Της Σίας Αναγνωστοπούλου*Ηταν εκεί στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν γάλλος δημοσιογράφος «λάνσαρε» σε γαλλική εφημερίδα το αφήγημα της «ισλαμικής εξάπλωσης και απειλής». Η αναπαραγωγή του αφηγήματος ήταν αστραπιαία σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ποια ήταν τα χαρακτηριστικά εκείνης της μακρινής εποχής; Από τη μεριά της Ευρώπης, αυτή ετοιμαζόταν για τη μεγάλη αποικιακή εξόρμηση στον «απολίτιστο» κόσμο, ενώ αναζητούσε νομιμοποίηση για την εκμετάλλευση του «ιερού εδάφους» των μουσουλμάνων, Μέκκας και Μεδίνας. Από τη μεριά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο σουλτάνος της (Αμπντούλ Χαμίντ) μόλις ξεκίναγε την τριακονταετή απολυταρχική θητεία του, στο όνομα της ιερής εξουσίας του ως χαλίφης. Ωστόσο, ας μην ξεχνάμε ότι ήταν και η εποχή των μεγάλων κοινωνικών και ιδεολογικών αναταράξεων στην Ευρώπη, αλλά και στο μουσουλμανικό κόσμο, στον οποίο έπαιρναν τη μορφή αναζήτησης δρόμων χειραφέτησης, τόσο από τις παλιές, θεοκρατικές δομές εξουσίας όσο και από την εκμετάλλευση της αποικιοκρατίας.
Γι’ αυτό, άλλωστε, τόσο η Δύση όσο και η Ανατολή βολεύτηκαν άνετα πίσω από το σχήμα των «μετώπων»: ήταν πολύ βολικό για τη Δύση να έχει απέναντί της «έναν εχθρό», τον σουλτάνο-χαλίφη, ο οποίος, λόγω απολυταρχισμού (κόκκινος σουλτάνος κατά τους Ευρωπαίους), δικαίωνε τη λογική της απειλής, παράλληλα, όμως, εγγυόταν στη Δύση ότι δεν θα επιτρέψει την ανάδειξη στο δικό του κόσμο ανεξέλεγκτων δυνάμεων που θα υπονόμευαν όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και την αποικιακή Δύση.
Από την άλλη μεριά, ήταν εξίσου βολικό για την Ανατολή να έχει απέναντι της «μια Δύση», η οποία πρόσφερε στον σουλτάνο-χαλίφη ισχυρό άλλοθι, προκειμένου να επινοήσει έναν υπερεδαφικό, υπερθεσμικό, «ιερό λαό», το μουσουλ��ανικό, και να νομιμοποιήσει έτσι την ιερότητα της δικής του εξουσίας, σε μια εποχή βαθιάς αμφισβήτησής της από τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η «ισλαμική απειλή»Η ιδέα, λοιπόν, της μουσουλμανικής επέκτασης και απειλής για το δυτικοχριστιανικό κόσμο, ή του αδηφάγου δυτικοχριστιανικού κόσμου για τον μουσουλμανικό, έχουν πολιτικό χρόνο και χώρο γέννησης: είναι εποχή αυταρχισμού, ακραίου εθνικισμού, εκμετάλλευσης και υποταγής και στους δύο κόσμους.
Ας έρθουμε, όμως, στο σήμερα, κι ας βάλουμε τα πράγματα σε μια σειρά. Ένα μέρος της Ευρώπης (χώρες του Βίζεγκραντ), επανέφεραν στο προσκήνιο της Ιστορίας τη λογική της «ισλαμικής απειλής», όχι εξαιτίας του Ερντογάν και του «χαλιφικής-σουλτανικής κοπής» αυταρχισμού του, αλλά εξαιτίας του κύματος των μουσουλμάνων προσφύγων-μεταναστών. Εξαιτίας, λοιπόν, του πονεμένου και κατατρεγμένου κόσμου, απέναντι στον οποίο αυτή η Ευρώπη είχε και έχει ιστορικές και πολιτικές ευθύνες, ανακλήθηκε από τα βάθη του 19ου αιώνα η «ισλαμική απειλή». Η επίσημη Ευρώπη υιοθετώντας έστω και εξ αδρανείας αυτή την επικαιροποιημένη από τις χώρες του Βίζεγκραντ και την ακροδεξιά, ιστορική «απειλή», ανακάλυψε το συνομιλητή της –τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Τον ανέδειξε σε εκπρόσωπο για την ίδια του «αντίπερα μετώπου» -του ισλαμικού-προσφυγικού κόσμου- τον αναγνώρισε ως εγγυητή της ισορροπίας ανάμεσα στους δύο κόσμους, αλλά και ως προσωποποίηση του «Άλλου», συνομιλητή, αλλά και απειλή.
Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι ότι η Ευρώπη έκανε συνομιλητή της τον Ερντογάν για το προσφυγικό -η Τουρκία αποτελεί την άμεση νοτιοανατολική γειτονιά της Ευρώπης και η από κοινού διαχείριση του προσφυγικού θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα-γέφυρα προς όφελος του κατατρεγμένου κόσμου της προσφυγιάς. Το πρόβλημα είναι ότι η Ευρώπη ανέθεσε στον Ερντογάν να ρυθμίσει ένα πρόβλημα του «δικού του κόσμου», το οποίο έτεινε να γίνει απειλητικό για τον «δικό της κόσμο». Αποδέχτηκε δηλαδή, έστω και παθητικά, τη ρητορική των ακροδεξιών της Ευρώπης, και βολεύτηκε πίσω από το παλιό σχήμα της απειλής, θεωρώντας μάλιστα ότι με αυτό τον τρόπο αντιμετωπίζει και την ακροδεξιά, αλλά και «σώζει» με αλληλεγγύη τους πρόσφυγες. Έτσι κι αλλιώς, η Ευρώπη, αμήχανη στην καλύτερη περίπτωση και νίπτοντας τας χείρας για την κρίση στη Μέση Ανατολή (στη δική της γειτονιά δηλαδή), αποφάσισε να αντιμετωπίσει το δικό της πρόβλημα με το γνωστό (και από την οικονομική κρίση) τρόπο: της αλληλεγγύης στον ξένο, όμως, επικίνδυνο, σε αυτόν που είναι πολιτισμικά Άλλος. Κι εκεί επιστράτευσε τον Ερντογάν, όχι την Τουρκία (με τις πολλές και διαφορετικές δυνάμεις της) σε μια προοπτική ευρωπαϊκή –αλλά τον Ερντογάν.
