Στις χώρες της Εσπερίας έχει ανοίξει εσχάτως μια νέα συζήτηση που διεξάγεται μέσα στα φόρουμ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και στα μπλoγκς, καθότι ελάχιστα άρθρα έχουν φιλοξενηθεί στον τύπο ή στα περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας. Η συζήτηση αφορά γονείς και των δύο φύλων, κυρίως, όμως, γυναίκες, που δηλώνουν πως μετανιώνουν που έκαναν παιδιά.
Είναι μια σκέψη που πολλοί την κάνουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους ή σε εμπιστευτικές συζητήσεις με καλούς φίλους, αλλά που δεν τολμούν να την εκφράσουν δημόσια, φοβούμενοι τον στιγματισμό. Η, δε, φετιχοποίηση της μητρότητας και της πατρότητας, στην οποία έχουν συμβάλλει και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τις συνεχείς φωτογραφίες που ανεβαίνουν στα προφίλ, ιδίως των διασήμων, στο φέισμπουκ και το ίνσταγκραμ, το κάνουν ακόμη δυσκολότερο.
Η πίεση στις γυναίκεςΕίναι δυνατόν να μετανιώνεις κανείς που έκανε παιδιά; Τα παιδιά είναι η χαρά της ζωής και ο σκοπός ύπαρξης ενός ζευγαριού, θεωρούν οι περισσότεροι. Και πολλές φορές κάνουν το λάθος να ταυτίζουν τους εαυτούς τους με τις διασημότητες που έχουν ένα στρατό από ντανταδές και βοηθητικό προσωπικό για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν· και ακόμη και αυτοί δεν τα καταφέρνουν, αν κρίνουμε από τις πολλές περιπτώσεις επιλόχειας κατάθλιψης ή τα διαζύγια που πέφτουν βροχή λίγους μήνες μετά την γέννηση των παιδιών.
Οι γυναίκες αναμφισβήτητα είναι αυτές που υποφέρουν περισσότερο και αυτές που έχουν το μεγαλύτερο πρόβλημα να μιλήσουν. Σε αυτές σχεδόν απαγορεύεται, βάσει ενός άγραφου νόμου, να παραδεχτούν πως έχουν μετανιώσει που έκαναν παιδιά. Όλες μας βιώνουμε το άγχος και την πίεση, τόσο από το οικογενειακό όσο και από το ευρύτερο κοινωνικό μας κύκλο —ακόμη και από τους/τις γυναικολόγους μας— να τεκνοποιήσουμε μήπως και δεν προλάβουμε. Γιατί ως γνωστόν από τα 35 και μετά γίνεται σταδιακά δυσκολότερο να συλλάβεις.
Με αυτό το δεδομένο πολλές ωθούνται να κάνουν παιδί, πολλές φορές και με τον πρώτο τυχόντα, για να βιώσουν και αυτές την εμπειρία της μητρότητας. Στην πορεία, όμως, διαπιστώνουν τις τεράστιες αλλαγές που φέρνει η γέννηση ενός παιδιού στην ζωή των γονιών του. Μιλάμε για ξενύχτια, πίεση, άγχος που πολλές φορές οδηγεί σε επιλόχειο κατάθλιψη. Παππούδες και γιαγιάδες που ξεσπιτώνονται και αλλάζουν τόπο διαμονής για να βοηθήσουν τα παιδιά τους να μεγαλώσουν τα τέκνα τους, δεδομένου ότι τα σύγχρονα ζευγάρια δεν έχουν την πολυτέλεια να μην εργάζονται και δεν μπορούν να πληρώνουν παιδικούς σταθμούς. Και όλα αυτά μεταφράζονται σε τύψεις και ενοχές που βασανίζουν κυρίως τις γυναίκες. Τύψεις γιατί αισθάνονται ότι στερούν τη μητρική φροντίδα στο παιδί τους, γιατί παραμελούν το σύντροφο τους και ταλαιπωρούν τους γονείς τους.
