Το 1972-1974 διατηρούσα βιβλιοπωλείο στο Περιστέρι, φοιτητής της Ανωτάτης Βιομηχανικής Πειραιά με την επωνυμία «Νέα Γενιά», εφημερίδα της ΕΠΟΝ στην κατοχή, πρόταση του Γιώργου Χαρβαλιά, μαθητή Γυμνασίου τότε που στη συνέχεια έγινε πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών.
Γράψαμε, λοιπόν, την επωνυμία σε μια μεγάλη ταμπέλα έξω από το βιβλιοπωλείο. Το χώρο τον παρακολουθούσαν και ενημέρωναν τους γονείς να μην έρχονται στο βιβλιοπωλείο (μαρτυρία από τη Βάσω Αβραμοπούλου, μαθήτρια γυμνασίου).
Ο διοικητής ασφαλείας του Περιστερίου, αστυνόμος Α΄ Γεώργιος Σίδερης που παραπέμφθηκε για βασανιστήρια (και είχε και ένα ανάπηρο παιδί...) στον πρώην δήμαρχο της ΕΔΑ Δημήτρη Φωλόπουλο και στη συνέχεια αθωώθηκε έστειλε ένα χαφιέ της γειτονιάς (Κηπούπολη) που με προειδοποίησε: «Βγάλε την ταμπέλα από το βιβλιοπωλείο γιατί θα σε τυλίξουν σε μια κόλλα χαρτί και δεν θα ξέρεις από που να γλιτώσεις». Την ταμπέλα δεν την έβγαλα, αλλά πήρα μαύρη μπογιά και την μουτζούρωσα. Όλοι κατάλαβαν. Δεν υπολογίζαμε τίποτα.
Στο βιβλιοπωλείο διαθέταμε το βιβλίο «Κόντρα στις θύελλες» του Νίκου Σίμου, ένα εξαιρετικό βιβλίο που αναφερόταν στην Μακρόνησο. Όταν το φοιτητικό κίνημα βρισκόταν στην αποκορύφωση του, Νομική-Πολυτεχνείο, πήρα το γνωστό σημείωμα: «Να προσέλθετε στη Διεύθυνση Ασφαλείας (Μεσογείων) δια υπόθεσίν σας». Με οδήγησαν στο γραφείο του Αστυνομικού Διευθυντή Νικολάου Γουρνιά, υπέυθυνου λογοκρισίας της χούντας που είχε καταθέσει στο Συμβούλιο της Ευρώπης ότι στην Ελλάδα δεν γίνονται βασανιστήρια και ότι αυτά τα υποστηρίζουν οι κομμουνιστές για να διαβάλουν τα σώματα ασφαλείας ενώ κατέθεσε και στη δίκη υπεράσπισης των βασανιστών και στις ερωτήσεις για τα βασανιστήρια απαντούσε: «Δεν ξέρω, δεν είδα, δεν νομίζω, δεν άκουσα, δεν απαντώ». Παραπέμφθηκε για βασανιστήρια αλλά αθωώθηκε.
Με ρώτησε: «Εσύ πουλάς το βιβλίο "Κόντρα στις θύελλες" για τη Μακρόνησο;». Η απάντηση ήταν καταφατική. «Γιατί δεν το επανέκδωσες;» «Γιατί δεν είχα χρήματα». «Σε εκφράζει αυτό το βιβλίο;» Με θράσος νεανικό απάντησα: «Ναι, είναι πολύ καλό βιβλίο». Αυτός κρατούσε σημειώσεις.
Για το ίδιο βιβλίο βρέθηκα αντιμέτωπος αργότερα με τον αρχιβασανιστή Σμαΐλη, όταν έβγαζε όλο το μένος του βασανιστή πάνω μου: «Γιατί ρε κομμούνι πούλαγες το βιβλίο για την Μακρόνησο;»
Το 1969 μετά από πιέσεις αίρεται η λογοκρισία με την απόφαση ότι οτιδήποτε εκδίδεται θα είναι με αυτολογοκρισία, και την ευθύνη θα έχουν εκείνοι που θα εκδίδουν, θα δημοσιεύουν και θα διαθέτουν τα βιβλία.
Τον Ιούλιο του 1970 εκδίδονται τα «18 κείμενα», εκδόσεις Κέδρος, κατά της Χούντας. Πρόκειται για μια συλλογική έκδοση στην οποία δημοσιεύονται μεταξύ άλλων κείμενα του Σεφέρη, Βαλτινού, Πλασκοβίτη, Τσίρκα, Κοτζιά, Αναγνωστάκη, Κάσδαγλη, Κουμανταρέα κ.ά.
Δήλωση Γ. Σεφέρη κατά της χούντας των Συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου 1967: «Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή.»
Συλλαμβάνεται ο Βαλτινός, σήμερα πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, οδηγείται στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών, όπου γίνεται ο παρακάτω διάλογος.
Αστυνόμος: (κοιτάζει τα χαρτιά του) «Βλέπω ότι έχεις σχέση με κάποιον Σεφερή»(!)
Βαλτινός: «Δεν λέγεται Σεφερής, αλλά Σεφέρης και έχει πάρει βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας». «Στ’ αρχίδια μου!», απάντησε ο αστυνόμος.
