Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, “Τραμπάλα”, εκδόσεις ΜελάνιΟ Χρήστος Αρμάντο Γκέζος εμφανίστηκε στα γράμματά μας ως ποιητής το 2012, με τη συλλογή Ανεκπλήρωτοι φόβοι, για την οποία και τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Θα ακολουθήσει το μυθιστόρημα Λάσπη και πρόσφατα η συλλογή Τραμπάλα, δέκα διηγήματα που ακολουθούν ισάριθμους ανθρώπινους τύπους, νέους άντρες που «βασανίζονται εξίσου από τη μοναξιά και από τη συντροφικότητα», όπως λέει το οπισθόφυλλο του βιβλίου ή ίσως ακόμη περισσότερο από τη μοναξιά μέσα στη συντροφικότητα, μέσα στη συνύπαρξη με τους άλλους. Δέκα άντρες που νιώθουν ξένοι, ξένοι στη ζωή τους, ξένοι για τους άλλους, ακόμη και τους πιο οικείους, τους γονείς, τη σύντροφο, τους φίλους.
Στην Τραμπάλα ο Γκέζος επισκέπτεται έναν αγαπημένο τόπο της λογοτεχνίας, εκεί όπου κατοικούν όσοι διαλέγουν πάντα τη θέση δίπλα στο παράθυρο του τρένου, όσοι περνούν βιαστικοί και για λίγο από τις παρέες, επισκέπτονται τακτικά κάποιον γιατρό («ανάλγητο συνταγογράφο μιας αγιάτρευτης πληγής»), άνθρωποι που παρατηρούν τις μικρές καθημερινές λεπτομέρειες που για τους πολλούς περνούν απαρατήρητες, που βιώνουν οδυνηρά την αγωνία της ύπαρξης, το βάρος της μνήμης ή το φόβο του επικείμενου θανάτου. Μετωνυμία του συγγραφέα, του κάθε συγγραφέα, οι οριακά αποσυνάγωγοι, περιθωριακοί, ήρωες του Γκέζου διασχίζουν με τις ιστορίες τους τα διηγήματά του αφηγούμενοι σε πρώτο ως επί το πλείστον πρόσωπο και συχνά με παραληρηματικό κι ελλειπτικό λόγο τα ψυχικά τους άλγη. Οι αφηγητές των δέκα διηγημάτων που θα μπορούσαν εύκολα να συναιρεθούν σε ένα και μόνο πρόσωπο, σε μια διαδρομή ζωής, βιώνουν μια ασταθή ισορροπία, ζουν μια ζωή-τραμπάλα που ανεβοκατεβαίνει διαρκώς και μπορεί, ανάλογα με την κατανομή του βάρους, εξίσου εύκολα να τους οδηγήσει σε βαθιά γεράματα κι ένα κρεβάτι νοσοκομείου με (συμβατικά) θετικό απολογισμό ή με μια τρίχινη γραβάτα ασφυκτικά σφιγμένη σε έναν νεανικό λαιμό, έτσι όπως παρουσιάζει ο νεαρός συγγραφέας δυο διαφορετικές εκδοχές της ίδιας μέρας του αφηγητή-πρωταγωνιστή του ομώνυμου διηγήματος της συλλογής.
Τραυματικές οικογενειακές ιστορίες, ερωτικές αποτυχίες, παιδικά τραύματα, απώλειες και ματαιώσεις, περνούν μέσα από τα διηγήματα της Τραμπάλας όχι τόσο ως συμβάντα του βίου, αλλά μάλλον ως συμπτώματα, εκφάνσεις ενός ιδιαίτερου ψυχισμού. Ή όπως λέει ο αφηγητής του «Λευκού πίνακα», του τελευταίου διηγήματος της συλλογής, «εγώ, το ξέρω, λίγο-πολύ ήμουν από τότε ένας καταδικασμένος άνθρωπος», καθώς περιγράφει το τραγικό περιστατικό (την αυτοκτονία ενός καθηγητή) που σημάδεψε μια ολόκληρη τάξη παιδιών ενώπιον της οποίας έλαβε χώρα. «Καταδικασμένοι άνθρωποι», σκοτεινές ψυχές που βασανίζονται από εμμονικές σκέψεις, σωματοποιημένες σε αϋπνίες, εμετούς, χασμουρητά, παρατηρητικοί για την παραμικρή λεπτομέρεια και ευαίσθητοι σε κάθε άγγιγμα, με υψηλή συναισθηματική θερμοκρασία που μπορεί να εκραγεί σε βία ή αυτοκαταστροφή, αλλά και να παραμείνει υπό έλεγχο εξασφαλίζοντας έτσι τη συνέχεια της ιστορίας, τη συνέχεια της ζωής.
