Του Κωστή Παπαϊωάννου*Πρόσφατα δημοσιεύματα κάνουν λόγο για τη διείσδυση ενός ακραίου μορφώματος με τον τίτλο «Τάμα του Έθνους» στην κοινωνία και σε θεσμικούς φορείς στην περιοχή της Θράκης. Όσο κι αν φαινομενικά μοιάζει άσχετο με το θέμα του κράτους και εκκλησίας, είναι απολύτως σχετικό: αντανακλά τη διαρκή ώσμωση της εκκλησίας με το βαθύ κράτος και παράγοντες ακραίων πολιτικών σχηματισμών. Αντανακλά και τη βαθιά θεσμική αμεριμνησία απέναντι στον χορό ακραίων στοιχείων σε πεδία ευαίσθητα, τόσο από πλευράς ασφάλειας, όσο και από πλευράς δικαιωμάτων. Μια ματιά στους παράγοντες, που έχουν αναλάβει ή αφεθεί να παίζουν βαρύνοντα ρόλο στη Θράκη με τη συνεργασία της εκκλησίας αρκεί για να ενισχυθεί η ανησυχία.
Θρησκευόμενο κράτοςΑρχίζοντας από τη Δικαιοσύνη, θυμίζω ένα εμβληματικό παράδειγμα από το 2006. Ο αγιασμός στο Συμβούλιο της Επικρατείας δεν αποτελούσε εθιμοτυπική εκδήλωση έναρξης του νέου δικαστικού έτους, όπως υποστήριξε ο πρόεδρός του. Έθετε με οξύτητα το ερώτημα: δικαιούνται οι θεσμοί και τα όργανα της πολιτείας να θρησκεύονται; Ο αγιασμός αυτός πλήττει ευθέως τον κορυφαίο θεσμό, γιατί του προσδίδει θρησκευτικό χρωματισμό. Η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ τόνισε τότε το αυτονόητο: «Το ΣτΕ είναι επιφορτισμένο με τη δικαστική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα της Ελληνικής Πολιτείας υπέρ όλων των ελλήνων πολιτών και υπέρ όσων βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια, χωρίς διακρίσεις λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων. Η αρμοδιότητα αυτή επιβάλλει στο δικαστήριο να αποφεύγει τη διοργάνωση εκδηλώσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να εγείρουν εύλογες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του από θρησκευτική άποψη». Θυμίζω μάλιστα ότι τότε στο ΣτΕ εκκρεμούσαν υποθέσεις σχετικές με πρόσωπα της εκκλησίας και με την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας. Επομένως, η ίδια η παρουσία του αρχιεπισκόπου στο δικαστήριο συμβόλιζε εν δυνάμει παρέκκλιση από τη θρησκευτική ουδετερότητα και την αμεροληψία του δικαστηρίου και μάλιστα παρέκκλιση με άμεση ισχύ. Ισοδυναμούσε με εναγκαλισμό διαδίκου με δικαστή λίγο πριν από την έκδοση απόφασης.
Συνεχίζω με την εκπαίδευση, κομβικό πεδίο για την εκκλησία, αναφορικά με τις ιερατικές σχολές, τα σχολεία, αλλά και την παρουσία ιερέων στα σχολεία και την τέλεση μυστηρίων (έως πρόσφατα έκαναν εξομολόγηση). Ο σχετικός νόμος του 1985 ορίζει ως σκοπό του σχολείου να λειτουργεί έτσι ώστε οι μαθητές «να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης», επιχειρώντας έτσι με τρόπο ακροβατικό να συγκεράσει στόχους εμφανώς αποκλίνοντες, όπως η πίστη και η ενδογμάτιση αφενός, ο σεβασμός της θρησκευτικής συνείδησης, η δημιουργική και κριτική σκέψη των μαθητών αφετέρου.
Ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος συνεπάγεται δύο κεντρικές παραδοχές. Η πρώτη είναι η αναγωγή του ιδιωτικού σε δημόσιο. Η πίστη ανήκει πρωτίστως στην ιδιωτική σφαίρα. Η δημόσια προσευχή, η κατήχηση, η δήλωση θρησκευτικής ταυτότητας που ζητείται από όσους επιλέγουν να εξαιρεθούν από το μάθημα (άρα έμμεσα και από όσους δεν το επιλέγουν) ανήκουν στη δημόσια σφαίρα. Ερχόμαστε έτσι στη δεύτερη παραδοχή. Ο ομολογιακός χαρακτήρας του μαθήματος στο σχολείο, σε ένα χώρο δηλαδή κατ’ εξοχήν συνδεδεμένο με τη γνώση, προτάσσει την πίστη, τη μία και μοναδική, και καθιστά τη γνώση συμπληρωματικό αγαθό.
