Του Γιώργου ΓκόνηΤο παρόν σημείωμα αναφέρεται στην «Πρόταση Αναθεώρησης του Θεσμικού Πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης» που παρουσίασε πρόσφατα το υπουργείο Εσωτερικών. Ο τίτλος προ-δηλώνει την αναντιστοιχία της τόσο με «όσα λέγαμε», όσο και με τις πραγματικές ανάγκες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (εφεξής Τ.Α.). Είναι γεγονός ότι με κόπο κατάφερα να ολοκληρώσω το διάβασμα του κειμένου, αφού για το περιεχόμενό της μας είχε προϊδεάσει η προηγούμενη ηγεσία του ΥΠΕΣ, η οποία άφησε στον αγαπητό Π. Σκουρλέτη «στέρεες βάσεις» για τη συνέχεια.
Θα περίμενε κανείς από μια πρόταση με τέτοιο εμφατικό τίτλο, αλλά και επειδή θεωρούσαμε την Τ.Α. ως στρατηγικό και προνομιακό πεδίο άσκησης πολιτικής μετασχηματισμού της κοινωνίας, να περιέχει κυρίως αξιολογικό, οραματικό και στρατηγικού χαρακτήρα περιεχόμενο. Όμως εν αρχή ην ο χαρακτήρας της Επιτροπής που συνέταξε την πρόταση, άνθρωποι της γραφειοκρατίας και τεχνοκράτες, οπότε...
Δομικές ελλείψειςΕισαγωγικά λοιπόν θα έλεγα ότι η πρόταση αυτή έχει δομικές ελλείψεις και συγκεκριμένα:
Πρώτον, δεν προβαίνει σε καμία ουσιαστική, παρά μόνο αποσπασματικά και σε επί μέρους ζητήματα, αξιολόγηση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται σήμερα η Τ.Α. που καθιστά αναγκαία αυτή την «αναθεώρηση» και όχι μια άλλη. Λες και δεν έχουν περάσει μνημονιακά χρόνια, δεν έχει υποβαθμιστεί η Τ.Α. σε απλή «τοπική διοίκηση», δεν έχουν μειωθεί οι πόροι πάνω από 60%, δεν έχουν απισχναθεί δομές της, δεν υπάρχει «Παρατηρητήριο», «Ελεγκτικό Συνέδριο», δεν οδηγείται σημαντικό μέρος στην ιδιωτικοποίηση, δεν επιβάλλονται τα ΣΔΙΤ (ρωτήστε τον Π. Πάντο τι έγινε στη Νέα Σμύρνη και θυμηθείτε την υπόθεση «Διαχείριση Απορριμμάτων), δεν υπάρχουν κοινωνικά συντρίμμια που κάποιος πρέπει να στηρίξει…..
Δεύτερον, δεν έχει προηγηθεί καμία ουσιαστική αξιολόγηση της εφαρμογής του «Καλλικράτη» (αυτού που θα καταργούσαμε!) και τι αποτελέσματα έφερε στην Τ.Α. Δηλαδή ο «Κ» έπαψε να αποτελεί μια αυθαίρετη, μια αντιδημοκρατική και συγκεντρωτική μεταρρύθμιση που μόνη στόχευση είχε τον έλεγχο της κοινωνίας μέσω των μηχανισμών του τότε δικομματισμού;
Τρίτον, δεν γίνεται σχεδόν καμία συσχέτιση με τα δεδομένα του ευρωπαϊκού χώρου στην Τ.Α., εδώ δεν ισχύει το ευρωπαϊκό κεκτημένο; Τα στοιχεία της μελέτης του ΟΟΣΑ, της Ένωσης Πόλεων και ΟΤΑ και της Γαλλικής Αναπτυξιακής Εταιρίας με τίτλο «Subnational governments around the word. Structure and finance» και η σύγκριση της ελληνικής Τ.Α. με την ευρωπαϊκή και την παγκόσμια μας κάνουν περήφανους για την Τ.Α. που θέλουμε να επαν-οικοδομήσουμε;
Τέταρτον, συνολικά θα έλεγα ότι η πρόταση αυτή δεν διαπνέεται από κανένα όραμα και καμία στρατηγικού χαρακτήρα στοχοθεσία, ούτε όσον αφορά τη δομή και λειτουργία της Τ.Α., ούτε όσον αφορά το ρόλο της στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής, στην ενεργό συμμετοχή της στην παραγωγική – οικολογική ανασυγκρότηση και γιατί όχι στην κοινωνική – αλληλέγγυα οικονομία. Και, όμως, ο δρόμος φαινόταν εύκολος: απάντηση στο ερώτημα πόση και ποια αποκέντρωση θέλουμε, απάντηση στο ερώτημα ποιο είναι το κρίσιμο χωρικό, πληθυσμιακό, οικονομικό μέγεθος δήμου επιλέγουμε (αντιμετωπίζοντας τη συνθετότητα του ελλαδικού χώρου), ορίζοντας τις αρμοδιότητες και κατανέμοντας οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους…..
ΟπισθοχώρησηΘα μπορούσα να σχολιάσω και να αναφερθώ σε κάθε κεφάλαιο της «πρότασης», όμως θα επιλέξω ό,τι κρίνω ως σημαντικότερο.
