teleutaia1

Η Αθηνά Νικολάου, αυτή τη φορά, από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, θα εμφανιστεί, όχι με ποίηση, αλλά με ένα ακόμη πεζό –το πρώτο, «Το ιατρείο» από το Θεμέλιο, το 1989– την «Ακρινή Πολιτεία». Το χρονικό που μας διηγείται ζει συγχρόνως και μέσα στο περιβάλλον παραμυθιών του τόπου όπου συμβαίνει, με πολλές ιστορίες και θρύλους από αυτή την ακρινή πολιτεία. Χρονικό και παραμύθια ακούνε τους ίδιους ήχους, ευφρόσυνους, λυπητερούς και αναζητούν τον τρίτο συνομιλητή, τον αναγνώστη. Διαλέξαμε -για να γνωρίσουν οι αναγνώστες μας τη συγγραφέα, με τη φειδωλή παρουσία, αλλά απαιτητική γραφή, την Αθηνά με τη διακριτική και συνάμα αισθητή παρουσία στην παράλληλη διαδρομή μας- μια ιστορία χαρμόσυνη, ενώ δεν μας διαφεύγει καθόλου ότι σ’ αυτή την πολιτεία, την ακρινή, περισσεύουν οι λυπητερές, από τη ζωή των απλών ανθρώπων, όπως αυτοί εμπλέκονται στα γυρίσματα της ιστορίας και το συνεχή αγώνα της επιβίωσης. Από τις ιδιωματικές λέξεις και τις χαρακτηριστικές φράσεις, αυτός ο τόπος όπου διαδραματίζονται όλα αυτά μοιάζει να διατρέχεται από το μεγάλο και ιστορικό ποτάμι της δυτικής Πελοποννήσου.

 