Η ορθοδοξία δεν μπορεί παρά να έχει ουσιαστική θέση στην ελληνική εκπαίδευση, ειδάλλως πολλές διδακτικές προσεγγίσεις θα ήταν λειψές, στην ιστορία, στην τέχνη ή τη λογοτεχνία. Το ίδιο το θρησκευτικό φαινόμενο έχει θέση στην εκπαίδευση. Παράλληλα, όμως, πρέπει να αναδεικνύεται ο ρόλος όλων των θρησκευτικών παραδόσεων στον πολιτισμό.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην αντικατάσταση Φίλη από το υπουργείο Παιδείας. Ήταν ένα πολύ κακό σινιάλο προς την κοινωνία και την εκκλησία. Και αντιλαμβάνομαι τη ρεάλ πολιτίκ και τις ανάγκες της, άρα και κάποιους τακτικούς ελιγμούς σε τέτοια θέματα. Όμως εδώ φτάσαμε να μη λέει κανείς από την κυβέρνηση πια έστω ότι μακροπρόθεσμος στρατηγικός στόχος είναι ο χωρισμός κράτους εκκλησίας, επικρατεί αλαλία. Η πιο δυνατή και σαφής κυβερνητική φωνή στα θέματα αυτά είναι η φωνή του κ. Καμμένου. Έχουμε εκχώρηση ζωτικού χώρου σε ακραία συντηρητικά στοιχεία.
Εκκλησία πολιτευόμενηΞεκινώ από τις πιο ακραίες εκφάνσεις, το φλερτ με Χ.Α και ρητορική μίσους. Ο μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ προσήλθε στο αστυνομικό τμήμα, στην αγκαλιά σχεδόν των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, για να καταθέσει μήνυση κατά των συντελεστών θεατρικού έργου. Ο Κονίτσης και Πωγωνιανής Ανδρέας, ευλόγησε στο Γράμμο τα «καλά αυτά παιδιά, τα αγωνιστικά, με τις μαύρες μπλούζες». Ο Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αμβρόσιος, αυτοναγορεύτηκε image maker της οργάνωσης: «Εάν αποφύγετε κάποιες ανωφελείς ακρότητες του νεοφώτιστου, αν τροποποιήσετε το στυλ που εφαρμόζετε, αν ωριμάσετε, μπορείτε να καταστείτε μια γλυκιά ελπίδα για τον απελπισμένο πια πολίτη και μια ήρεμη δύναμη στο σαπισμένο πια πολιτικό σύστημα».
Πολλοί αντιμετωπίζουν τους προαναφερθέντες σαν μεμονωμένες γραφικές περιπτώσεις. Η αδιαφορία θα άρμοζε στους φορείς αυτού του λόγου μόνο αν επρόκειτο για κάποιους γηραιούς γραφικούς στο καφενείο του χωριού. Από τη στιγμή, όμως, που ενσταλάζουν μίσος ως δημόσιοι υπάλληλοι (αμειβόμενοι από όλους, πιστούς και μη, ακόμα και από όσους πλήττει η ρητορική τους), δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με συγκατάβαση ή αδιαφορία.
Πέρα, όμως, από τη ρητορική του μίσους και τις ακραίες περιπτώσεις, γενικότερα η ελληνική εκκλησία δεν έχει φτάσει στη δική της μεταπολίτευση στις σχέσεις της με κρατικές δομές και στην πρόσληψη της κοινωνικής δυναμικής. Μέρος της ιεραρχίας διεκδικεί ρόλο προνομιακού βραχίονα μιας ιδεολογικά στρατευμένης κρατικής μηχανής. Βασίζεται σε μια απλή αναγωγή: το ηθικό κεφάλαιο που εύλογα αναλογεί σε έναν θρησκευτικό οργανισμό μπορεί και πρέπει ανά πάσα στιγμή να μετατρέπεται σε πολιτικό και οικονομικό κεφάλαιο με διαρκείς εισβολές σε αλλότρια πεδία. Απειλές εκλογικού κόστους προς όσους πολιτικούς δεν συμπορεύονται στα εριζόμενα ζητήματα (ταυτότητες, σύμφωνο συμβίωσης, μάθημα των θρησκευτικών). Πεισματική προσπάθεια επηρεασμού της εξωτερικής πολιτικής. Διεκδίκηση ιδιότυπης ασυλίας ή έστω ευνοϊκής μεταχείρισης (θυμίζω το καινοφανές αίτημα για εναλλακτικό εγκλεισμό μητροπολίτη σε μοναστήρι αντί της φυλακής).