Η λογική του «1:1» -ένας «πρόσφυγας» επαναπροωθείται από ευρωπαϊκό έδαφος στην Τουρκία, ένας έρχεται από την Τουρκία στην Ευρώπη- σημαίνει ότι ο Ερντογάν καθορίζει για την Ευρώπη το ποιος έχει την ιδιότητα του πρόσφυγα και μάλιστα του «ασφαλούς» και «χρήσιμου» για την Ευρώπη πρόσφυγα. Αυτό με άλλα λόγια σημαίνει ότι η Ευρώπη έχει εκχωρήσει στον, κατά τα άλλα αυταρχικό και εναντίον των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Ερντογάν την εξουσία να καθορίζει τους όρους συμπερίληψης ή όχι των κατατρεγμένων ανθρώπων στην κατεξοχήν ομάδα που προσδιορίζεται με όρους ανθρωπίνων δικαιωμάτων –τους πρόσφυγες. Η λογική του 1:1 έχει έτσι κι αλλιώς ρίζες στην Ευρώπη, που φτάνουν στο 1947, όταν οι ευρωπαϊκές χώρες αντάλλασσαν μεταξύ τους έναν βιομηχανικό εργάτη προς έναν αγρότη (Γαλλία-Βέλγιο με Ιταλία για παράδειγμα), και κάλυπταν έτσι και τις ανάγκες που μεταπολεμικά είχαν σε εργατικά χέρια, συγχρόνως όμως «έσπαγαν» και τη δυναμική των πιο «επικίνδυνων» κοινωνικών στοιχείων που μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανατροπές.
Η «συμμαχία»Η Ευρώπη δεν ξαναεπινόησε τον ισλαμικό κίνδυνο εξαιτίας του Ερντογάν καταρχήν, αλλά εξαιτίας των προσφύγων. Όμως μπροστά στον κίνδυνο να χάσει ψήφους η νεοφιλελεύθερη δεξιά από την ακροδεξιά, και θέλοντας να τηρήσει όλα τα προσχήματα «ευπρέπειας» -έτσι όπως έχουν καταντήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα- βρήκε στο πρόσωπο του Ερντογάν τον καλύτερο σύμμαχο για να υιοθετήσει τη ρητορική της ακροδεξιάς, χωρίς ωστόσο να κατηγορηθεί και για «κακό» λαϊκισμό, πιάνοντας δηλαδή στο στόμα της τους μουσουλμάνους. Αντί, λοιπόν, να απαντήσει στα μείζονα αδιέξοδα των κοινωνιών, είτε στον έναν κόσμο είτε στον άλλο, που είναι η υπονόμευση του μέλλοντός τους από τη λιτότητα και την προσφυγιά, έφτιαξε πολιτισμικά μέτωπα: ο Ερντογάν και ο αυταρχικός εθνικισμός του προσφέρει το καλύτερο άλλοθι για να καλυφθεί ο φόβος για τους μουσουλμάνους-πρόσφυγες.
Από τη μεριά του, ο Ερντογάν λύνει με τη σύγκρουση των δύο κόσμων μεγάλα εσωτερικά προβλήματα. Απέναντι σε μια κοινωνία την οποία ο αυταρχισμός του οδηγεί σε τριπλό εμφύλιο (Κούρδοι-Τούρκοι, Σουνίτες-Αλεβίτες, κεμαλιστές-ισλαμιστές), που η πολιτειακή αλλαγή που επιδιώκει, οδηγεί σε πλήρη εξαφάνιση τις δημοκρατικές δυνάμεις της Τουρκίας, η λογική των δύο κόσμων του επιτρέπει να φτιάξει τον «ιερό λαό» που απειλείται από τους «άπιστους». Αυτό έχει ως άμεση συνέπεια τη δίωξη ως εθνικών προδοτών όσων αντιστέκονται στη βούληση του «ιερού λαού», που μόνο αυτός εκφράζει. Με τον Τραμπ στις ΗΠΑ, τον Ερντογάν στην Τουρκία και την Ευρώπη κυριαρχούμενη από μια νεοφιλελεύθερη δεξιά που πνίγει τα μεγάλα προβλήματα –κοινωνικά και πολιτικά της Ευρώπης- κάτω από την εκπολιτισμένη λάσπη της ακροδεξιάς λογικής της απειλής (απειλή ο απολίτιστος ευρωπαϊκός Νότος για τους πολιτισμένους Ευρωπαίους, απειλή οι απολίτιστοι μουσουλμάνοι για τους χριστιανούς Ευρωπαίους), η πολιτική με όρους απειλής του αντίπαλου κόσμου τείνει να γίνει πλέον κανονικότητα, και ο ακραίος εθνικισμός για ακόμα μια φορά το πιο καταστροφικό όπλο.
* βουλεύτρια ΣΥΡΙΖΑ