Ενα ακόμα περιστατικό εργοδοτικής εκμετάλλευσης έλαβε χώρα στον τομέα καθαριότητας, έναν από τους πιο βρώμικους του εργολαβικού καθεστώτος.
Η εργολαβική εταιρεία ISS που είναι υπεύθυνη για την καθαριότητα του Μετσόβιου Πολυτεχνείου την περασμένη εβδομάδα προχώρησε σε ξαφνικές περικοπές στους μισθούς των εργαζομένων της. «Οι περικοπές είναι από 60 έως 90 ευρώ το μήνα, αφορούν το επίδομα γάμου και τις τριετίες, τα οποία αν και έχουν καταργηθεί, η εταιρεία τα κατέβαλε κανονικά εδώ και τέσσερα χρόνια. Η διακοπή τους, που σημειώθηκε χωρίς προειδοποίηση και αιτιολογία, είναι εντελώς ανήθικη, καθώς στα πενιχρά χρήματα που παίρνουν οι γυναίκες σε αυτό το χώρο, μισθοί 500 ευρώ και λιγότερο, τα ποσά των περικοπών είναι ασφυκτικά», καταγγέλλεται στην «Εποχή» από την πρόεδρο του Συνδικάτου Καθαριστριών και Καθαριστών νομού Αττικής και Περιχώρων, Γιάννα Σαρρή.
Η εκμετάλλευση των εργολαβικών καθαριστριών-καθαριστών στο Πολυτεχνείο δεν σταματά εδώ μόνο. Παράλληλα, δουλεύουν περισσότερες ώρες απ’ όσες καταγράφονται επίσημα, με αποτέλεσμα να μην πληρώνονται για αυτές και να μην τους αποδίδονται όλα τα ένσημα. Αυτό έχει ένα ακόμα αντίκτυπο, καθώς, παρότι η εργασία τους εμπίπτει στις βαριές, επειδή το επίσημο ωράριό τους είναι ελαστικό και μερικό, δεν τους δίνονται τα βαρέα ένσημα, που έχουν ως προϋπόθεση το πλήρες οχτάωρο (παρότι πολλές φορές δουλεύουν ακόμα περισσότερες ώρες).
«Ταυτόχρονα, όταν οι εργαζόμενες ζητούν τις απαραίτητες αποδείξεις για τα δεδουλευμένα τους, τα ένσημα τους κτλ, δεν τους παρέχονται ποτέ από την εταιρεία, ώστε να μην μπορούν να ελέγξουν τις παρατυπίες και να συνεχίζεται κρυφά η εκμετάλλευσή τους», επισημαίνει η πρόεδρος του Συνδικάτου.
Κινητοποιήσεις των εργολαβικών εργαζόμενωνΟι καθαρίστριες του ΕΜΠ έχουν προχωρήσει σε κινητοποιήσεις προκειμένου να τους καταβληθεί ο κανονικός τους μισθός, κορυφώνοντάς τις από την περασμένη Τρίτη με συνεχόμενες 48ωρες απεργίες. Στον αγώνα τους συμπαρίστανται τόσο το διοικητικό και επιστημονικό προσωπικό του πανεπιστημίου, όσο και ο φοιτητικός σύλλογος. Ο πρύτανης, μάλιστα, του ΕΜΠ επικοινώνησε προσωπικά με εκπρόσωπο της εταιρείας, προκειμένου να αρθούν οι περικοπές. Η απάντηση ήταν αρχικά θετική, αλλά «δεν πρόκειται να σταματήσουμε τις κινητοποιήσεις μέχρι να υπάρξουν ρητές δεσμεύσεις», σημειώνεται από τη Γιάννα Σαρρή, καθώς από ανεκπλήρωτες υποσχέσεις έχουν χορτάσει.
Για το ζήτημα πραγματοποιήθηκε και τριμερής συνάντηση της εταιρείας, των εργαζομένων και του υπουργείου Εργασίας, που υποστηρίζει τα αιτήματα των καθαριστριών. «Παρόλα αυτά το κυριότερο και διαχρονικό αίτημά μας είναι η κατευθείαν πρόσληψή μας από το δημόσιο, με μόνιμες πλήρεις θέσεις εργασίας. Ο τρόπος που προσπαθούν να το κάνουν τώρα, δεν μας εξασφαλίζει τίποτα», υπογραμμίζεται από τη Γιάννα Σαρρή για τη διάταξη του υπουργείου Διοικητικής Ανασυγκρότησης (ν. 4430/16, άρθρο 63) που προβλέπει την άμεση πρόσληψη καθαριστών, φυλάκων, μάγειρων κτλ από το δημόσιο, προκειμένου να αρθεί το καθεστώς της εκμεταλλευτικής εργολαβίας.
