Η διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Παρά το ότι κάποιες προβλέψεις διέβλεπαν ότι θα ήταν πιο απλή διαδικασία από την πρώτη αξιολόγηση, φτάνει τώρα σε ένα σταυρικό σημείο, όπου το περιθώριο ελιγμών της ελληνικής κυβέρνησης περιορίζεται εξαιρετικά.
Υπάρχουν δύο τουλάχιστον κρίσιμα ζητήματα, τα εργασιακά και το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων μετά το 2018 (καθώς και η διάρκεια της μεσοπρόθεσμης περιόδου κατά την οποία θα ισχύσουν αυτά), στα οποία η ελληνική κυβέρνηση, για διαφορετικούς αλλά εξίσου σοβαρούς λόγους, δεν μπορεί να δεχθεί ως έχουν τις απαιτήσεις των δανειστών.
Ανυπέρβλητα αξιακά ζητήματαΣτα εργασιακά, για λόγους που αφορούν το αξιακό φορτίο ενός κόμματος της αριστεράς και μιας κυβέρνησης με κορμό την αριστερά, δεν είναι δυνατόν να γίνουν δεκτές οι απαιτήσεις για την αλλαγή στο καθεστώς των ομαδικών απολύσεων, η υποχώρηση πέρα από τα εσκαμμένα στο ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων, γενικών και κλαδικών, ή το ζήτημα της διαιτησίας, της επεκτασιμότητας των συλλογικών συμβάσεων ή της μετενέργειάς τους. Το πακέτο αυτών τών ζητημάτων είναι τόσο σημαντικό για μια κυβέρνηση της αριστεράς -που κατά τεκμήριο υπερασπίζεται τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των εργαζομένων- ώστε η κατοχύρωσή τους με νομοθετική κάλυψη θα έπρεπε να είναι η τελευταία πολιτική πράξη της, σε περίπτωση που αναγκαζόταν να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές.
Απλά δεν βγαίνει…Στα θέματα των πρωτογενών πλεονασμάτων, για λόγους που αφορούν τα απλά οικονομικά, δεν μπορεί επίσης να δεχτεί ύψος πλεονασμάτων της τάξης του 3,5% και μάλιστα για τόσο μεγάλη διάρκεια, σαν κι αυτή που προτείνεται από ορισμένες πλευρές. Η αποδοχή μιας τέτοιας απαίτησης θα ήταν αποδοχή της καταδίκης τής ελληνικής οικονομίας στη στασιμότητα ή και την υποχώρηση, και της ελληνικής κοινωνίας στη φτωχοποίηση.
Για τον απλούστατο λόγο ότι συνιστά, από όποια πλευρά κι αν το δει κάποιος, μέτρο εξαιρετικά υφεσιακό, καθώς συσσωρεύει φορολογικά έσοδα, τα οποία αποσπώνται από φορολογούμενους που εξαντλούν ήδη τη φοροδοτική ικανότητά τους, και προορίζονται για την εξυπηρέτηση των δανειστών, δηλαδή αφαιρούνται από την εσωτερική οικονομική διαδικασία, ενώ ταυτόχρονα χρωματίζουν με δυσοίωνα χρώματα τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Δεν την αφήνουν να ανασάνει και να ελπίσει. Με αποτέλεσμα να αποτρέπουν όποιους θα μπορούσαν να σκεφτούν ότι αξίζει τον κόπο να προχωρήσουν σε επενδύσεις.
Οι επιπτώσεις σ’ αυτό τον τελευταίο τομέα θα είναι ακόμα πιο οδυνηρές, αν θελήσουν οι δανειστές να επιβάλουν την υιοθέτηση από τώρα μέτρων, που θα προορίζονται να καλύψουν τα σχεδόν βέβαια κενά μεταξύ των εφικτών πρωτογενών πλεονασμάτων και των ανέφικτων που απαιτούν οι δανειστές. Γιατί σε μια οικονομία με δημόσιο (αλλά και ιδιωτικό) χρέος αβίωτο οι οικονομικές αβεβαιότητες είναι τόσο μεγάλες, που είναι βέβαιο ότι αποτρέπουν την όποια, έστω και μεσοπρόθεσμη, σκέψη για έναρξη ή επέκταση μιας οικονομικής δραστηριότητας.
