Στο επίκεντρο ενός εναλλακτικού σχεδίου για την ευρωπαϊκή ενοποίησηΤης Μαρίας Καραμεσίνη*Εξήντα χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, εικοσιπέντε χρόνια μετά την υπογραφή εκείνης του Μάαστριχτ, που δρομολόγησε τη νεοφιλελεύθερη οικονομική της ενοποίηση, και δέκα χρόνια μετά την έναρξη της πρόσφατης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η Ε.Ε. είναι καθηλωμένη σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και υψηλής ανεργίας. Περνάει μια σαρωτική κρίση νομιμοποίησης στα μάτια των ευρωπαϊκών λαών που βλέπουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ως πηγή διαρκούς επίθεσης στα κεκτημένα τους και υπονόμευσης της δυνατότητάς τους να καθορίζουν τη ζωή και το μέλλον τους μέσω της κοινωνικής και πολιτικής συμμετοχής. Επιπλέον, στην ευρωζώνη, η άρνηση συλλογικής διαχείρισης του κοινού προβλήματος της υπερχρέωσης νοικοκυριών, επιχειρήσεων, τραπεζών και κρατών και η διεύρυνση των ανισοτήτων ανάμεσα στις χώρες του Βορρά και του Νότου, ως αποτέλεσμα των πολιτικών σκληρής λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης που επιβλήθηκαν στην περιφέρειά της, έχουν υποσκάψει την αξιοπιστία του κυρίαρχου σχεδίου εξόδου από την κρίση, όπως εκφράζεται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ, που τελούν αντίστοιχα υπό γερμανική και αμερικανική επικυριαρχία, και παρά τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, καταλύουν τη συνοχή και απειλούν με διάλυση την ευρωζώνη.
Το «κοινωνικό ζήτημα» στην Ευρώπη του νεοφιλελευθερισμούΑν η παγκόσμια οικονομική κρίση διεύρυνε τις ανισότητες μεταξύ κρατών, παράλληλα όξυνε κοινές τάσεις και κοινωνικά προβλήματα που προϋπήρχαν στο σύνολο των κρατών της Ε.Ε., με την αύξηση της επισφάλειας και της φτώχειας και την περαιτέρω διάβρωση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζόμενων τάξεων, που πήρε τη μορφή δραστικών θεσμικών απορρυθμίσεων κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών σε αρκετές χώρες, όχι μόνο στη δική μας. Ο ανερχόμενος δεξιός και αριστερός ευρωσκεπτικισμός, όπως καταγράφηκε στις εκλογικές αναμετρήσεις και στο δημοψήφισμα για το Brexit, παρά τις ιδεολογικές και πολιτικές τερατογενέσεις, συνέβαλε στο να συνειδητοποιηθεί μαζικά το κοινωνικό πρόβλημα των νέων απόκληρων ως το νέο «κοινωνικό ζήτημα» της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης του 21ου αιώνα, που πάει παράλληλα με το νέο «πολιτικό ζήτημα», εκείνο του μαρασμού της πραγματικής εξουσίας των δημοκρατικών θεσμών και της αδυναμίας των από κάτω να επηρεάσουν τις αποφάσεις που αφορούν τις ζωές και το μέλλον τους.
Η εργασία στο επίκεντρο του κοινωνικού ζητήματοςΑναμφίβολα, η έλλειψη της εργασίας και η υποβάθμιση της ποιότητάς της βρίσκονται στο επίκεντρο του σύγχρονου κοινωνικού ζητήματος της Ενωμένης Ευρώπης, που είναι σύμφυτο με τη γένεση και βαθμιαία επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού στην ήπειρο, πρώτα σε εθνικό και ύστερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Δεν είναι τυχαίο που η ελληνική κυβέρνηση, διαπραγματευόμενη σήμερα σκληρά με τους δανειστές της χώρας για τα εργασιακά δικαιώματα των μισθωτών στην Ελλάδα, άσκησε ισχυρές πιέσεις για τη συμπερίληψή τους στη διακήρυξη της σημερινής Συνόδου Κορυφής.