Ενστάσεις για τη διάταξηΠαρά το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, η διάταξη κρίνεται ανεπαρκής από αρκετούς εργολαβικούς εργαζόμενους, όπως των δημοσίων νοσοκομείων, προβαίνοντας γι’ αυτό το λόγο σε παράσταση διαμαρτυρίας στο υπ. Υγείας την περασμένη εβδομάδα (με εντάσεις από τα ΜΑΤ και λιποθυμία διαδηλώτριας), στάση εργασίας και συμμετοχή στην πορεία της Πέμπτης.
Το κύριο πρόβλημα που επισημαίνεται, είναι ότι η πρόσληψη θα γίνεται με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου για δύο χρόνια, χωρίς εγγύηση για το τι έπεται, αντί αορίστου χρόνου ως δημόσιοι υπάλληλοι. «Από τη στιγμή που ικανοποιούμε πάγιες και διαρκείς ανάγκες εδώ και χρόνια, οι συμβάσεις μας πρέπει να είναι αορίστου χρόνου, όπως ήταν και πάντα το αίτημά μας. Για ποιο λόγο θα είναι μέχρι το 2018 οι συμβάσεις; Μετά τι θα γίνει; Θα ξαναφέρουν τους εργολάβους; Αν θέλει η κυβέρνηση όντως να τους διώξει, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με αορίστου χρόνου συμβάσεις», τονίζεται από τη Βλασσία Δημητρακοπούλου, από την Παναττική Ένωση Καθαριστριών και Οικιακού Προσωπικού (ΠΕΚΟΠ).
Ο φόβος των εργολαβικών εργαζόμενων για την ανεργία δεν είναι μόνο μελλοντικός, αλλά αφορά και το παρόν, καθώς στη μοριοδότηση του ΑΣΕΠ προηγούνται με μεγάλη διαφορά οι άνεργοι, και ύστερα οι μονογονεϊκές οικογένειες και οι γονείς των πολύτεκνων, έναντι των σημερινών εργαζόμενων. «Πολλές σημερινές εργαζόμενες δεν πληρούν αυτά τα κριτήρια, γεγονός που σημαίνει ότι θα χάσουν τη δουλειά τους, που κάνουν τόσα χρόνια. Δεν πρόκειται για δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά για ανακύκλωση της ανεργίας», επισημαίνεται από τη συνδικαλίστρια της ΠΕΚΟΠ.
Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με την κυβέρνηση, προκρίνονται εξαιτίας του πλαφόν που έχουν επιβάλλει τα μνημόνια στις μόνιμες προσλήψεις στο δημόσιο, αποτελώντας διέξοδο, προκειμένου να φύγουν άμεσα οι εργολάβοι. Οι οποίες, όμως, βάσει νομοθεσίας δεν μπορούν να ξεπερνούν τα δύο χρόνια.
Εφόσον οι προσλήψεις θα γίνουν με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου από το δημόσιο, δεν είναι δυνατόν βάσει του νόμου 2190/94 να πραγματοποιηθούν κατευθείαν με τα άτομα που ήδη εργάζονται εκεί, χωρίς τη διενέργεια διαγωνισμού από τον ΑΣΕΠ. Ο τρόπος αυτός, άλλωστε, επιλέγεται από την κυβέρνηση ώστε να υπάρξει ένας διαφανής τρόπος πλήρωσης των θέσεων και να αποκρουστούν οποιεσδήποτε κατηγορίες για ρουσφετολογικές προσλήψεις, σύμφωνα με πληροφορίες.
