andreou

Αναγνωρίσιμος από την ιδιαίτερη αισθητική της μουσικής του γλώσσας, γνήσιος δημιουργός με δραστική αμεσότητα (τα τραγούδια του «τραγούδιουνται») και ως εκ τούτου οικείος και δημοφιλής, ο Γιώργος Ανδρέου αποτελεί μια ξεχωριστή μουσική προσωπικότητα στο χώρο της τραγουδοποιίας. Πολυπράγμων με πολλούς ηχογραφημένους κύκλους τραγουδιών σε μουσική και στίχους δικούς του, αλλά και σε στίχους σημαντικών ποιητών και στιχουργών, ενώ επίσης έχει γράψει εμπνευσμένες μουσικές για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Με την ιδιότητα του στιχουργού σε δεκάδες τραγούδια, άγγιξε συχνά τα όρια της ποίησης και έκανε διακριτή τη μεγάλη αγάπη του για το στίχο και την ποίηση. Ήδη από το 2011, βηματίζει σταθερά και στο χώρο της λογοτεχνίας, καθώς εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα «Δαίμονας ξένος» (εκδόσεις Γαβριηλίδη) και πρόσφατα την ποιητική συλλογή «Ο απερίσκεπτος πλοηγός» από τον εκδοτικό οίκο της Μικρής Άρκτου. Αφορμή, λοιπόν, για τη συνέντευξη ο ποιητικός κόσμος του Γιώργου Ανδρέου όπως αποκαλύπτεται μέσα από τα τριάντα τέσσερα ποιήματα της συλλογής.

Τη συνέντευξη πήρε
η Λιάνα Μαλανδρενιώτη

Ομολογώ πως παρότι είναι τόσο διακριτή η ποιητική σας διάθεση στο χώρο της τραγουδοποιίας, η εμφάνιση σας ως ποιητή ήταν μία ευχάριστη έκπληξη. Είναι τελικά άλλο πράγμα ο στιχουργός από τον ποιητή;
Ο στιχουργός συνυπάρχει με το μουσικό και έχει πάντα κατά νου τον ερμηνευτή. Το τραγούδι άλλωστε είναι τέχνη μινιμαλιστική, με φορμαλιστικούς και χρονικούς περιορισμούς. Ο ποιητής, από την άλλη, είναι μόνος του, χωρίς όρια και τυπικότητες. Μία η αλήθεια του: το ποιητικό κείμενο κι όσα εκείνο υπαγορεύει, όσα προϋποθέτει κι όσα επιβάλλει. Η ποίηση (οφείλει να) είναι ελεύθερη, αδέσμευτη, απελευθερωτική προς τη βασανιστική κυριολεξία της γλώσσας –ωστόσο όχι τόσο υποκειμενική και κρυπτική που να καταλήγει ακατάληπτη είτε συνειρμικά («λογικά») είτε μη συνειρμικά («υπερλογικά»). Να ένα καλό μάθημα από το τραγούδι: Τραγούδι ακατανόητο δεν υφίσταται, ανεξαρτήτως της καλλιτεχνικής του αξίας και του «μεγέθους» του.

Θά ‘θελα να σταθούμε λίγο στον τίτλο της συλλογής, «Απερίσκεπτος πλοηγός». Σε τι και απέναντι σε ποιόν και ποιός τελικά στάθηκε επιπόλαια, αστόχαστα, απερίσκεπτος στο ταξίδι του οδηγός;
Απερίσκεπτος πλοηγός είναι κάθε είδους «ηγέτης», «οδηγός», «καθοδηγητής», «αυθεντικός δογματικός ερμηνευτής ιδεολογιών», «ποδηγέτης απόψεων και ιδεών» –νομίζω πως έγινα κατανοητός... Στην ελληνική ιστορία οι πλοηγοί είναι συγχρόνως σημαίνοντα και σημαινόμενα, κι ο λαός μισεί να αγαπά να τους μισεί και ούτω καθεξής. Κι όλοι αυτοί οι πλοηγοί αποδείχτηκαν απερίσκεπτοι, εγκληματικά απερίσκεπτοι. Ουτιδανοί και υπερόπτες. Ιδιοτελείς. Ασήμαντοι κατ’ ουσίαν –όμως μέγα το κακό που ενσυνείδητα προκάλεσαν.

Στις τέσσερις ενότητες της συλλογής γίνεται αντιληπτό ότι σας αφορά άμεσα το κοινωνικό γίγνεσθαι, ο πλοηγός ταξιδεύει μέσα από συμπληγάδες και από ήττες της γενιάς μας και της ιστορίας μας.
Με αφορά κάθε τι που αφορά συγχρόνως ιστορικές και υπεριστορικές διαστάσεις της διαδρομής του Ελληνισμού. Όμως μέσα από την περιπέτεια του Ελληνισμού διδάσκομαι την πανανθρώπινη περιπέτεια. Οι ήττες είναι ο μόνος τρόπος για να οδηγηθεί το άτομο σε θεραπευτική εξατομίκευση και η κοινωνία σε αναστοχασμό και ειλικρινή πρόοδο. Και στην ποίηση όλο αυτό συμβαίνει μέσω της γλώσσας. Η γλώσσα είναι η μεγάλη μητέρα μας, η κιβωτός μας. Στην εξέλιξη των εννοιών, των ονομάτων, του τρόπου «αφήγησης», έχουν εγκιβωτισθεί στη γλώσσα λεπτομέρειες θεμελιακής αξίας, μυθοπλαστικές αναγωγές και αφηγήσεις συμβολικές όσο αρχετυπικές που χαρακτηρίζουν αυτό που στο δυτικό κόσμο ονομάζουμε παράδοση. Περισσότερο από κάθε τι επιμερισμένο που μας έχει «παραδοθεί», έχουμε αξιωθεί και χρεωθεί το μέγα έργο της γλώσσας. Την ύλη της έχουμε σμιλέψει αιώνες αιώνων κι αυτή η σμιλεμένη ύλη έχει με τη σειρά της λαξέψει εμάς, όλους εμάς, από την αυγή της γέννησης της ως το (αναγκαστικά) αμφίσημο «σήμερα».