Ψυχή που αποτυπώνεται στο δέρμαΈνα ακόμη στοιχείο που κάνει ιδιαίτερες τις σκοτεινές ψυχικές διαδρομές των ηρώων του Γκέζου είναι η σωματικότητά τους, η υλικότητα με την οποία οι ήρωές τους παρατηρούν τον εαυτό τους και τους άλλους. Η ψυχή τους αποτυπώνεται στο δέρμα τους, στα σπλάχνα τους, στο ίδιο τους το σώμα και ταυτοχρόνως στο σώμα των άλλων, στις μικρές υλικές λεπτομέρειες που στοιχειώνουν τη ζωή τους.
Παρόλο που οι ιστορίες της Τραμπάλας αποφεύγουν να αγκυρωθούν σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, λιγοστά στοιχεία που βρίσκει ο αναγνώστης διάσπαρτα σε ένα ή δύο διηγήματα φαίνεται να δηλώνουν το χωροχρόνο όλης της συλλογής. Το κατεστραμμένο, παρηκμασμένο κέντρο της πόλης με το πλήθος των ζητιάνων στο διήγημα «Η μύγα» ή η ελληνική επαρχία στην οποία επιστρέφει ο νεαρός αφηγητής στο «Καρδιές για φάγωμα», μαζί με το βορειοηπειρώτικο ιδιόλεκτο των γονιών του, δίνουν τις αναγκαίες συντεταγμένες χωρίς να εγκλωβίζουν τις αφηγήσεις σ’ αυτές. Παράλληλα, οι συχνές αναφορές κυρίως σε κινηματογραφικές ταινίες, αλλά και σε βιβλία ή ζωγραφικά έργα, φτιάχνουν ένα παράλληλο σύστημα αναφορών για τους ήρωες του Γκέζου, τη δική του διαδρομή μέσα στον κόσμο της λογοτεχνίας και της τέχνης, εντείνοντας επιπλέον την αίσθηση πως οι ήρωές του αποτελούν ένα είδος alter ego του συγγραφέα.
Σαν επεισόδια μιας μοναδικής ζωήςΈτσι μέσα από τα δέκα διηγήματα της Τραμπάλας ο αναγνώστης μένει με την εντύπωση πως παρακολουθεί διαδοχικά αν και όχι με χρονική σειρά τοποθετημένα επεισόδια μίας και μοναδικής ζωής, ενσταντανέ μιας διαδρομής που άλλοτε γυρίζει στο παρελθόν της παιδικής ηλικίας κι άλλοτε προβάλλεται σ’ ένα ώριμο μέλλον, που πότε αποσύρεται από τη ζωή και πότε επιστρέφει ξανά σ’ αυτήν, διαδοχικά απομονώνεται και ξαναδοκιμάζει να σχετιστεί με τους άλλους, για να επιστρέψει και πάλι σε έναν μονήρη εαυτό ή να βρει μια στιγμή ανάπαυλας κρατώντας ένα αγαπημένο χέρι, κερδίζοντας και χάνοντας διαρκώς, ξανά και ξανά, όχι δυστυχισμένος εντέλει, αλλά βασανισμένος και κουρασμένος, με αυτή την «αίσθηση κόπωσης που πηγάζει κατευθείαν από το κέντρο του εγκεφάλου», όπως λέει ο αφηγητής του «Λευκού πίνακα».
Η μεγαλύτερη αρετή, ωστόσο, του νεαρού συγγραφέα έγκειται στη γλώσσα που φτιάχνει για να αφηγηθεί τις ιστορίες του, γλώσσα παραληρηματική και τολμηρή, της οποίας φαίνεται να μη χάνει ποτέ τον έλεγχο. Εσωτερικοί μονόλογοι, μακροπερίοδος λόγος που διατηρεί την προφορικότητά του και ταυτοχρόνως μια έντονη ποιητικότητα, μια γλώσσα που συχνά εκρήγνυται και εκτροχιάζεται, διατηρώντας ωστόσο εξαιρετικά την ισορροπία ανάμεσα σ’ αυτό που λέγεται και σε εκείνο που αποσιωπάται, χωρίς καμία παραχώρηση στο περιττό. Από αυτή την άποψη, σ’ ετούτο το δεύτερο πεζογραφικό βιβλίο του, ο Γκέζος αποδεικνύει ότι έχει κατακτήσει μια αξιοσημείωτη για την ηλικία του συγγραφική ωριμότητα.
Έφη Γιαννοπούλου