Το Γενικό Επιτελείο Στρατού, με εντολή που απέστειλε σε όλα τα στρατοδικεία, διέτασσε:
Απαγορεύεται η κατοχή, αγοραπωλησία και η διάθεση των παρακάτω συγγραφέων και βιβλίων, είτε στο σύνολο του έργου τους ή μεμονωμένα. Οι παραβάτες θα παραπέμπονται εις τα έκτακτα στρατοδικεία (συμπληρώθηκαν στη διάρκεια της Χούντας) Λένιν, Μαρξ, Ένγκελς, Στάλιν, Τρότσκι, Μάο, έντυπα της ΕΔΑ, Αυγή, Αλήθεια Χανίων, Δημοκρατία Ηρακλείου, Κορδάτος, Βουρνάς, Γ. Καζαντζάκη, Αξιώτη, Λουντέμης, Θ. Κορνάρος, Γληνός, Δελμούζος, Χατζής, Λειβαδίτης, Αλεξίου, Τσίρκας, Σωτηρίου, Βασιλικός, Θεοδωράκης, Φραγκιάς, Φακίνος, Ζέη, Αλεξάνδρου, Πατρίκιος, Μουρσελάς, Κάσδαγλης, Παπαδιαμάντης, Καζαντζάκης, Όργουελ, Μαρκούζε, Αραγκόν, Κάφκα, Μπουλγκάκοφ, Μπρεχτ, Ράιχ, Φρόιντ, Γκαίτε, Τολστόι, Γκόρκι, Ντοστογιέφσκι κ.ά.
Δεν γλίτωσαν ούτε οι Έλληνες τραγικοί (Αισχύλος - Σοφοκλής - Ευριπίδης) καθώς και ο σατιρικός Αριστοφάνης λόγω της μουσικής Θεοδωράκη.
Μετά από διδασκαλία για τον Μακρυγιάννη, κάλεσαν τον Κώστα Στεργιόπουλο, καθηγητή Φιλολογίας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, στην ασφάλεια, τον οδήγησαν σε ανώτατο αξιωματικό με χρυσά αστέρια με τον οποίο έγινε ο παρακάτω διάλογος: «Δεν γνωρίζεις ότι αυτά που λες είναι αντεθνικά;» «Μα δεν τα λέω εγώ αυτά, τα λέει ο Μακρυγιάννης». «Ποιος είναι αυτός -έξαλλος- γρήγορα το τηλέφωνο του, πού μένει να τον συλλάβουμε;»
Η λογοκρισία εφαρμόστηκε όμως και στη μουσική (Θεοδωράκης, Λεοντής), τα τραγούδια, στις ταινίες (απαγορέυεται μετάξυ των άλλων «Φράουλες και αίμα» «Ζ», «Woodstock». Γεμάτη η αίθουσα απο ασφαλίτες ενώ οι θεατές φώναζαν «ΕΣΑ-ΕΣΑ Βασανιστές», «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία». «Προδότες» κ.ά.). Με τη χούντα του Ιωαννιδη-Γκιζικη συλλαμβάνονται η Καρέζη με τον Καζάκο.
Ακόμα και στο ποδόσφαιρο (απόλυση Μπούκοβι). Οδηγούνται στην εγκατάλειψη του ποδοσφαίρου οι διεθνείς ποδοσφαιριστές Φώτης Μπαλόπουλος και Τάσος Βασιλείου ως αριστεροί. Διορίζονται χουντικές διοικήσεις, διαλύονται ομάδες.
Μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου και τη νέα χούντα των Ιωαννίδη-Γκιζίκη εντάθηκε η λογοκρισία, διώχθηκαν και φυλακίσθηκαν βιβλιοπώλες, εκδότες, ενώ οι έφοδοι στους χώρους αυτούς εντάθηκαν.
Μέρες του 1936 (δικτατορία Μεταξά, εκτοπίσεις, εξορίες, φυλακές, βασανιστήρια) πριν το γύρισμα της ταινίας ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Αγγελόπουλος επισκέφτηκε τον Γεωργαλά (ιδεολογικό στήριγμα της χούντας, εμπνευστης των αντισυγκεντρώσεων κατά της αριστεράς, που οδήγησαν στη δολοφονία από το παρακράτος του Γρήγορη Λαμπράκη) για να πάρει άδεια για την ταινία του. Ο Γεωργαλάς απάντησε: «Ξέρουμε κ. Αγγελόπουλε τι θέλετε να κάνετε, δεν σας φοβόμαστε. Θα σας δώσουμε την άδεια». Τις ημέρες της προβολής, η αίθουσα ήταν γεμάτη από ασφαλίτες και βγαίνοντας έξω μας έπαιρναν την αστυνομική ταυτότητα και μας ζητούσαν να την πάρουμε από την Ασφάλεια όπου εκεί υπήρχε η διαδικασία της φωτογράφησης, της λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων και της καταγραφής των προσωπικών στοιχείων.
Αφιερώνεται στη νεανική παρέα της γειτονιάς, της εποχής του 1970: Μαρια Χαρβαλιά, Γιώργο Χαρβαλιά και Ηλία Μάρκου.