Ακόμα, όμως, και αν υπάρχουν νομικές, πρακτικές και ηθικές αιτιολογίες για τη διαδικασία που έχει επιλεγεί, δεν εξηγείται ο τρόπος μοριοδότησης που ορίζεται στη διάταξη, καθώς η επικράτηση των ανέργων στα μόρια γίνεται κατ’ εξαίρεση των όρων του ν. 2190/94, που προτάσσει τις πολύτεκνες οικογένειες. Κατά όμοιο τρόπο θα ήταν δυνατή η προώθηση της μοριοδότησης του χρόνου εμπειρίας, ώστε να μην χάσουν τις δουλειές τους οι εργολαβικοί υπάλληλοι (χωρίς βέβαια να σημαίνει αυτό ότι δεν πρέπει να έχουν ευκαιρία σε θέση εργασίας και οι άνεργοι). Ταυτόχρονα, το ζήτημα της μοριοδότησης καλλιεργεί και τον κίνδυνο για φαινόμενα κοινωνικού αυτοματισμού και ανταγωνισμού μεταξύ εργολαβικών εργαζόμενων και ανέργων, όπως εξηγείται από τη Γιάννα Σαρρή.
Συνέχεια των διακρίσεωνΈνα ακόμα σημαντικό πρόβλημα που εντοπίζεται στη διαδικασία, είναι η μη συμμετοχή των μεταναστών και μεταναστριών εκτός ΕΕ, καθώς βάσει του Κώδικα για τους δημόσιους υπάλληλους, μόνο άτομα ελληνικής ή ευρωπαϊκής ιθαγένειας έχουν δικαίωμα εργασίας στο δημόσιο τομέα. Ειδικά στον χώρο της καθαριότητας, όπως περιγράφεται και από τις δύο συνδικαλίστριες, η πλειοψηφία των εργαζομένων είναι μη κοινοτικοί μετανάστες, γεγονός που θα έπρεπε να επαναφέρει στο τραπέζι των συζητήσεων το ζήτημα κατάργησης αυτής της άδικης διάκρισης. «Όταν είχε αναδειχθεί για ακόμα μια φορά η εκμετάλλευση στην καθαριότητα, μετά και τη δολοφονική επίθεση κατά της Κωνσταντίνας Κούνεβα, το κίνημα είχε θέσει το ζήτημα δυνατότητας πρόσληψης από το δημόσιο και των μη κοινοτικών μεταναστών, αίτημα το οποίο υποστήριζε και ο ΣΥΡΙΖΑ τότε. Τώρα που είναι κυβέρνηση τι έχει κάνει γι’ αυτό;», υπενθυμίζεται από τη Βλασσία Δημητρακοπούλου.
«Προφανώς θέλουμε να φύγουν οι εργολάβοι από το δημόσιο και οι εργαζόμενοι να αποκτήσουν υπόσταση, εργασιακά δικαιώματα και αξιοπρεπείς μισθούς. Ο τρόπος, όμως, που έχει επιλεγεί να υλοποιηθεί αυτή τη στιγμή, δημιουργεί μια σειρά προβλήματα και αδικίες. Δεν είναι δυνατόν να αποκλείονται οι άνθρωποι βάσει της ιθαγένειας, ή να δίνονται παραπάνω μόρια στην ανεργία. Θα έπρεπε να αναζητηθούν άλλοι τρόποι επίλυσης και δημιουργίας θέσεων εργασίας, όχι αναδιανομής της ανεργίας. Ενώ και για τις συμβάσεις εργασίας, υπάρχουν και διαφορετικές γνωμοδοτήσεις που υποστηρίζουν ότι δεν είναι ανάγκη να είναι το πολύ μέχρι δύο χρόνια», επισημαίνεται και από τον Γιώργο Πετρόπουλο, μέλος της εκτελεστικής επιτροπής της ΑΔΕΔΥ.
Οι εργολάβοι αντεπιτίθενται Την ίδια στιγμή δε, οι εργολάβοι δεν φαίνεται να κάθονται με σταυρωμένα τα χέρια, αλλά κινούνται νομικά εναντίον της διάταξης, βρίσκοντας έρεισμα στο ότι γίνεται λόγος για ατομικές συμβάσεις μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, ή δημοσιονομικού οφέλους, προσπαθώντας έτσι να διατηρήσουν την παρουσία τους στο δημόσιο, όπως πληροφορεί την «Εποχή» το μέλος της ΠΕΚΟΠ.
Ενώ σημειώνεται επίσης πως «οι εργολάβοι έχουν βρει τρόπο να δημιουργήσουν πρόβλημα στην αποχώρησή τους, προσλαμβάνοντας το τελευταίο διάστημα μόνο μη κοινοτικούς, ώστε όταν αποχωρήσουν, να μείνουν οι περισσότεροι χωρίς δουλειά και να δημιουργηθούν εντυπώσεις υπέρ της εργολαβίας».
Τζέλα Αλιπράντη