«Ανάμεσα στα τόσα του γλεντιού και της χαράς ξεχώριζε εκείνο με τα προικιά της νύφης. Γιατί και την ομορφιά του είχε αυτό, αλλά και τη διάρκειά του.
Με το που έμπαινε η εβδομάδα του γάμου, μαζεύονταν στο σπίτι της νύφης οι φιλενάδες της και οι μικρές συγγένισσές της, για να της ετοιμάσουν τα προικιά της.
Όπου μέσα - έξω στο σπίτι και στην αυλή τα κοριτσόπουλα και γύρω από τη βρύση, μικρό μελίσσι ασίγαστο, που βρήκε ήλιο κι άνοιξη και τόπο ανθισμένο.
Έτσι, λοιπόν, αυτές να γυροφέρνουν όλη την ώρα εκεί και να κρυφογελούν, και να κάνουν πειράγματα μεταξύ τους για την πρώτη νύχτα του γάμου και να στήνουν οι γερόντισσες αυτί να τις ακούσουν, και να ερυθριούν αυτές και τάχα έτσι ντροπαλές να το γυρνάνε στο τραγούδι.
Mε χαρές και με τραγούδια τα ετοίμαζαν τα προικιά. Τα έπλεναν, τα φρεσκοσιδέρωναν και έκαναν την κάθε προετοιμασία.
Η Παρασκευή ήταν η μεγάλη μέρα. Σήμερα είχαν να τα εκθέσουν. Η δουλειά είχε τις απαιτήσεις της, και άρχιζαν από τα χαράματα. Έπρεπε να τα στήσουν ωραία και ομορφοστολισμένα.
Γι’ αυτό διάλεγαν τα πιο όμορφα κομμάτια και τα πιο φανταχτερά, και τα έβαζαν αυτά σε πρώτη θέα, που θα περνούσαν να τα ευχηθούν να έχουν να πουν και τον καλό τον λόγο για τη νύφη την προκομμένη, και για τη μάνα της την προκομμένη και για όλη την οικογένεια.
Τα έστηναν στη μεγάλη σάλα του σπιτιού και, αν ήταν και περίσσευαν, στόλιζαν και τις διπλανές κάμαρες. Κάποτε η έκθεση απλωνόταν και στο διάδρομο ακόμα.
Οι γερόντισσες κάθονταν γύρω – γύρω στα καθίσματα εύθυμες και συγκινημένες, και παρακολουθούσαν τις νεαρές και τις συμβούλευαν, αλλά το πιο πολύ τραγουδούσαν το τραγούδι της μέρας, το ευχητικό, που τόσες φορές το είχαν τραγουδήσει στο μάκρος της ζωής τους, που σήμερα το μάκρος της ζωής τους το ’χαν για περηφάνια τους και καμάρωναν και το πρόσωπό τους έλαμπε, επειδή μόνο τις λαμπρές μνήμες έκραζαν κοντά τους τώρα.
Άμα ανέβαινε ο ήλιος στα ψηλά, άρχισαν να φθάνουν οι συντοπίτες, γυναίκες και άντρες και παιδιά.
Τα θαύμαζαν, λοιπόν, τα ξαναθαύμαζαν και για τα «καλορίζικα» έριχναν πάνω τους ρύζια και ανθοπέταλα, και έριχναν εκεί και τον οβολό τους, ο καθείς κατά το έχει του.
Το ρύζι, όμως, το πετούσαν άφθονο με τις φούχτες, και οι τελευταίοι δεν είχαν πια πού να πατάνε, παντού το πάτωμα έτριζε.
Έξω στην αυλή έστηναν χορούς κυκλοτερούς και δυο και τρεις, και χόρευαν μικροί μεγάλοι.
Οι κοπέλες τώρα πρόσφεραν γλυκά με τις μεγάλες πιατέλες και πρόσεχαν μέσα σε τόσο κέφι να μην παραπατήσουν και τις σπάσουν, και πάνε και τα γλυκά χαμένα. Οι άντρες κερνούσαν το κρασί και έπιναν κι αυτοί και έφερναν και ξανάφερναν από το κατώι. Εμ, πώς αλλιώς θα το ’χαν; Τέτοιες ώρες το κρασί έρεε άφθονο.
Μόλις ο ήλιος έπιανε να κατηφορίζει, έπεφταν χέρια πολλά μαζί να τα ετοιμάσουν για το φευγιό τους, να τα φορτώσουν, να την τελειώνουν στα γρήγορα ετούτη τη δουλειά.
Σε λίγο τα άλογα έστεκαν φορτωμένα και η πομπή ήταν έτοιμη να ξεκινήσει για το σπίτι του γαμπρού.
Μπροστά πήγαιναν οι νέοι που κρατούσαν ψηλά πάνω από το κεφάλι τους τα μεγάλα κάνιστρα. Όλοι στον λαιμό τους φορούσαν μαντήλια άσπρα μεταξωτά, ενώ από τα κάνιστρα κρέμονταν γύρω – γύρω ωραία κεντήματα, ασπροκέντια και χρωματιστά, και δαντέλες όμορφες και λεπτοκαμωμένες. Πιο πίσω ακολουθούσαν οι νέες κοπέλες με τα γιορτινά τους φορέματα. Κρατούσαν και αυτές καλάθια, αλλά μικρότερα. Αυτές τα έφερναν μπροστά τους, όπως κρατούν τα εικονίσματα όταν τα βγάζουνε σε λιτανεία. Και τα δικά τους καλάθια ήταν γεμάτα με προικιά και ωραία στολισμένα. Μάλιστα, αυτές εκεί μέσα έριχναν και δαφνόφυλλα και λουλούδια της εποχής, όπως και άλλα μυρωδικά, για να πάνε τα ρούχα στο σπίτι του γαμπρού μυρωμένα.
Έπειτα ακολουθούσαν τα άλογα φορτωμένα με τα πιο βαριά πράγματα, όπως παπλώματα, κουβέρτες, σκεύη του νοικοκυριού και άλλα διάφορα, ναι, και καζάνια που λαμποκοπούσαν φρεσκογανωμένα.
Και τα άλογα και αυτά τα ήθελαν στολισμένα και τους έδεναν από τις καπιστράνες άσπρα μεταξωτά μαντήλια.
Εβάδιζαν όλοι με βήμα χορευτικό και τραγουδούσαν το ίδιο τραγούδι.
Οι α­γω­γιά­τες με το ό­μορ­φο α­γώι με το έ­να χέ­ρι κρα­τού­σαν χα­λα­ρά το χα­λι­νά­ρι του α­λό­γου, ε­νώ το άλ­λο το σή­κω­ναν ψη­λά για να δί­νει τον χο­ρευ­τι­κό ρυθ­μό.
Έτσι ό­δευε η πο­μπή με το κρα­σί και με το τρα­γού­δι και ό­λο στο χο­ρευ­τά, και ό­ταν έ­φθα­νε στο σπί­τι τού γα­μπρού,πά­λι ε­κεί να ρέει ά­φθο­νος ο οί­νος, α­τσι­γκού­νευ­τος και μυ­ρω­δά­τος.
Εάν ήταν να φύγουν τα προικιά για ξένο τόπο, τις ώρες τους τότε τις κανόνιζαν αλλιώς.
Πάντως, είτε έτσι, είτε αλλιώς, το γλεντούσαν το τυπικό με την ψυχή τους».
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet