Πυρίκαυστοι και πυρομανείςΟ άνθρωπος έχει πια ξεφύγει εντελώς. Αν πούμε ότι είναι «αλλού», αυτό το αλλού αποκτάει πια πολύ συγκεκριμένες συντεταγμένες: στην πιο ακραία δεξιά.
Τι λέει ο ποιητής, με τη λεζάντα του και το σκίτσο του; 1) Ότι ο κ. Πρ. Παυλόπουλος, σημερινός πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, όταν ήταν υπουργός Εσωτερικών το 2008, άφησε την Αθήνα –και όχι μόνο– να καίγεται. 2) Αντί, μάλιστα, να κάνει κάτι για να σβήσει τη φωτιά, προτίμησε να βαδίσει τελετουργικά πάνω στα αποκαΐδια της, με απώτερο σκοπό να διασωθεί ο ίδιος με τη βοήθεια της θαυματουργής εικόνας του… αγίου Τσίπρα.
Κι εδώ το ζήτημα δεν είναι απλώς ότι μ’ αυτό τον τρόπο συντάσσεται με τους επιτιθέμενους εναντίον ενός συντηρητικού πολιτικού, επειδή αυτός συναίνεσε να είναι πρόεδρος με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Το γελοίο είναι ότι του αποδίδει πρόθεση, την οποία είναι αδύνατο να είχε, καθώς το 2008 ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε με το κυάλι δεν έβλεπε κυβερνητική εξουσία.
Το τρις χειρότερο, όμως, είναι ότι του ασκεί μ’ αυτό τον τρόπο κριτική για τη στάση που είχε κρατήσει ως υπουργός Εσωτερικών σε κυβέρνηση της ΝΔ, με τον ίδιο τρόπο που του ασκούσαν κριτική τότε οι πιο ακραίοι κύκλοι του κόμματός του. Δηλαδή, με το επιχείρημα ότι «δεν έδειξε πυγμή» κι άφησε την Αθήνα να λεηλατηθεί. Ακόμα χειρότερα, του αποδίδει και ιδιοτελή σκοπιμότητα για μια στάση που μόνο με επιείκεια θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί, γιατί η μη «επίδειξη πυγμής» σε ορισμένες περιπτώσεις από την πλευρά των δυνάμεων καταστολής διευκόλυνε την αποτροπή μεγαλύτερης αιματοχυσίας και της απώλειας και άλλων ανθρώπων, πέρα από την άδικη και τραγική απώλεια του Γρηγορόπουλου από το χέρι ενός εγκληματικά συμπεριφερόμενου αστυνομικού.
Λένε για τους αστόχαστους ότι καλό είναι πριν μιλήσουν, να βουτάνε τη γλώσσα τους στο (πολιτικό, στη συγκεκριμένη περίπτωση) μυαλό τους. Φαίνεται, όμως, ότι το ίδιο ισχύει και για κάποια «πενάκια».
Μακριά τα χέρια από τα σκατά Με μια άνευ προηγούμενου επίθεση κατά του προέδρου της βουλής Ν. Βούτση απάντησε ο διευθυντής του «Documento» Κ. Βαξεβάνης στην παρατήρηση του πρώτου ότι η αναφορά της εν λόγω εφημερίδας στην κ. Φ. Γεννηματά ως πιθανώς ενεχόμενη στη λίστα Μπόργιανς «δεν είναι πλήρως τεκμηριωμένη» και ότι «το βάρος της απόδειξης το φέρει ο καταγγέλλων και όχι ο καταγγελλόμενος» σε αυτές τις περιπτώσεις.
Να τι λέει με λίγα λόγια:
α) Ότι η «αποκάλυψη» του «D» και η αντίδραση της κ. Γεννηματά είναι «μια ιδιωτική αντιπαράθεση», στην οποία δεν έχει καμία δουλειά να ανακατεύεται ο πρόεδρος της βουλής.
Το πόσο «ιδιωτικής μορφής» είναι η υπόθεση αυτή το αντιλαμβάνεται κι ένα μικρό παιδί: καθόλου. Πρόκειται για δημόσια πολιτική αντιπαράθεση και μάλιστα με τα πιο χυδαία μέσα. Και η υπεράσπιση της κ. Γεννηματά από μια τέτοια ατεκμηρίωτη επίθεση αφορά και πολύ μάλιστα τον πρόεδρο της βουλής, που πρόεδρος όλης της βουλής.
β) Του προσάπτει, επίσης, ότι μιλάει για κατηγορίες που απευθύνει το «D» στην κ. Γεννηματά, ενώ το σεμνό έντυπο δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να αναφέρει ότι «η εισαγγελία Αθηνών αναζητά αν τρία ονόματα της λίστας (ανάμεσα και αυτό της Γεννηματά) ταυτίζονται με τα πολιτικά πρόσωπα».
