Του Παναγιώτη ΝούτσουΜε αφορμή το βιβλίο: «Η αποκρυπτογράφηση του Κεφαλαίου» (που πρόσφατα έχει μεταφραστεί στην ελληνική) ο Άλεξ Καλλίνικος έρχεται ξανά στην εγχώρια «επικαιρότητα» ως «σχολιαστής» της, τόσο ως «ανατόμος» όσο κυρίως ως «δεοντολόγος» (με την απόφανση: «πρέπει να ξαναχτισθεί η Αριστερά») Συγγραφικά τον γνωρίζω από τα πρώτα του δημοσιεύματα (για παράδειγμα: Althusser’s Marxism, 1976 και Against Postmodernism, 1990· βλ. τα βιβλία μου: Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, τ.Δ΄, 1994, 541 και Ελληνοαυστραλία, 1996: 508). Ας μου επιτραπεί να επιστρέψω σε άλλο βιβλίο μου (Κόμβοι στη συζήτηση για το έθνος, 2006: 100, 400-402) και στον τρόπο που ο Ε.Π. Τόμσον αντιμετώπισε τις απόψεις του Αλτουσέρ ως “Stalinism reduced to the paradigm of theory”. Κυρίως, όμως, στο μνημονευόμενο συνέδριο που οργάνωσε ο τομέας Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Κρήτης (Ηράκλειο, Ιούνιος 2006) με αντικείμενο: «Ηθική και Πολιτική», στο οποίο εισηγήθηκα το θέμα: «Biopolitique: μια θεωρία χωρίς πολιτική;» ̇
Ειδικότερα είχα σταθεί και στον Τζόρτζιο Αγκάμπεν: στη «χειρονομία» της εξουσίας με την αστυνομία να συμπεριφέρεται ως «Souverain» Συμπορεύεται σ’ αυτήν την αντιμετώπιση του «παγκόσμιου κράτους εξαίρεσης» κι ο Άλεξ, από πατέρα Ιθακήσιο και μητέρα Αγγλίδα, που εκτός από τον Νέγκρι (ό,τι συνιστούσε την κατακλείδα της ανακοίνωσή μου) περιέλαβε και τον Μπαντιού. Με τη σειρά μου τον ρωτώ ποια είναι η οφειλή του τελευταίου τουλάχιστον στον Τζόρτζιο: η εξουσία μετασχηματίζεται σε «μηδενιστική δύναμη χωρίς άλλους στόχους εκτός από τη συνεχή της αυτοπραγμάτωση και χωρίς άλλη αλήθεια εκτός από τη σκηνική της παρουσία» (Badiou 2003).
Ο συνάδελφος του King’s College, χειμαρρώδης ακτιβιστής, μόλις δημοσίευσε το βιβλίο του: The Resources of Critique, στο οποίο δεν βρήκε την αρμόζουσα θέση ο Αγκάμπεν. Από την πλευρά μου τον επανατοποθετώ στο κεφάλαιο για την «παγκόσμια επανάσταση» ενός άλλου βιβλίου του, όπου εκθέτει και τις αντιλήψεις των Μαρξ και Ένγκελς για τις «εθνικές διαφορές». Έτσι ξαναπιάνουμε την κατακλείδα του Μανιφέστου, τους Νοτιοσλάβους ως «λαό χωρίς δική του ιστορία», τους Ιρλανδούς των δεκαετιών 1860 και 1870, στον αγώνα τους για την «εθνική ανεξαρτησία», και τον «εθνικισμό των ιμπεριαλιστικών χωρών», με λενινιστικό το κριτήριο αν τα «εθνικά κινήματα συνεισφέρουν στα γενικά συμφέροντα της επανάστασης» (Callinicos, Οι επαναστατικές ιδέες του Marx, 1995). Προφανώς αναδεικνύω τη συμβολή του Λεβί στην κατανόηση της ιστορικής συγκυρίας κατά τη διατύπωση αυτών των μαρτυριών, ενώ επιστρέφω στο πρωτότυπο μιας επιστολής του Μαρξ στον Ένγκελς σχετικά με όσα διαδραματίσθηκαν σε συνεδρία του «International Council». Κι αν οι εκπρόσωποι της «νέας Γαλλίας» διακήρυξαν ότι «κάθε εθνικότητα, ακόμη και τα έθνη» αποτελούν «préjugés surannés», ο ίδιος ο Μαρξ αντέτεινε σε όσους μίλησαν «γαλλικά», δηλαδή σε μια γλώσσα που οι περισσότεροι δεν κατάλαβαν, ότι η «Negation der Nationalitӓten» σήμαινε τελικώς την «απορρόφησή τους από το γαλλικό πρότυπο έθνους» (20.6.1866: 228/229).
