Στη σκιά του πολύ πρόσφατου Brexit, της ενίσχυσης των ευρωσκεπτικιστών και της όψιμης νοσταλγίας για το έθνος-κράτος, το Ευρωπαικό Συμβούλιο επιχείρησε να ανοίξει τη συζήτηση για τις προοπτικές της ΕΕ, χωρίς να διαθέτει ένα συγκεκριμένο σχέδιο για την αντιμετώπιση της σοβούσας κρίσης στο εσωτερικό μιας Ευρώπης, που πολύ απέχει από το να αισθάνεται ενωμένη.
Είχε προηγηθεί πριν από λίγες μέρες η συνάντηση των τεσσάρων ηγετών (Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ισπανίας) στις Βερσαλίες, κατά την οποία προβλήθηκε ως λύση για τα προβλήματα της ΕΕ η «Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων». Μια ιδέα που δεν φαίνεται να έτυχε καλής υποδοχής από μεγάλο μέρος των κρατών μελών, γιατί γεννάει τη βάσιμη υποψία για θεσμοθέτηση της διάκρισης σε μέλη πρώτης, δεύτερης ή και τρίτης κατηγορίας. Χαρακτηριστική ήταν η αντίδραση πολλών κρατών μελών της Ανατολής, που ανάγκασε τον κ. Γιούνκερ να τονίσει ότι δεν υπάρχει διάθεση να φτιαχτεί ένα «σιδηρούν παραπέτασμα» ανάμεσα σ’ αυτές και τη δυτική πλευρά.
Χωρίς προετοιμασμένη και δημοκρατικά νομιμοποιημένη συζήτηση, η αναζήτηση λύσης σε δώματα τεχνοκρατών ή σε κλειστά διαβούλια, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα, γιατί αρνείται να αντιμετωπίσει κατάματα τις πολιτικές αιτίες της ενίσχυσης των φυγόκεντρων τάσεων και της διαλυτικής στασιμότητας. Που δεν είναι άλλες από την έλλειψη δημοκρατικής νομιμοποίησης των κρίσιμων αποφάσεων για το μέλλον της ΕΕ και η εμμονή σε μια πολιτική λιτότητας, που εξαφανίζει κάθε ίχνος ελκτικής δύναμης του εγχειρήματος της ευρωπαικής ενοποίησης. Η ευρύτερη συνειδητοποίηση των αδιεξόδων και της απειλής που συνιστούν, είναι ίσως η μόνη ελπίδα ότι μπορεί να αναζητηθεί διέξοδος στον αντίποδα της διαφαινόμενης προοπτικής, με την άμεση αντίδραση των ευρωπαϊκών λαών.