Μαζί με το «λιγότερο κράτος», η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ του κεφαλαίου και εις βάρος της μισθωτής εργασίας ήταν ο κύριος στόχος του νεοφιλελεύθερου σχεδίου, που αποσκοπούσε στην αύξηση του ποσοστού κέρδους και των ιδιωτικών επενδύσεων. Κατά τη δεκαετία του 1980 στο σύνολο των χωρών της Ε.Ε. των 15 μελών το μερίδιο των μισθών στο εισόδημα μειώθηκε αισθητά για να εξυπηρετήσει τον παραπάνω στόχο. Όμως, μόνο με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τη Λευκή Βίβλο για την Ανάπτυξη, την Ανταγωνιστικότητα και την Απασχόληση, το κόστος εργασίας συνδέθηκε για πρώτη φορά με τις ανταγωνιστικές επιδόσεις των κρατών μελών και της Ε.Ε. και άρα με την εξέλιξη της απασχόλησης.
Έκτοτε, τα κοινοτικά όργανα σύστηναν/υπαγόρευαν στα κράτη μέλη αύξηση μισθών μικρότερη από εκείνη της παραγωγικότητας της εργασίας, ώστε να ενισχυθούν τα κέρδη, ενώ η «συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων» συνδέθηκε με την ώθηση των κρατών μελών να μεταβούν από ένα μοντέλο ενδογενούς ανάπτυξης της οικονομίας τους – που αντλεί τη δυναμική του από την εσωτερική ζήτηση και άρα από τους μισθούς και την ιδιωτική κατανάλωση – σε ένα μοντέλο εξωστρεφούς ανάπτυξης, που έλκεται από τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και προϋποθέτει τη συγκράτηση του εργατικού κόστους σε επίπεδα που δεν βλάπτουν την ανταγωνιστικότητα των εγχώρια παραγόμενων εμπορεύσιμων προϊόντων.
Η διαδικασία δεν είχε κάτι το «φυσικό», αλλά ήταν μέρος του νεοφιλελεύθερου πολιτικού σχεδίου που επεδίωκε να χρησιμοποιήσει την ΟΝΕ και το κοινό νόμισμα όχι μόνο ως μέσο συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στην πλήρως ενοποιημένη αγορά, αλλά και ως εργαλείο πειθάρχησης των εργαζομένων και των συνδικάτων, βάζοντας τους μισθούς και τους μισθωτούς σε διεθνή ανταγωνισμό μεταξύ τους και αναγκάζοντας τις λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες να διορθώνουν τα εξωτερικά τους ελλείμματα μέσω πολιτικών μείωσης του κόστους εργασίας, που ισοδυναμούν στο βραχυχρόνιο διάστημα με «διόρθωση» μισθών, μείωση ασφαλιστικών εισφορών ή προώθηση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης.
Κριτική στη νεοφιλελεύθερη ολοκλήρωση: εναλλακτικό μοντέλο ανάπτυξηςΗ ψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ και αργότερα του Συμφώνου Σταθερότητας έδωσαν την αφορμή σε ετερόδοξους οικονομολόγους και αριστερούς αγωνιστές να ασκήσουν κριτική στο δόγμα της «εξωστρεφούς ανάπτυξης» και την ΟΝΕ και να διατυπώσουν τη δεκαετία του 1990 ένα εναλλακτικό μοντέλο κοινωνικής ολοκλήρωσης της Ε.Ε., που στηρίζεται στην προώθηση των δημοσίων επενδύσεων σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο, την αύξηση των πραγματικών μισθών σύμφωνα με την παραγωγικότητα της εργασίας σε κάθε χώρα και τη θέσπιση ελάχιστων εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων προς αποφυγή του κοινωνικού ντάμπινγκ. Σκοπός μιας χώρας δεν ήταν η αύξηση των εξαγωγών εις βάρος των υπολοίπων χωρών, αλλά να διατηρεί ισορροπία στις εξωτερικές της συναλλαγές σε μια αναπτυσσόμενη ενιαία ευρωπαϊκή αγορά μέσω της συνδυασμένης αύξησης της κατανάλωσης των εργαζομένων και των επενδύσεων σε κάθε χώρα. Στη συντριπτική πλειονότητα των χωρών, η συσσώρευση του κεφαλαίου εξαρτάτο κυρίως από την εσωτερική ζήτηση, άρα η όποια αναδιανομή του εισοδήματος εις βάρος των μισθωτών και προς όφελος του κεφαλαίου θα επιβράδυνε το ρυθμό ανάπτυξης και αύξησης της απασχόλησης τόσο σε κάθε χώρα μεμονωμένα όσο και στην Ε.Ε. συνολικά.