Ο Μαρξ και οι κρίσειςΌσο για το πώς αντιμετωπίζει ο Μαρξ τις «κρίσεις», θα μπορούσα να απευθυνθώ στον ίδιο τον «παππού» (βλ. το βιβλίο μου: Ο Marx στον καθρέφτη, 2014: 187, 190,192/3). Δηλαδή, τουλάχιστον να επιμείνω στα εξής:
α) Τι μπορούσες να προβλέψεις ως προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα;
Είχα μπροστά μου ένα «σύστημα παραγωγής», στο οποίο «όλη η συνοχή της διαδικασίας αναπαραγωγής» του στηρίζεται στην «πίστη». Αυτός ακριβώς ο «κοινωνικός χαρακτήρας» του κεφαλαίου, ας το επαναλάβω, επιτυγχάνεται «ολοσχερώς» με την «πλήρη ανάπτυξη του πιστωτικού και τραπεζικού συστήματος». Το «ανώτατο όριο της πίστης» εδώ ισούται με την «πλήρη απασχόληση του βιομηχανικού κεφαλαίου». Δηλαδή, με την «ανώτατη ένταση της αναπαραγωγικής του δύναμης», χωρίς πάντως να λαμβάνει υπόψη τα «όρια της κατανάλωσης». Στο δια ταύτα: «όσον καιρό ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας» 0α εμφανίζεται ως η «χρηματική ύπαρξη (Gelddasein) του εμπορεύματος», δηλαδή ως ένα «πράγμα» έξω από την πραγματική παραγωγή», οι «χρηματικές κρίσεις» είναι «αναπόφευκτες», είτε «ανεξάρτητα από τις πραγματικές κρίσεις» είτε ως «όξυνση πραγματικών κρίσεων» (1894: 451-457, 620/621, 505/506, 500, 533). «Plethora», για να συνεννοηθούμε καλύτερα, παραθεμάτων…
β) Ξανά, λοιπόν, τι είναι η «κρίση»;
Οι πάντες «κρίνονται» και πριν απ’ όλους οι «κριτικοί» της. Έτσι, ως «τελική αιτία των πραγματικών κρίσεων παραμένει η φτώχεια και ο περιορισμός της καταναλωτικής δύναμης των μαζών» («Massen»). Και τούτο «απέναντι» στην «τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής» να «εξελίσσει τις παραγωγικές δυνάμεις» κατά τέτοιο τρόπο που να αποτελεί «όριό» της «μόνο η απόλυτη καταναλωτική ικανότητα της κοινωνίας». Είχε προηγηθεί, σ’ αυτήν την εκτίμηση, η εικόνα του «Zyklus» και του συνοδευτικού «Krach», στραμμένη μάλιστα στα «κεφαλαιοκρατικώς αναπτυγμένα έθνη» (1849:501, 500, 501, 506 – 510).
γ) Συγκαταλέγεσαι στους θρηνωδούς της «κρίσης»;
Μα αυτή αποτιμάται θετικά, εφόσον ως «ακαριαία λύση» των «πιεστικών εκρήξεων» αποκαθιστά τη «διαταραγμένη ισορροπία» («gestörte Gleichgewicht») και επιφέρει μια νέα «επανάσταση» (1849:259/260, 277). «Daher die Krisen»….Επιπλέον, να θυμίσω ότι την απόφανση πως «κάθε νέα επανάσταση είναι απλώς δυνατή ως αποτέλεσμα μιας νέας κρίσης (Ιαν. 1850: 440)…
δ) Δεν είχες σταθεί στις «χρηματικές κρίσεις»;
Υπονοείς ότι διακρίνω τη «χρηματική κρίση» από το «ειδικό βάρος της κρίσης» που ως «αντίκτυπος επιδρά στη βιομηχανία και το εμπόριο». Στις περιπτώσεις αυτές το «κινητό τους κέντρο» («Bewegungszentrum») τοποθετείται στο «χρηματικό κεφάλαιο» («Geld-Kapital»), γεγονός που αντανακλάται «άμεσα» στην «τράπεζα, το χρηματιστήριο και τη χρηματική κυκλοφορία» (1867: 152, σημ.).
ε) Έως πότε ισχύει το «προσωρινά» στο γεγονός των «κρίσεων»;
«Για μια στιγμή» ή «für den Augenblick» (1894: 259); Πράγματι, έχω ορίσει τις «κρίσεις» ως «τεράστιες εκρήξεις» που αποκαθιστούν, όπως προείπα, «προσωρινά τη διαταραγμένη ισορροπία». Σε μια μακροκλίμακα της ιστορικής διαδρομής και προοπτικής του καπιταλισμού μπορούσε κανείς να διαγνώσει τη διαδοχή των «κύκλων» που αυτός διανύει: «περίοδοι μέσης ζωτικότητας, παραγωγής υπό ένταση (Hochdruck), κρίσης και στασιμότητας». Αναντίρρητα, εδώ δεν γίνεται λόγος για την «έξοδο» ή για τις «εξόδους» από τον «κύκλο». Γιατί χρησιμοποιώ τη δυνατότητα του πληθυντικού; Ήδη έχω κάνει το βήμα από την αφαίρεση στα κράσπεδα της ιστορίας: ο «νόμος» κατά την «πραγμάτωσή» του προφανώς «τροποποιείται από διάφορες περιστάσεις». Πότε όμως καθίσταται πλήρως αναστρέψιμος ή -έστω- ανενεργός; Πάντως, η φθίνουσα πορεία της «υπεραξίας» ή της «απλήρωτης εργασίας», δεν αναμένεται να φτάσει σε τέτοιο σημείο ώστε να απειλήσει το ίδιο το «κεφαλαιοκρατικό σύστημα» (1867: 277, 661, 673, 675, 647-649).
* Ο Π. Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής της Κοινωνικής και πολιτικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Σημείωση: πρόκειται για κείμενο της 20ης «συνάντησης» του βιβλίου: Γνώσης «επίγνωση» («Παπαζήσης» 2017) που θα κυκλοφορήσει σύντομα. Το βιβλίο σχεδιάσθηκε, γράφτηκε και πήγε στο τυπογραφείο πριν εμφανισθεί ο θόρυβος για την «post-truth».