Με ένα βαθύ αναστεναγμό ανακούφισης υποδέχτηκαν στις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, το Παρίσι και αλλού το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ολλανδία: οι δημοσκοπήσεις δεν επαληθεύτηκαν, η ξενοφοβική ακροδεξιά δεν ενισχύθηκε τόσο ώστε να να διεκδικήσει την κυβέρνηση της χώρας, με λίγα λόγια όλα πήγαν κατ’ ευχήν.
Επειδή, όμως, για τα πάντα υπάρχει ένα τίμημα, δεν θα έπρεπε να αναρωτηθούμε με τι πληρώθηκε αυτό το ανακουφιστικό αποτέλεσμα; Πολλοί αναλυτές ισχυρίζονται βάσιμα ότι η αποφασιστική στροφή στη συμπεριφορά του εκλογικού σώματος σημειώθηκε μετά τη σκληρή και οξύτατη αντιμετώπιση των απαιτήσεων της Αγκυρας από την πλευρά της συντηρητικής κυβέρνησης Ρούτε, η οποία ένιωθε καυτή την ανάσα της ακροδεξιάς. Και φαίνεται ότι έχουν δίκιο, όταν αποδίδουν αυτή τη μεταστροφή και αυτή την αντιμετώπιση σε μια συνειδητή όξυνση της αντιπαράθεσης, με σκοπό την επίδειξη πυγμής και αποτέλεσμα την προσέγγιση μ’ αυτό τον τρόπο τμημάτων του εκλογικού σώματος υπό την επιρροή της ξενοφοβικής ρητορικής της ακροδεξιάς.
Το τίμημαΑν έτσι έχουν τα πράγματα, το τίμημα ήταν μια μετατόπιση του συντηρητικού πολιτικού φάσματος μιας μάλλον ανεκτικής στη διαφορετικότητα χώρας προς τα δεξιότερα (η οποία δεν μπορεί μάλλον να αντισταθμιστεί από τη θεαματική άνοδο του αριστερού κόμματος των Πρασίνων). Κι αυτό δεν αφορά μόνο την Ολλανδία, αλλά πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό και μόνο θα έπρεπε να έχει κόψει στη μέση το στεναγμό ανακούφισης αφήνοντάς τον μετέωρο. Γιατί μπορεί να κερδήθηκε πρόσκαιρα μια πολιτική μάχη, αλλά ο ιδεολογικός πόλεμος που τροφοδοτούν διεθνώς οι πάσης φύσεως αποχρώσεις της ακροδεξιάς, φαίνεται πως έχει σημαντικά αρνητικά αποτελέσματα.
Αλλωστε, στο συμπέρασμα αυτό μπορούμε να οδηγηθούμε παρακολουθώντας τον καλό μαθητή αυτής της επικίνδυνης σχολής πολιτικής τακτικής και επίδοξο σουλτάνο της Αγκυρας να οξύνει τώρα ακόμα περισσότερο την ευρωφοβική ρητορική του, καθώς μέχρι τη δική του κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση, το συνταγματικό δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου, έχει ένα ακόμα μήνα μπροστά του, για να εκμεταλλευτεί το «πλεονέκτημα» της όξυνσης. Βλέποντας τη μέθοδο να αποδίδει στην Ολλανδία, έφτασε να προβλέπει (και από μια πλευρά να απειλεί) θρησκευτικό πόλεμο, αξιοποιώντας μια κακοχωνεμένη πρόβλεψη της «Σύγκρουσης των πολιτισμών» του Σ. Χάντινγκτον.
Υπάρχουν πολλοί κυνικοί ή, αν προτιμάτε, υπερβολικά αισιόδοξοι, που θα πουν ότι αυτά συνηθίζονται όταν έχουμε κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις, οι τόνοι ανεβαίνουν τεχνητά και κατόπιν όλα έρχονται πάλι στη θέση τους. Είναι και τα διακρατικά οικονομικά και εμπορικά συμφέροντα, που οδηγούν συνήθως προς ένα τέτοιο κατευναστικό αποτέλεσμα. Πολύ καλό για να είναι αληθινό...
