Του Κωστή ΓιούργουΩς το πιο σημαντικό από τα βραχυπρόθεσμα μέτρα που αποφασίστηκαν στο Eurogroup της Δευτέρας χαρακτήρισε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γ. Δραγασάκης, σε ομιλία του το βράδυ της Τετάρτης, τη «διασφάλιση σταθερών χαμηλών επιτοκίων μέρους του χρέους για μακρές περιόδους». Εξασφαλίζει, είπε, στην Ελλάδα «προστασία, σταθερότητα και προβλεψιμότητα, εν μέσω διεθνούς αβεβαιότητας και αυξητικής τάσης των επιτοκίων». Υπό την προϋπόθεση, εννοείται, της άρσης της αβεβαιότητας αναφορικά με την επίτευξη ενός συμβιβασμού μεταξύ Σόιμπλε και ΔΝΤ τέτοιου, που να διασφαλίσει τη συμμετοχή του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα και την επιτυχή ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.
Μέχρι την Τετάρτη, και με την προϋπόθεση αυτή σε εκκρεμότητα, το ενδιαφέρον επικεντρώθηκε στον παρασκηνιακό μαραθώνιο μεταξύ Βρυξελλών και Αθήνας με στόχο την ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Η Πέμπτη ήλθε να εστιάσει αλλού το ενδιαφέρον, κομίζοντας διλήμματα και βεβαιότητες -αν υποτεθεί ότι συνιστούν άρση της αβεβαιότητας οι απαιτήσεις του κ. Σόιμπλε από την Ελλάδα να δεχτεί, υπό την απειλή μάλιστα του «Grexit», νέα μέτρα και πλεονάσματα ύψους 3,5%, και η στάση του ΔΝΤ, που αντιτίθεται μεν, θεωρώντας τα πλεονάσματα αυτά ανέφικτα, ζητώντας όμως, ταυτόχρονα, την αντικατάστασή τους με εξίσου αντιαναπτυξιακά μέτρα περιστολής δαπανών ύψους 4,2 δισ. ευρώ.
Όλα θυμίζουν επιστροφή στην κατάσταση πριν από τα συμφωνηθέντα μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και δανειστών τον περασμένο Μάιο. Όλα, εκτός από ένα ζεύγος αντιπαραθετικών διλημμάτων: «επιπλέον μέτρα ή Grexit», αφενός, και «πολιτική συμφωνία ή εκλογές», αφετέρου. Το δεύτερο δίλημμα απαντά στον εκβιασμό του πρώτου, ορίζει το διακύβευμα μιας ενδεχόμενης ρήξης και επιμερίζει τις ευθύνες για τις συνέπειές της. Μπορεί η μεταξύ τους απόσταση να γεφυρωθεί μέσω της επιλογής «πολιτική συμφωνία» που εμπεριέχεται στο δεύτερο δίλημμα; Το βέβαιο είναι ότι η επιλογή «επιπλέον μέτρα» του πρώτου διλήμματος δεν προσκρούει μόνο στις αντοχές της χώρας. Προσκρούει στην απόφαση της κυβέρνησης να συνεχίσει στη γραμμή της κοινωνικά δίκαιης ανάπτυξης και της οριστικής εξόδου της χώρας από την κρίση και την επιτροπεία. Η καταπόνηση που έχουν υποστεί όλες οι προσπάθειες της κυβέρνησης για έναν «αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό», έχει οδηγήσει την ανοχή στα όριά της.
Με την προσδοκία ότι αυτό έχει γίνει, άρρητα έστω, κατανοητό, η Αθήνα επιδιώκει την επίτευξη πολιτικής συμφωνίας, με τον πρωθυπουργό να αναλαμβάνει νέες πρωτοβουλίες, εν όψει και της συνόδου κορυφής της 15ης Δεκεμβρίου. Βάζοντας, ταυτόχρονα, στο τραπέζι ζήτημα εκλογών. Το διάγγελμα του Αλέξη Τσίπρα το βράδυ της Πέμπτης είχε αποδέκτες εντός όσο και εκτός συνόρων -και ηθελημένη πρόγευση εκλογών, με άμεσα εφαρμοστέες αποφάσεις ενίσχυσης 1,6 εκατομμυρίων χαμηλοσυνταξιούχων και στήριξης των νησιών του Αιγαίου που δέχονται τις προσφυγικές ροές, με την αναστολή, για τα νησιά αυτά, της αύξησης του ΦΠΑ «για όσο μαίνεται η προσφυγική κρίση». Ήταν το λιγότερο που θα μπορούσε να πράξει η κυβέρνηση, μετά και από την επιβεβαίωση από Ευρωπαίο αξιωματούχο στο Reuters για το «μπλοκάρισμα» της αξιολόγησης με ευθύνη του κ. Σόιμπλε: «Θα μπορούσαμε να έχουμε τελειώσει μέχρι το τέλος του έτους, αλλά οι Γερμανοί είναι αμετακίνητοι... Η Ελλάδα έχει κάνει πολλά. Δεν ήμασταν τόσο αυστηροί σε άλλα προγράμματα».
