Αναταραχή υπάρχει τον τελευταίο καιρό σε δομές άσκησης κοινωνικής φροντίδας. Εκδηλώνεται, δε, και στο χώρο εργασίας, αλλά και στους κοινωνικά αδύναμους ωφελούμενους που δεν εξυπηρετούνται. Τα προβλήματα προέκυψαν μετά τις 28 Φλεβάρη, όταν σταμάτησαν να λειτουργούν οι κοινωνικές δομές, λόγω μη χρηματοδότησης. Αποτέλεσμα ήταν να μείνουν άνεργοι οι εργαζόμενοι των δομών και να αντιμετωπίζουν προβλήματα οι ωφελούμενοι από τη μη λειτουργία τους.
Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά φέρει τη σφραγίδα της γραφειοκρατίας από τη μία, αλλά και της αδράνειας των φορέων που έχουν την ευθύνη της λειτουργίας τους. Οι δομές λειτουργούσαν προγράμματα κοινωνικής πολιτικής συγχρηματοδοτούμενα από κονδύλια του προηγούμενου ΕΣΠΑ και εθνικά. Δυστυχώς, από την προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε προβλεφθεί η ομαλή ένταξή τους στο νέο ΕΣΠΑ. Επιπλέον, οι δομές αντιμετωπίστηκαν, κυρίως, ως χώροι απασχόλησης και δευτερευόντως ως χώροι άσκησης κοινωνικής πολιτικής. Ποτέ δεν αξιολογήθηκαν και δεν έγινε προσπάθεια να οργανωθεί με κοινωνικούς όρους πλατφόρμα ωφελουμένων. Δεν υπήρχε με άλλα λόγια στοχευμένη και οργανωμένη κοινωνική πολιτική. Δεν υπήρχε εποπτεία, αξιολόγηση του ρόλου τους. Πολλές από αυτές αν αξιολογηθούν για το έργο που προσέφεραν και το προσωπικό που απασχολούσαν θα αναδειχτούν πρωταθλήτριες αργομισθείας και σκανδάλων. Οι δομές αυτές λειτουργούσαν στους Δήμους κυρίως μέσω ΜΚΟ και είχαν ως αντικείμενο τη λειτουργία συσσιτίων, κοινωνικών παντοπωλείων, κοινωνικών φαρμακείων, στεγών ημερήσιας φροντίδας αστέγων, υπνωτηρίων αστέγων, τραπεζών χρόνου, κοινωνικών λαχανόκηπων και γραφείων διαμεσολάβησης.
Αναβάθμιση με καθυστερήσειςΗ σημερινή κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή προσπάθησε να οργανώσει και να καταγράψει, σε συνεργασία με την τοπική αυτοδιοίκηση και τους κοινωνικούς φορείς, τους πολίτες που έχουν ανάγκη προστασίας, αλλά και να τοποθετήσει σε νέες βάσεις και νέα αντίληψη την άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Κινήθηκε προς δύο κατευθύνσεις, πρώτον να εντάξει στο νέο ΕΣΠΑ τα προγράμματα αυτά και δεύτερον «ξύνοντας πάτους βαρελιών». όπως λέει, έδωσε παράταση λειτουργίας, εντάσσοντάς τα σε εθνικά προγράμματα 20 εκατομμυρίων. Στόχος ήταν να υπάρξει συνέχεια στα προγράμματα, αλλά και αναβάθμισή τους. Ταυτόχρονα σε συνεχείς συσκέψεις με τους Περιφερειάρχες, δίνοντας την αντίστοιχη τεχνογνωσία, ζήτησε να προκηρύξουν διαγωνισμούς ανά περιφέρεια και να αναθέσουν μετά την αξιολόγηση, σε Δήμους ή ΜΚΟ τη λειτουργία των προγραμμάτων. Μάλιστα ζητήθηκε από τους Δήμους να συμμετέχουν σ’ αυτή τη διαδικασία και να αναλάβουν την ευθύνη λειτουργίας των προγραμμάτων, εκφράζοντας έτσι την επιθυμία να υπάρξει ενεργός συμμετοχή της πρωτοβάθμιας αυτοδιοίκησης. Εξαίρεσε από τις παραπάνω δομές τις τράπεζες χρόνου και τους κοινωνικούς λαχανόκηπους, ενώ αντικατέστησε τα γραφεία διαμεσολάβησης με τα κέντρα κοινότητας, τα λεγόμενα κοινωνικά ΚΕΠ.
Δυστυχώς, οι Περιφέρειες, παρ’ ότι αυτή η διαδικασία έπρεπε να έχει αρχίσει ένα χρόνο πριν, καθυστέρησαν με αποτέλεσμα μετά από τέσσερεις παρατάσεις που δόθηκαν στις 28/2 τα προγράμματα να σταματήσουν. Για το χρονικό διάστημα που θα μεσολαβήσει, ώστε να επαναλειτουργήσουν οι δομές αυτές πολλοί Δήμοι αποφάσισαν με ίδιους πόρους να συνεχίσουν τη λειτουργία τους. Ταυτόχρονα για να υπάρξει συνέχεια οι εργαζόμενοι που έχουν την εμπειρία και προϋπηρεσία μοριοδοτούνται, έτσι ώστε να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Για να ολοκληρωθεί αυτή η διαδικασία πρέπει να γίνει διαγωνισμός από τις Περιφέρειες και οι Δήμοι που θα τις αναλάβουν πρέπει να προκηρύξουν μέσω ΑΣΕΠ τις προσλήψεις προσωπικού. Μέχρι σήμερα η Περιφέρεια Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας έχουν προχωρήσει στο διαγωνισμό και έχουν αναθέσει στους Δήμους την οργάνωση και λειτουργία των προγραμμάτων. Είναι ανάγκη να υπάρξει συντονισμός, έτσι ώστε να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες και να γίνει ένα νέο ξεκίνημα που θα βασίζεται στη νέα αντίληψη, που εισήγαγε το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Πολιτικής. Αυτό σημαίνει εποπτεία και καταγραφή των εχόντων ανάγκη προστασίας, ποιότητα στην προσφορά υπηρεσιών και κυρίως διαφάνεια.
Πέτρος Ζούνης