Με άλλα λόγια, οποιοδήποτε σχέδιο που περιέχει τέτοιου ύψους και τέτοιας διάρκειας πρωτογενή πλεονάσματα, απλώς δεν βγαίνει. Αν κρίνουμε, μάλιστα, από τη σιωπή με την οποία αντιμετωπίστηκε η σκέψη να μειωθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα έστω κατά μία μονάδα, και το ποσό που εξοικονομείται μ’ αυτό τον τρόπο να προορίζεται για την ελάφρυνση όσων σχεδιάζουν να ξεκινήσουν ή να επεκτείνουν τις οικονομικές δραστηριότητές τους, ώστε και ανταγωνιστικές να γίνουν οι επιχειρηματικές μονάδες τους, και η ανεργία να μειωθεί, τότε φαίνεται ότι στο μέτωπο των πλεονασμάτων δεν υπάρχει διάθεση για λύση που οδηγεί σε διέξοδο.
Δεν μπορεί, συνεπώς, να υπάρχει και από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης διάθεση για αποδοχή απαιτήσεων που υπονομεύουν κάθε προσπάθεια, η οποία γίνεται με αιματηρές θυσίες, με στόχο την έξοδο από την κρίση.
Αν τα πράγματα οδηγηθούν σε αδιέξοδο εξαιτίας της επιμονής των δανειστών σε απαιτήσεις που διαιωνίζουν όχι μόνο την παραμονή στην επιτροπεία, αλλά την παραμονή στην ύφεση και την περαιτέρω καταστροφή του παραγωγικού δυναμικού, δεν υπάρχει ίσως άλλη λύση από την προσφυγή στο εκλογικό σώμα.
Ο λόγος στο εκλογικό σώμαΜέχρις εδώ, μια τέτοια σκέψη θα μπορούσε να ερμηνευθεί και σαν φυγομαχία, ή ακόμα σαν ιδιοτελής ελιγμός για αποφυγή των συνεπειών μιας επώδυνης συμφωνίας. Μιας συμφωνίας, πάντως, που οι πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται σήμερα στην κυβέρνηση την υπέγραψαν και, επιπλέον, την υπέβαλαν στη δοκιμασία της λαϊκής ψήφου τον Σεπτέμβριο του 2015.
Σήμερα, όμως, έχουν επισυμβεί σημαντικές μεταβολές δεδομένων. Πρώτα, πρώτα, οι τωρινές απαιτήσεις που διατυπώνονται κατά τη δεύτερη αξιολόγηση, υπερβαίνουν σημαντικά τα συμφωνηθέντα. Η κυβέρνηση δεν έχει λάβει στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 λευκή επιταγή. Έχει αναλάβει πολιτική δέσμευση για συγκεκριμένα πράγματα. Υπάρχει, ωστόσο, και ένα άλλο ζήτημα. Μπορεί αυτή η κυβερνητική πλειοψηφία, χωρίς αναβάπτιση στη λαϊκή ετυμηγορία, να δεσμεύσει όχι μέχρι το 2018, αλλά ακόμη και για την επόμενη τετραετία την οικονομία και την κοινωνία; Όπως παρατήρησε εύστοχα ένας σύντροφος, αυτό δεν θα ήταν απλώς πολιτικά ανέντιμο, θα ήταν και πλήρης αποδοχή τής βαθύτατα αντιδημοκρατικής λογικής, που εκπορεύεται σήμερα από το ευρωπαϊκό διευθυντήριο, σύμφω��α με την οποία δεν έχει καμία σημασία αν και τι ψηφίζει ο κόσμος. Αν ένα κόμμα που τοποθετείται στην αριστερά, θεωρήσει ότι μπορεί να συμπράξει σ’ αυτή τη λογική, κινδυνεύει να αυτοαναιρεθεί.
Βέβαια, αν η κυβερνητική πλειοψηφία θέσει υπό αυτές τις συνθήκες θέμα προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία, θα βρεθούν κάποιοι που θα μιλήσουν για ηρωική έξοδο και τα τοιαύτα. Τέτοιες κατηγορίες ή ενστάσεις μπορούν να επηρεάσουν όσους σκέφτονται κατά βάση επικοινωνιακά. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, πολιτικά είναι αβάσιμες. Όταν και εφόσον ο κόμπος φτάνει στο χτένι, δεν υπάρχει άλλος κριτής.
Χ. Γεωργούλας