Οι διαχρονικές επιπτώσειςΑς μη μιλήσουμε για τις επιπτώσεις που, αποδεδειγμένα, έχει μια τέτοια τακτική στη δική μας πλάτη. Οπου η διαχρονική και υπέρογκη επιβάρυνση του προυπολογισμού των αμυντικών δαπανών είναι ίσως το λιγότερο που θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει. Αξίζει, όμως, να αποτιμήσουμε τα αποτελέσματα αυτής της σύγκρουσης (που κατά βάθος είναι ιδεολογική σύμπλευση) τόσο στο δυτικό όσο και στο ανατολικό τμήμα του γεωπολιτικού πεδίου που μας ενδιαφέρει.
Στην Ευρώπη μπορεί μέχρι σήμερα να έχει εμποδιστεί η ακροδεξιά να φτάσει στην κυβέρνηση (αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε ορισμένες εξαιρέσεις, όπως της Αυστρίας), αλλά η ξενοφοβία και ο μετά βίας καλυπτόμενος ρατσισμός οικοδομεί ήδη κάστρα και επιφέρει πλήγματα ισχυρά στην ιδέα μιας ενιαίας και ανεκτικής Ευρώπης. Τόσο γρήγορα θα ξεχάσουμε πως η επιτυχία των οπαδών του Brexit στο Ενωμένο Βασίλειο στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στην «απειλή» που υποτίθεται ότι αντιπροσώπευε το κύμα μεταναστών από την ίδια την ΕΕ; Ή μήπως είναι πιο εύκολο να ξεχάσουμε ότι η υπόσχεση όλων των ακροδεξιών, αλλά και των σκληρών νεοφιλελεύθερων «ευρωπαϊστών», είναι ότι ο κανόνας «ο καθένας μόνος του» (βλέπε και Σόιμπλε) είναι το κοινό σύμβολο της πίστης και των δύο τάσεων; Δυστυχώς, δεν είναι μόνο η απαράδεκτη κυρίαρχη κοινωνική και οικονομική πολιτική στην ΕΕ, που κάνει τους λαούς να την αποστρέφονται. Είναι και η «έξυπνη» αντιμετώπιση της αντίδρασης των λαών που επιτείνει το πρόβλημα και γεννά εξίσου απειλητικούς, αν όχι απειλητικότερους, ιδεολογικούς κινδύνους.
Απέναντι στον νεοοθωμανισμόΗ δικαιολογημένη, ως ένα βαθμό, έξαρση δυσανεξίας απέναντι σ’ έναν αυταρχικό καταπατητή δικαιωμάτων όπως ο Ερντογάν, θα ήταν πειστικότερη αν γινόταν με ψυχραιμία και περισσότερη εμπιστοσύνη και επιμονή στην επίκληση της κατά πολύ ανώτερης ευρωπαϊκής πολιτισμικής και νομικής πραγματικότητας. Και, παράλληλα, με βαθύτερη και όχι επ’ ευκαιρία κριτική του νεοισλαμικού και παλαιοαυταρχικού καθεστώτος Ερντογάν. Την οποία δεν γίνεται να θυμόμαστε όταν συλλαμβάνεται ο ανταποκριτής της «Ντι Βελτ» και να ξεχνάμε όσο ρίχνονται στη φυλακή χιλιάδες πολιτικοί αντίπαλοι, όπως και ολόκληρη η ηγεσία του ΗDP.
Αυτός, άλλωστε, είναι και ο πιο πρόσφορος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η υπαρκτή απειλή που αντιπροσωπεύει η καλλιέργεια της νεοοθωμανικής αντίληψης στην Τουρκία. Η οποία, ας μην το ξεχνάμε, ήταν στην αρχή του 20ού αιώνα η χώρα παράδειγμα μετάβασης από τον οθωμανισμό στον κοσμικό εκσυγχρονισμό. Και τώρα, υπό την ηγεσία ενός επηρμένου πολιτικού, ο οποίος ρητά επικρίνει τις επιλογές του μέχρι χτες ανέγγιχτου Κεμάλ Ατατούρκ για ενδοτισμό, φτάνει να επιχειρεί να ηγηθεί τυχοδιωκτικά ενός επαπειλούμενου θρησκευτικού πολέμου, ενώ πριν μερικά χρόνια πόνταρε και στο χαρτί της στήριξης των τζιχαντιστών του Ισλαμικού Κράτους.
Αν το καλοσκεφτούμε, δεν είναι και τόσο ασήμαντο, τελικά, το τίμημα που πληρώνουμε για την τακτική κοντόφθαλμων ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών, που μας τις παρουσιάζουν σαν αποτελεσματικές και επιτυχημένες.
Χ. Γεωργούλας