Παρόμοια κριτική, βάσει πολύ τεκμηριωμένης έρευνας, κάνει σήμερα μία ομάδα μετα-κεϋνσιανών οικονομολόγων (Stockhammer, Lavoie, Onaran κλπ.), που μάλιστα υποστηρίζει ότι η αναδιανομή του εισοδήματος εις βάρος των μισθών την εποχή του νεοφιλελευθερισμού οδήγησε, εντός της ευρωζώνης και διεθνώς, σε δύο διαφορετικά αλλά εξίσου ασταθή αναπτυξιακά μοντέλα: το ένα στηριζόταν στην αύξηση των εξαγωγών, ενώ το άλλο στην αύξηση της κατανάλωσης λόγω συνεχούς διόγκωσης του χρέους, με τις καταστροφικές συνέπειες που γνωρίζουμε για όλες τις χώρες που, όπως η Ελλάδα, ακολούθησαν το δεύτερο μοντέλο, αφού ξέσπασε η κρίση υπερχρέωσης.
Η παραπάνω ομάδα προτείνει μια εναλλακτική αναπτυξιακή στρατηγική για την Ε.Ε. και τις ευρωπαϊκές χώρες (wage-led growth), που στηρίζεται όχι μόνο στη χρήση εργαλείων δημοσιονομικής και αναπτυξιακής (βιομηχανικής) πολιτικής, αλλά και σε μία πολιτική μισθών σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα λαμβάνει υπόψη τόσο τη δίκαιη διανομή των ωφελειών της ανόδου της παραγωγικότητας σε κάθε χώρα όσο και τις εξωτερικές ανισορροπίες των διαφορετικών ευρωπαϊκών οικονομιών και την ανάγκη σύγκλισής τους ώστε να προωθείται η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Επίσης, υποστηρίζει τη θεσμική ενδυνάμωση της διαπραγματευτικής δύναμης των μισθωτών εργαζομένων σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο υιοθετώντας τις προτάσεις των ευρωπαϊκών συνδικάτων για τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Πυλώνα: θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού σε κάθε χώρα ίσου προς το 60% του μέσου μισθού, ενίσχυση των κλαδικών διαπραγματεύσεων και του ρόλου των συνδικάτων κλπ.
Μισθοί, εργασιακά δικαιώματα και εναλλακτικό σχέδιο ευρωπαϊκής ενοποίησηςΗ διαπίστωση ότι η εμβάθυνση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και η γενίκευση του μοντέλου εξωστρεφούς ανάπτυξης στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη παράγει οικονομική στασιμότητα, διατήρηση της ανεργίας και μία κούρσα ανταγωνιστικής συρρίκνωσης των εργασιακών δικαιωμάτων έχουν οδηγήσει τμήματα του σοσιαλδημοκρατικού χώρου στη συνειδητοποίηση ότι πρέπει να μπει ένα όριο στη συνεχή διάβρωση των κοινωνικών κεκτημένων, που οδηγεί το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης σε ιστορικό τέλος. Έχει επίσης γίνει συνείδηση σε μεγάλα τμήματα της αριστεράς που επιδιώκει την αλλαγή της Ε.Ε. ότι η διατήρηση και αναβάθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων κατοχυρώνονται στην πράξη μόνο μέσω μιας βιώσιμης αναπτυξιακής προοπτικής των ευρωπαϊκών οικονομιών στο παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο. Η ελληνική κυβέρνηση σίγουρα δεν αισθάνεται μόνη, αλλά είναι άδηλο εάν αυτό θα οδηγήσει τελικά στο να γείρει η πλάστιγγα της διαπραγμάτευσης προς το μέρος της.
* Η Μ. Καραμεσίνη είναι καθηγήτρια Παντείου πανεπιστημίου, διοικήτρια ΟΑΕΔ.