Ε, λοιπόν, το δημοσίευμα δεν ήταν μια αθώα και παγερά αντικειμενική αναφορά στις «αναζητήσεις» της εισαγγελίας. Ήταν στημένο έτσι, με φωτογραφίας της κ. Γεννηματά και άλλων, ώστε με κόπο μονάχα μπορούσες να διακρίνεις ότι πρόκειται για υπόνοιες και όχι για γεγονότα. Ακόμα και στο κείμενό του με το οποίο προσπαθεί να δικαιολογηθεί, ο κ. Βαξεβάνης παρασύρεται και μιλάει για «τρία ονόματα της λίστας, ανάμεσα στα οποία και αυτό της κ. Γεννηματά», ταυτίζοντας ήδη ο ίδιος αντί της εισαγγελίας το όνομα με το πρόσωπο.
γ) Του κάνει μάθημα για να μάθει να «σέβεται το ρόλο του τύπου», τονίζοντας ότι «όποιος θίγεται μπορεί να ακολουθήσει όσα προβλέπουν οι νόμοι». Διότι «ο τύπος πρέπει να λειτουργεί απρόσκοπτα και ελεύθερα».
Δηλαδή, αυτός που κατηγορείται πως είναι ελέφαντας, οφείλει να τρέξει στα δικαστήρια για να αποδείξει ότι δεν είναι. Και μέχρι τότε να βουίζει ο τόπος για την... ελεφαντίασή του. Πρόκειται για μια βασική αρχή του κιτρινισμού, ο οποίος σκόπιμα συγχέει την ελευθερία του τύπου με την ασυδοσία των χλωμών προσώπων της δήθεν αποκαλυπτικής δημοσιογραφίας.
Εκεί, όμως, που κάνει γκέλες ο κ. Βαξεβάνης, είναι όταν αρχίζει να επιτίθεται στον Ν. Βούτση από τη σκοπιά της... «ηθικής της αριστεράς» και της «πολιτικής ντομπροσύνης της αριστεράς».
Μας πληροφορεί, λοιπόν, ότι «αριστερά δεν είναι οι επαγγελματίες ηθικολόγοι, αλλά αυτοί που με αυταπάρνηση (!) βάζουν τα χέρια τους στα σκατά, μπας και καθαρίσει αυτή η χώρα», δίνοντάς μας μια ιδέα για το πώς φαντάζεται τον εαυτό του και όχι μόνο τους αριστερούς.
Δεν ξέρουμε εκ μέρους ποιας αριστεράς μιλάει ο κ. Βαξεβάνης, αλλά αυτή η αριστερά που εμείς μέσα από τον ΣΥΡΙΖΑ υπηρετούμε, δεν έχει καμία σχέση με την καρικατούρα του αριστερού που φιλοτεχνεί. Εκ μέρους αυτής της αριστεράς δεν έχει δικαίωμα να μιλάει.
Αξίζει, πάντως, να αποπειραθούμε μια ερμηνεία αυτής της οξύτητας που χαρακτηρίζει την επίθεσή του στον Ν. Βούτση. Μέχρι σήμερα, ο κ. Βαξεβάνης φαίνεται πως ένιωθε ότι βρίσκεται στο απυρόβλητο και μπορεί γι’ αυτό να εμφανίζεται πως είναι ο άνθρωπος που «βάζει τα χέρια του στα σκατά» για χάρη της κυβέρνησης. Ακόμα και στο λίβελό του κατά του Ν. Βούτση επιχειρεί να κάνει διάκριση ανάμεσα στην αντίδραση του προέδρου της βουλής και «το Γραφείο του Πρωθυπουργού, που ζήτησε πολύ σωστά η κ. Γεννηματά να απαντήσει ως δημόσιο πρόσωπο και να βοηθήσει τη διαφάνεια».
Κινούμενος στο γκρίζο χώρο μεταξύ «αποκαλυπτικής» δημοσιογραφίας και αυτεπάγγελτης υπεράσπισης της αριστεράς, χωρίς ουσιαστικά να δεχτεί ποτέ αυστηρή κριτική για απαράδεκτες μεθόδους, είναι αναμενόμενο να ξαφνιάζεται που ένας πολιτικός και αγωνιστής της αριστεράς του λέει τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη. Μόνο που αυτό θα έπρεπε να έχει γίνει πολύ νωρίτερα. Αν η στάση του Ν. Βούτση έχει τη στήριξη όλων εκείνων που δεν πιστεύουν ότι δουλειά τους είναι να «βάζουν τα χέρια στα σκατά», ίσως μπορέσουμε να πούμε «κάλλιο αργά παρά ποτέ».
Μαρσέλ και Μισέλ