Η υιοθετημένη μεθοδολογία αξιολόγησης προοιωνίζει το περιεχόμενο της «πρότασης». Αφού, ούτε λίγο ούτε πολύ, θεωρεί το πλαίσιο των ασκούμενων δημόσιων πολιτικών δεδομένο, δεν απομένει παρά ένας τεχνοκρατικός – φορμαλιστικός διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων σε κάθε επίπεδο διοίκησης. Μια προσέγγιση, δηλαδή, στατική στο πολιτικό της μέρος και τεχνοκρατική ως προς την διαχείριση – εφαρμογή της. Το κρίσιμο δίλημμα συγκέντρωση / αποκέντρωση, στις σημερινές συνθήκες, έπαψε να ισχύει ή έπαψε να ισχύει ότι η ελληνική Τ.Α. είναι τόσο ανίσχυρη που δεν έχει καμία σχέση με το ευρωπαϊκό κεκτημένο….
Στο κεφάλαιο περί «Διοικητικής Υποστήριξης» νομίζω ότι κυριαρχεί ο κλαυσίγελος….όχι μόνο δεν προτείνεται, έστω και σε στρατηγικό στόχο, η συγκρότηση δομών για να αναλάβει η Τ.Α. τις αρμοδιότητες που θέλαμε και απαιτούνται στις σημερινές συνθήκες, αλλά προτείνεται η επανα-σύσταση της Τ.Υ.Δ.Κ. σε επίπεδο νομού, η κατάργηση των Υπηρεσιών Δόμησης και η μεταφορά της αρμοδιότητας στην Περιφέρεια, με τη δημιουργία Γραφείου Πολεοδομίας σε επίπεδο Νομού, ενώ η κατ-επείγουσα συγκρότηση δομών κοινωνικής πολιτικής μεταφέρεται στον αόριστο χρόνο. Δηλαδή κρίσιμοι τομείς αρμοδιοτήτων, όπως το περιβάλλον, η διαχείριση περιβαλλοντικών υποδομών (ύδρευση, βιολογικοί, διαχείριση απορριμμάτων) και τοπική ανάπτυξη ως μέρος της στρατηγικής της παραγωγικής ανασυγκρότησης, δεν προβλέπονται….
«Κορυφαία συμβολή» συνιστά το κεφάλαιο «Διάκριση των δήμων με βάση γεωγραφικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες». Νομίζω ότι όσοι έχουν στοιχειώδη επαφή με τις ριζοσπαστικές θεωρίες του χώρου θα οδηγηθούν σε κατάθλιψη…. Το κεφάλαιο αυτό δεν συσχετίζεται με το αντίστοιχο περί «Χωροταξικής Διάρθρωσης….» και όχι τυχαία. Το πρόβλημα, λοιπόν, κατά τους συντάκτες, μιας κοινωνίας και ενός χώρου που διαιρέθηκε αυθαίρετα χωρικά με τον «Κ», αλλά και που βιώνει την κρίση και την ανισότητα, που διακρίνεται από πολλές διαιρετικές τομές, έγκειται σε διαχειριστικά προβλήματα του «μικρού νησιωτικού και του ορεινού και του μειονεκτικού δήμου»;
Δεν θα σχολιάσω τη «συστημική» εντολή της ηγεσίας του ΥΠΕΣ, προς την Επιτροπή, «να μην τεθεί εκ νέου προς συζήτηση η χωροταξική διάρθρωση των Ο.Τ.Α.», αλλά όμως χρειάζεται μια εξήγηση γιατί οι ελληνικοί Ο.Τ.Α. πρέπει να συνεχίσουν να έχουν έναντι των Ο.Τ.Α. της Ευρώπης τόσο μεγάλο μέγεθος (πληθυσμού – έκτασης). Ούτε θα σχολιάσω την εκτεταμένη αναφορά περί «Μητροπολιτικών Περιοχών», δίκην σημειώσεων για φοιτητές, χωρίς καν στοιχειώδη αξιολόγηση των σημερινών Περιφερειών.
Αν υπάρχει κάτι το ρηξιγενές στο εκτεταμένο αυτό κείμενο είναι το μέρος που αφορά στο εκλογικό σύστημα και στην πρόταση για την απλή αναλογική.
Τέλος, όσων αφορά τα οικονομικά της Τ.Α. δεν είναι δυνατόν να μην αναφέρεται η περικοπή της χρηματοδότησης, τα μειούμενα έσοδα από τέλη και τοπικούς φόρους (λόγω αδυναμίας πληρωμής των πολιτών), δεν είναι δυνατόν να μην γίνεται σύγκριση για το επίπεδο των εσόδων και των δαπανών που ισχύουν σήμερα στην Ευρώπη και να μην τίθεται έστω και ως στρατηγικός, αλλά σε σαφή χρονικό ορίζοντα, στόχος να προσεγγίσουμε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα μακροοικονομικά στοιχεία (έσοδα, δαπάνες, χρέος) της ελληνικής Τ.Α. και η σύγκριση με των χωρών της Ευρώπης δείχνουν τον δρόμο.
Ολοκληρώνοντας, θα ευχόμουν η «πρόταση» αυτή να μην καθορίσει την πολιτική και θεσμική πρόταση της νέας ηγεσίας του ΥΠΕΣ, θα ήταν ιστορική οπισθοχώρηση και ήττα για πολλούς από μας…