκτικών διαδικασιών: όταν στο δίλημμα του έσω/έξω επικάθεται μια διαλεκτική του όχι/ναι. Με απλούστερα λόγια, οι δυνάμεις αυτές αντιλαμβάνονται απόλυτα την αντίσταση ως εξωτερική και μόνο, ταυτίζουν το όχι με το «έξω από την Ευρώπη» λες και είναι συνώνυμα. Απαλείφουν τους άλλους λογικούς συνδυασμούς των τεσσάρων όρων και κυρίως εκείνον με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον: τον συνδυασμό «μέσα και ενάντια».
Σέβομαι αυτή την αντίληψη, παρά τον σεχταρισμό της, κυρίως επειδή αποτελεί μέρος της μεγάλης παράδοσης της «αρνητικής διαλεκτικής». Κατά τη γνώμη μου, η κουλτούρα αυτή -μαρξιστική σε μεγάλο βαθμό- παρουσιάζει ιστορικά πλεόνασμα κριτικής σκέψης, στράτευσης και ιδανικών πλην όμως είναι αναποτελεσματική πολιτικά. Η ίδια παρατήρηση μπορεί να γίνει γενικά στο ζήτημα «μέσα ή έξω» από τους θεσμούς (το Κράτος, το κόμμα κλπ). Υπό αυτή την έννοια και μόνο, «δεν υπάρχει ένα έξω» στο οποίο μπορείς να πας αλλά μια ποικιλία στάσεων: υπέρβαση του απόλυτου χαρακτήρα του δυισμού με μια συνεχή ροή και ώσμωση μεταξύ των δυο πόλων του. Για τον ίδιο λόγο, παραμένει ακόμη σωστή η επιλογή να αναληφθεί η ευθύνη και το ρίσκο της διακυβέρνησης σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες. Όσο δύσκολο φαινόταν να πετύχει αυτή άλλο τόσο δύσκολο να καρποφορήσει, αποδείχτηκε νομίζω, η αντίθετη επιλογή, εκείνη της καταγγελίας και αποχώρησης.
Εύχομαι να δημιουργηθούν «χώροι» επικοινωνίας μεταξύ όλων των αριστερών δυνάμεων διότι είναι απολύτως αναγκαίοι, ώστε να ανατροφοδοτηθεί η κριτική ριζοσπαστική σκέψη και πολιτική, ερχόμενη σε διάδραση με τις ριζοσπαστικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήθελα εδώ να επισημάνω ότι οι πιο έμπειρες δυνάμεις από αυτό το χώρο ήδη έχουν αποκρυσταλλώσει έμπρακτα μια οριακή σχέση «τόσο κοντά, τόσο μακριά» με το χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή μια σχέση «μέσα και έξω» σε αυτόν. Δεν επικρατεί ο απόλυτος διαχωρισμός και η καταγγελία των «προδοτών». Απλό ένστικτο αυτοσυντήρησης δυνάμεων που πάλεψαν χρόνια πολλά μαζί.
