Εκβιάζεται η Αθήνα με όπλο την καθυστέρηση της αξιολόγησης
Το ζήτημα που λειτούργησε σαν αφορμή για την πρόσφατη όξυνση στις σχέσεις τής Ελλάδας με ορισμένους από τους θεσμούς και κυρίως με τον γερμανό υπουργό Οικονομικών, ουσιαστικά έχει πάψει να υφίσαται. Η καταστροφική για το πρόγραμμα «μονομερής ενέργεια», δηλαδή το έκτακτο βοήθημα στους χαμηλοσυνταξιούχους και η αναστολή εφαρμογής του νέου ΦΠΑ σε ορισμένα νησιά για το 2017, μετά τις δηλώσεις όλων των σχετικών με το θέμα φορέων ότι δεν θα έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις, έχει συρρικνωθεί σε μια απαίτηση για διαβεβαίωση ότι δεν θα έχει μόνιμο χαρακτήρα. Πράγμα που ήταν σαφές ήδη από την εξαγγελία των μέτρων από τον πρωθυπουργό.
Η γραπτή διαβεβαίωση που ζητείται έχει ήδη δοθεί με τη νομοθέτηση του έκτακτου μέτρου από τη βουλή. Είναι, λοιπόν, θέμα χρόνου να κλείσει το ζήτημα, από το οποίο αυτό που μένει πρακτικά, είναι η υπενθύμιση για άλλη μια φορά ποιος απαιτεί να έχει στην εποπτεία τον τελευταίο λόγο, δηλαδή ο κ. Σόιμπλε. Αλλωστε, στη συγκεκριμένη περίπτωση όχι μόνο η Κομισιόν, αλλά και η πλειονότητα των μελών του Γιούρογρουπ φρόντισαν να προβάλουν δημόσια τη διαφορετική στάση τους.
Πρόκειται για ένα παιχνίδι επίδειξης ισχύος, όπως θα συμπεράνουμε και από τις επόμενες πράξεις του δράματος, που προβλέπουν νέα εμπόδια στην εφαρμογή των ήδη αποφασισμένων βραχυπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Η στάση του κ. Σόιμπλε δείχνει ότι η υπόθεση της ελάφρυνσης που αναγκάστηκε να αποδεχθεί, προτιμάει να παραμείνει σε εκκρεμότητα ως μέσο εκβιασμού της ελληνικής κυβέρνησης στη διαδικασία αξιολόγησης. Μια στάση που δεν φαίνεται να συμμερίζονται τα περισσότερα μέλη της ευρωζώνης, καθώς τα δικά τους συμφέροντα υποδεικνύουν την έγκαιρη διευθέτηση τόσο της αξιολόγησης όσο και του χρέους, όχι βέβαια χωρίς όρους. Αντίθετα, ο κ. Σόιμπλε θα προτιμούσε να περιμένει την άνοιξη ελπίζοντας ότι θα του φέρει σύμμαχο τον κ. Φιγιόν στη γαλλική προεδρία.