ΔιαπλοκήΣυνακόλουθη με τα δυο προηγούμενα συμπληρωματικά φαινόμενα είναι η διαρκής διαπλοκή. Ένα παράδειγμα. Μεσούντος του μνημονίου, η υποθετική σκηνή θα ξάφνιαζε: ο υπουργός Οικονομικών επισκέπτεται τη διοίκηση μιας δημόσιας επιχείρησης κοινής ωφέλειας και διαβεβαιώνει ότι δεν θα θιγούν οι μισθοί των εργαζομένων ειδικά αυτής της επιχείρησης. Διαβεβαιώνει επίσης ότι τα περιουσιακά στοιχεία της δεν «κινδυνεύουν» να αξιοποιηθούν στη μάχη κατά του δημόσιου χρέους.
Κι όμως, αυτό συνέβη. Σε συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, ο κ. Βενιζέλος καθησύχασε τους ιεράρχες για τη μισθοδοσία του κλήρου και για τη μη ένταξη εκκλησιαστικής περιουσίας στο ταμείο δημόσιας περιουσίας. Ο προκάτοχός του είχε επιδείξει πρόθεση αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας και περικοπής της συμμετοχής του κράτους στη μισθοδοσία των κληρικών. Αντίθετα, ο νέος υπουργός έκανε μια ιδιότυπη «συμφωνία»: η κυβέρνηση δεν θα θίξει καμιά παροχή ή εξαιρετική μεταχείριση της εκκλησίας και σε αντιστάθμισμα η εκκλησία θα κάνει φιλανθρωπίες.
Έτσι, κακώς, υπεισέρχεται στη συζήτηση το φιλανθρωπικό έργο της εκκλησίας. Οι υποχρεώσεις της εκκλησίας, ως θεσμού στο πλαίσιο κοσμικού κράτους, δεν υποκαθίστανται όμως από τη φιλανθρωπία. Η υποχρέωση καταβολής φόρου ακίνητης περιουσίας, για παράδειγμα, δεν αναιρείται με την επίκληση των συσσιτίων. Εξάλλου, οι φιλανθρωπικές δωρεές εκπίπτουν από τη φορολογία οποιουδήποτε χωρίς να τον απαλλάσσουν συνολικά από τη φορολόγηση.
Η εκκλησία θέλει να συναλλάσσεται και όποτε βρίσκει εμπόδια, δείχνει τα δόντια της. Η πρακτική είναι πάγια, τόσο που μοιάζει περίεργο που πολλοί ακόμα δείχνουν να ξαφνιάζονται με το σχήμα αυτό. Είναι παλιό όσο και οι σχέσεις του κράτους με την εκκλησία στη χώρα μας. Και όχι μόνο στη χώρα μας. Το οικονομικό έχει τη μερίδα του λέοντος στη διελκυστίνδα αυτή. Ακόμα και όταν η εκάστοτε διένεξη δεν αφορά το οικονομικό, αυτό είναι πάντοτε βασικό μέρος της όποιας έκβασης.
Χωρισμός και αλληλοσεβασμόςΕιδικά σήμερα, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι σε Ευρώπη και ΗΠΑ βρισκόμαστε μπροστά σε μια συντηρητική παλινόρθωση. Είναι καιρός Αντι-διαφωτισμού. Το θέμα είναι πως εμείς, στα θέματα του απογαλακτισμού του κράτους από το σφιχτό εναγκαλισμό της εκκλησίας, θα ξεκινήσουμε την παλινδρόμησή μας από ακόμα πιο συντηρητική αφετηρία.
Αργήσαμε τις θεσμικές μας τομές. Γι’ αυτό, έστω και τώρα χρειάζεται να τονιστούν τρία σημεία. Πρώτον, είναι κομβικής σημασίας θέματα όπως η καύση των νεκρών, ο λατρευτικός χώρος των μουσουλμάνων στην Αθήνα, τα θρησκευτικά στο σχολείο. Αυτά, όπως και η πλήρης κατάργηση του θρησκευτικού όρκου, δεν είναι θέματα χωρισμού, ούτε συνταγματικής αναθεώρησης. Δεύτερον, θα είναι αδιανόητο ιστορικό ατόπημα μια συνταγματική αναθεώρηση που ξεκινά με πρωτοβουλία αυτής της κυβέρνησης να μην έχει θαρραλέες τομές σε αυτά τα θεσμικά θέματα. Και τρίτον, μέχρι να μιλήσουμε ουσιαστικά και συντεταγμένα για χωρισμό κράτους και εκκλησίας, ας μιλήσουμε τουλάχιστον για αλληλοσεβασμό και διακριτούς ρόλους.
* τ. Γενικός Γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων(Το άρθρο βασίζεται στην ομιλία του Κ. Παπαϊωάννου στην εκδήλωση «Κράτος και Εκκλησία: προσεγγίσεις, που διοργάνωσε το Πάντειο Πανεπιστήμιο, η Ένωση Αθέων και η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, 11/3).