Έχουν τεθεί για άλλη μια φορά με την απομάκρυνση Φίλη τα ζητήματα σχέσεων εκκλησίας και κράτους. Υπάρχει η άποψη ότι η κυβέρνηση, ιδίως ο πυρήνας της στο Μαξίμου υπερεκτιμά την επιρροή και το κύρος της εκκλησίας στην κοινωνία με αποτέλεσμα να «διστάζει» και να μην προχωρά σε κρίσιμες θεσμικές τομές. Ποια η γνώμη σου;
Υποστηρίξαμε την «τελευταία μάχη» του πρώην υπουργού έναντι της παρέμβασης της εκκλησιαστικής ιεραρχίας από θέση αρχών της κοσμικής (secular) κριτικής, του πλουραλισμού, της εκπαίδευσης περί του θρησκευτικού φαινομένου, του διαχωρισμού κράτους και εκκλησίας … και όλα αυτά σε καιρό «επιστροφής του θρησκευτικού στοιχείου». Ήταν καθήκον των κοσμικών δυνάμεων, και όχι μόνο της αριστεράς, να δοθεί αυτή μάχη, και μάλιστα σε συνθήκες προσφυγικής κρίσης και εμφάνισης του «Άλλου». Ο «λαός της Αριστεράς» δεν είναι περιούσιος, αλλά συνυπάρχει μαζί με άλλους λαούς της Ελλάδας. Το θέμα δεν έχει να κάνει με το περίφημο «ηθικό πλεονέκτημα» ως αυταπόδεικτη αξία της αριστερής ταυτότητας και ιδεολογίας. Σχετίζεται με την πιστότητα στην κληρονομιά της αγάπης και της αλληλεγγύης σε κοσμοπολιτικό επίπεδο, όπως εκφράστηκε πέρυσι το καλοκαίρι. Σε αυτά τα θέματα η αρχική αντίφαση της συγκρότησης της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις αλλά δεν είναι ίσως ο μόνος παράγοντας που βάρυνε στις αποφάσεις. Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μια σοβαρή υποχώρηση που ευνοεί την αναστροφή προς τα αρνητικά συναισθήματα που αναλύσαμε πριν: αντί της αγάπης του διαφορετικού οδεύουμε προς την «αγάπη του όμοιου» που διακονεί η Εκκλησία και το Έθνος. Αυτό ακριβώς το ηθικό πλεονέκτημα διακυβεύεται και, έτσι, πολλές δυνάμεις ακυρώνονται στη διάθεση προσφοράς τους.
Οι διανοούμενοι της Ευρώπης, και όχι μόνο, χρησιμοποιούν το παράδειγμα της Ελλάδας όταν μιλούν για την Αριστερά και πώς αυτή πρέπει να διεκδικεί την εξουσία. Ποιος θεωρείς ότι είναι ο ρόλος των διανοουμένων και πώς ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να εμπλέξει αυτές τις αναλύσεις στις θέσεις του;
Η υπερβολική εστίαση σε ελληνικά προβλήματα θολώνει την εικόνα της ίδιας της Ελλάδας ως χώρας στη ΕΕ και στον κόσμο, σε μια πολύ ταραγμένη εποχή. Πρέπει να κοιτάξουμε προς το διεθνές πολιτικό γίγνεσθαι, μετά το Brexit και τον Trump, και να δούμε τι είναι τελικά ο “νέος λαϊκισμός” και πώς θα διαχειριστούμε το γεγονός ότι μέρος της ακροδεξιάς διαπιστώνει κοινά προβλήματα του status quo, εκφράζοντας ένα αίτημα λαϊκής κυριαρχίας. Το κυρίαρχο πρόβλημα του “νέου λαϊκισμού” είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι ενώ δεν υπάρχει ουσιαστική διαφορά μεταξύ της δεξιάς και αριστερής απόρριψης του status quo, δεν υπάρχει φυσικά και καμιά δυνατότητα συναίνεσης με την ακροδεξιά στα κοινωνικά ζητήματα. Αυτό το λεπτό ζήτημα μπορεί να απαντηθεί πολιτικά και ιστορικά μόνο σε δι-εθνικό(transnational) και ευρωπαϊκό επίπεδο. Επιχειρώ να τονίσω αυτό το σημαντικό διακύβευμα έχοντας επίγνωση ότι το ίχνος αυτής της διαφοράς δεν είναι αρκετά εμφανές. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαία μια πιο διεθνική επαφή και αίσθηση των πραγμάτων για την απόκτηση της οποίας παίζουν σημαντικό ρόλο οι στοχαστές. Σε αυτό θα μας βοηθήσει μια συζήτηση με την ευκαιρία της έκδοσης στα ελληνικά του βιβλίου του Μπαλιμπάρ, Ευρώπη: κρίση και τέλος; από τις εκδόσεις Ταξιδευτής, ύστερα από πρόταση του Γιάννη Μηλιού, μετάφραση Γιάννη Ανδρουλιδάκη, και δική μου επιμέλεια και πρόλογο.
Ο Μιχάλης Μπαρτσίδης είναι δρ Φιλοσοφίας και διδάσκει στο ΕΑΠ, δραστηριοποιείται στο Κοινωνικό Εργαστήριο και το Ινστιτούτο Ν. Πουλαντζάς στη Θεσσαλονίκη.