Με τις επιλογές και τις δηλώσεις του, ο κ. Σόιμπλε δεν διέψευσε απλώς όσους πιθανόν αισιοδοξούσαν ότι, υπό την απειλή αποσυναρμολόγησης της Ε.Ε., ίσως και να μετεξελίσσεται από ρεβανσιστή σε πραγματιστή. Επιβεβαίωσε για πολλοστή φορά την εμμονή του στην αυστηρή συμμόρφωση στο Σύμφωνο Σταθερότητας επί ποινή εξώσεως, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας -ή περικοπής κοινοτικών κονδυλίων, όπως στην περίπτωση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, από τις οποίες πολύ πρόσφατα, στις 20 Σεπτεμβρίου στο Βερολίνο, κατά την απονομή κάποιου βραβείου στον πρώην καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών απαίτησε αυστηρή συμμόρφωση με τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας, επί ποινή περικοπής των κονδυλίων που λαμβάνουν από τα διαρθρωτικά ταμεία, ξεκινώντας από την 1η Ιανουαρίου του 2017.
Το Σύμφωνο Σταθερότητας -που, βάσει της Συνθήκης του Μάαστριχτ, θέτει ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή στο κοινό νόμισμα τον περιορισμό των δημοσίων ελλειμμάτων των κρατών-μελών στο 3% του ΑΕΠ και του δημόσιου χρέους στο 60%- από εργαλείο ενοποίησης μεταλλάσσεται σε παράγοντα διάλυσης. Οι επικριτές της αποδίδουν τις ευθύνες στην Γερμανία. Αφού, λένε, διαμόρφωσε το «κοινό νόμισμα» με βάση τις δικές της προτεραιότητες, το χρησιμοποίησε για να συγκεντρώσει στο εθνικό τους θησαυροφυλάκιο όλο τον πλούτο της Ευρώπης, οδηγώντας, με την εμμονή της στην κατά γράμμα τήρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, το ευρωπαϊκό εγχείρημα σε εκτροχιασμό.
Τις πιθανές ενστάσεις στα παραπάνω έρχεται να αντικρούσει μια είδηση από το Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, που «πέρασε στα ψιλά»: Με βάση τις εκθέσεις αξιολόγησης της Κομισιόν για τα προσχέδια των προϋπολογισμών των κρατών-μελών της Ευρωζώνης, οι 18 κατατάχθηκαν σε τρεις ομάδες. Στην ομάδα Γερμανίας, Εσθονίας, Λουξεμβούργου, Σλοβακίας και Ολλανδίας, που τα σχέδια των δημοσιονομικών προγραμμάτων τους κρίθηκαν συμβατά με το Σύμφωνο Σταθερότητας. Στην ομάδα Γαλλίας, Ιρλανδίας, Λετονίας, Μάλτας και Αυστρίας, που τα σχέδιά τους κρίθηκαν «σε γενικές γραμμές» συμβατά. Και στην ομάδα Ιταλίας, Κύπρου, Λιθουανίας, Σλοβενίας, Φινλανδίας, Ισπανίας, Πορτογαλίας και Βελγίου, που τα σχέδια τους κρίθηκαν μη συμβατά και άρα πρέπει ενδεχομένως να προχωρήσουν σε νέα μέτρα.
Τη θέση του φόβου μιας «Ευρώπης δύο ταχυτήτων» έρχεται να καταλάβει ο φόβος μιας «Ευρώπης τριών ταχυτήτων». Και η ανησυχία για αποτελμάτωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Σε χρόνο μελλοντικό, το εγχείρημα οδεύει ενδεχομένως σε αδιέξοδο. Σε χρόνο παροντικό, προέχει η βέβαιη ανάγκη να εξασφαλιστεί ότι οι κλυδωνισμοί δεν θα βρουν τη χώρα απροετοίμαστη. Και αυτό είναι μέλημα πρωτίστως των σκεπτόμενων και ενεργών δυνάμεων του τόπου, που θέλουν ειλικρινά να αναλάβουν αυτή τη δέσμευση. Ξεκινώντας από σήμερα.