Επίσης η απόκτηση παιδιού καθιστά την εργασιακή εξέλιξη μιας γυναίκας σχεδόν αδύνατη και τις ίδιες τις θέσεις εργασίας επισφαλείς, γιατί στην ουσία δεν παρέχεται καμία ουσιαστική διευκόλυνση στις μητέρες. Ούτε ευέλικτα ωράρια, ούτε παιδικοί σταθμοί εντός των χώρων εργασίας, ούτε κατανόηση και ευελιξία στις απαιτήσεις. «Ισότητα δεν θέλατε;» αντιτείνεται πολλές φορές. Λες και η ισότητα πρέπει να οδηγεί στη βιολογική και ψυχολογική εξόντωση του ατόμου. Όχι, όταν μιλάγαμε για ισότητα, δεν εννοούσαμε αυτό.
Μια οφειλόμενη συζήτησηΤο αποτέλεσμα είναι να καταρρέουν οι σχέσεις των γονιών και να οδηγούμαστε σε διαζύγια που δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση και κάνουν εντονότερο το στρες, επειδή πρέπει τα άτομα να αντιμετωπίσουν και τα οικονομικά προβλήματα που προκύπτουν, όταν ένα ζευγάρι χωρίζει και που στο παρόν οικονομικό πλαίσιο κάνουν τον βίο αβίωτο. Αν λάβει κανείς όλα αυτά υπόψιν, κατανοεί την τεράστια αύξηση στην κατανάλωση αντικαταθλιπτικών χαπιών, γιατί χωρίς θεραπευτική αγωγή είναι δύσκολο για πολλούς να βγάλουν την μέρα.
Η όλη εμπειρία, λοιπόν, της μητρότητας ή της πατρότητας βιώνεται με ένα εξαιρετικά δυσάρεστο τρόπο, που οδηγεί πολλούς να μετανιώνουν που προχώρησαν στην απόκτηση ενός παιδιού και να αναπολούν την εποχή που είχαν κοινωνική ζωή, όνειρα και φιλοδοξίες που έχουν πια αφήσει πίσω τους. Η ανάγκη να μοιραστεί κανείς αυτούς τους προβληματισμούς και να βρει και άλλους συμπάσχοντες μέσα από την ανωνυμία του διαδικτύου είναι ο λόγος που πολλοί προσφεύγουν στα φόρουμ των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Και αυτό γιατί δεν υπάρχουν πια οι σύλλογοι ή οι οργανώσεις εκείνες που θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και να βρει στήριξη και βοήθεια.
Το προσωπικό είναι πολιτικό ,έλεγαν οι φεμινίστριες τις δεκαετίες του ΄70 και του΄80 και αυτό παραμένει μια μεγάλη αλήθεια. Η συζήτηση αυτή πρέπει να αρχίσει να γίνεται ανοιχτά, χωρίς ταμπού και προκαταλήψεις, σε οργανώσεις και συλλογικότητες προκειμένου μέσα απ’ αυτή να αναζητηθούν αιτήματα και προτάσεις-λύσεις που θα βοηθήσουν τους νέους γονείς να υποστηρίζουν την επιλογή τους, χωρίς να πρέπει να φτάσουν στα όρια της ψυχολογικής και σωματικής τους κατάπτωσης .
Σε κοινωνίες που μαστίζονται, δε, από την υπογεννητικότητα και αντιμετωπίζουν δημογραφικά προβλήματα, πρέπει να σχεδιαστούν πολιτικές που θα βοηθούν τον κόσμο να μην φοβάται και να μην μετανιώνει που έκανε παιδιά, και που θα αισθάνεται ότι η απόκτηση ενός παιδιού δεν τον εμποδίζει να μπορεί να έχει καριέρα, να συνεχίζει τις σπουδές του και να απολαμβάνει τις μικρές και τις μεγάλες χαρές της ζωής. Κυρίως δεν θα πρέπει να αισθάνεται ότι είναι μόνη ή μόνος.
Γεωργία Σίμωση