Ο πλοηγός στο ταξίδι του ερωτεύεται; Είναι δύσκολος ο έρωτας στα χρόνια της κρίσης;
Ο έρωτας είναι αυθεντική δύναμη ανατροπής αλλά συγχρόνως κεντρική αιτία ναρκισσιστικών προβολών –μέγα καλό και μέγα κακό (κατά το χαρακτηρισμό του Ευριπίδη). Ωστόσο, στην τάξη του κόσμου μας, δίχως έρωτα είμαστε «μισοί», ανάπηροι, ανολοκλήρωτοι. Και χωρίς γνώση θανάτου όμως είμαστε εξίσου «μισοί», ανίδεοι και επιλήσμονες. Έρωτας και Θάνατος, ο Διγενής κι ο Χάροντας στα μαρμαρένια αλώνια. Κάτι ξέρει η παράδοση, η λαϊκή μας παράδοση, αιώνες αιώνων παρατηρεί αυτή τη μέχρις εσχάτων σύγκρουση.

Από ποια ποιητική γενιά αντλείτε την καταγωγή σας, τη γενιά του ’30, τη μεταπολεμική, τη γενιά της ήττας ή τη γενιά του ’70;
Κατάγομαι από τον Όμηρο κι όλους τους μετέπειτα –πώς αλλιώς; Είναι τόσο μακρά η λαμπρή διαδρομή της ποίησης σε γλώσσα ελληνική... Διαβάζεις κι αφουγκράζεσαι. Μπορεί οποιοσδήποτε των σύγχρονων ποιητών μας να ισχυριστεί πως δεν είναι παιδί εξίσου όλων των μεγάλων ποιητών του παρελθόντος μας; Αλλά και των αλλοεθνών μεγάλων ποιητών; Ύστερα είναι κι ο ποιητικός τρόπος, που χαρακτηρίζει όλες τις τέχνες –τη μουσική, το θέατρο, την πεζογραφία, το χορό, τον κινηματογράφο... Η ποίηση δεν είναι λόγια στο χαρτί, είναι τρόπος ερμηνείας του μέσα και του έξω σύμπαντος.

Μου έκανε εντύπωση η φράση σας για την ποίηση: «Είναι η ελευθερία του τρόπου της που με συναρπάζει, η σωτηρία που απλόχερα χαρίζει από τη βασανιστική κυριολεξία της γλώσσας». Και εδώ το θέμα «γλώσσα», ο ακρογωνιαίος λίθος του πολιτισμού μας, δείχνει να σας απασχολεί…
Ευτυχώς που η ποίηση βρίσκει τον τρόπο να απελευθερώνει τη γλώσσα από την αμείλικτη κυριολεξία της. Και η δράση της αυτή επιδρά ανακουφιστικά σε κάθε έναν από εμάς. Και τα διδάγματα αυτής της απελευθέρωσης εντάσσονται δια παντός στον Πολιτισμό μας. Να μερικά παραδείγματα από τον ποιητικό λόγο του τραγουδιού μας: «Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι». «Γιατί τα χέρια είναι σχοινιά και τα κορμιά καράβια». «Δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα μια και μπήκα». «Σπασμένο καράβι, νά ’μαι τώρα βαθιά, έτσι νά ’μαι». «Βασίλεψες αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση». «Κίτρινη πόλη, παραμονές βροχής». «Κι εσύ που ξέρεις όσα η καταιγίδα, δεν έχεις κάτι για να μου πεις». «Όταν γεννιέται ο άνθρωπος, ένας καημός γεννιέται». Κι η ανθολόγηση τέλος δεν έχει...

Ας πούμε ότι κρατάτε από το ένα χέρι ένα δίσκο σας και από το άλλο αυτή την ποιητική σας συλλογή. Μπορείτε να προσδιορίσετε ποια εσωτερική σας ανάγκη καλύπτει η ποιητική έκφραση σε σχέση με τη μουσική;
Το τραγούδι, όπως είπα και πριν, είναι τέχνη μινιμαλιστική, συντομογραφική, οριοθετημένη σε χρόνο ροής σύντομο, σχεδόν ραγδαίο. Η μουσική όμως (η «καθαρή» μουσική, χωρίς λόγο, μόνο με ήχο) είναι η πιο ελεύθερη και συνειρμικά «αυθαίρετη» κι υποκειμενκή τέχνη. Αυτή με οδηγεί στην ποίηση κι ας απουσιάζει φαινομενικά από το ποίημα, στην ουσία είναι παρούσα: Η ποίηση (οφείλει να) έχει ρυθμό αυθεντικό, μουσικότητα στον «ήχο» της. Δίκαια ο Σεφέρης είπε πως πρέπει να διαβάζεται φωναχτά, όχι «από μέσα μας», να «ακούγεται». Όπως η μουσική. Η ανάγκη της έκφρασης μου, πάντως, παραμένει η ίδια –το μέσον μπορεί να αλλάζει, όταν αισθάνομαι πως υπηρετεί πιο αποτελεσματικά εκείνο το απρόσιτο άρρητο που κάθε καλλιτέχνης προσπαθεί απελπισμένα μια ζωή να πείσει να εξελιχτεί σε ρητό. Δύσκολος δρόμος, σχεδόν αδιάβατος. Όμως ο μοναδικός, άλλος δεν υπάρχει.
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet