Μια μεγάλη αντίφαση διαπερνά αυτή την εποχή κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ αναγκάζονται να πολιτευθούν σε τελείως αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτή που ορίζει το πιστεύω τους.
Η κυβέρνηση προσπαθεί από μεριά της να κλείσει η αξιολόγηση, δηλώνοντας πως έχει την απαιτο ύμενη πλειοψηφία στη Βουλή (δηλαδή δεν χρειάζεται τη συναίνεση της ΝΔ, όπως ζητά ο Σόιμπλε και το ΔΝΤ), εγκαλώντας ταυτόχρονα τη ΝΔ πως βάζει εμπόδια σ’ αυτή την προσπάθεια. Καθόλου ανεπαίσθητα ο ΣΥΡΙΖΑ ολισθαίνει σε μια πολιτική που κι αν ακόμη δεν περιορίζεται στο «κυβέρνηση πάση θυσία» δεν υπερβαίνει το στόχο για «κλείσιμο της αξιολόγησης έστω και με μεγάλο κόστος». Γιατί τώρα πια το ξέρουμε ότι η συμφωνία —όπως όλες οι προηγούμενες από τον Ιούλιο του 2015 και μετά— θα είναι πρωτίστως προς όφελος των δανειστών.
Η αξιωματική αντιπολίτευση κατατρύχεται από ακόμη μεγαλύτερες αντιφάσεις. Ενώ καταγγέλλει τον ΣΥΡΙΖΑ πως καθυστερεί τη συμφωνία, σε αντίθεση με την ίδια που, αν ήταν κυβέρνηση, θα είχε κλείσει εδώ και καιρό όλες τις εκκρεμότητες (υποχωρώντας σε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών), δεν αναλαμβάνει το κόστος της ψήφισης των μέτρων αν και δεσμεύεται για την τήρησή τους μετά τις εκλογές του 2019 τις οποίες ευελπιστεί να κερδίσει. Την ίδια στιγμή βλέπει πίσω από τις δηλώσεις Σαπέν περί της απαίτησης του ΔΝΤ για συναίνεση και της αντιπολίτευσης στα μέτρα και την υπενθύμιση Σόιμπλε πως κάτι τέτοιο ζητείται από τα ελληνικά κόμματα εδώ και χρόνια «κυβερνητικό σχέδιο αναζήτησης στήριξης από το εξωτερικό».
Εδώ η αντίφαση που διαπερνά τη ΝΔ μετατρέπεται σε παραλογισμό. Τον οποίο όμως καλλιεργεί και η κυβέρνηση όταν δια του εκπροσώπου της εγκαλεί τη ΝΔ πως με τη στάση της «υπονομεύει την πορεία της διαπραγμάτευσης» καθώς στόχος της είναι «η μη επίτευξη συμφωνίας, ώστε να δικαιωθούν τα κινδυνολογικά και καταστροφολογικά σενάριά της».
Η επιστροφή ΚαραμανλήΑλλά οι αντιφάσεις της ΝΔ δεν σταματούν εδώ. Η δικαστική απόφαση για το Βατοπέδι έβγαλε ξανά στην επιφάνεια τους σκελετούς στο ντουλάπι της και έδωσε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία στους παροπλισμένους Θ. Ρουσόπουλο και Γ. Βουλγαράκη να ζητήσουν τα ρέστα και να αισθάνονται δικαιωμένοι. Τα βέλη των Ρουσόπουλου-Βουλγαράκη είχαν εσωκομματικούς στόχους και απ’ αυτήν την άποψη δεν θα μας ενδιέφεραν και πολύ αν δεν συνοδεύονταν από τη δήλωση Καραμανλή, που για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια επέλεξε να μιλήσει ευθέως και όχι μέσω κάποιων «κύκλων». Οι διατυπώσεις της δήλωσης όπως «αθλιότητα», «μεθοδεύσεις που μετήλθαν ύποπτα και ταπεινά συμφέροντα, ιδιωτικά και μικροπολιτικά, για να σκηνοθετήσουν τη σκευωρία» παραπέμπουν σε πολιτικό που προετοιμάζει την επιστροφή του στην ενεργό δράση. Πράγματι, σύμφωνα με αρκετά αξιόπιστες δημοσιογραφικές πληροφορίες, θα πρέπει να αναμένονται και άλλες τέτοιου τύπου δηλώσεις από τον Κ. Καραμανλή στο μέλλον και με διάφορες αφορμές.
Πάλι δεν θα μας ενδιέφερε «από τη σκοπιά της Αριστεράς» κάτι τέτοιο αν δεν ερχόταν ένας υπουργός της κυβέρνησης, και μάλιστα σε πολύ κρίσιμο πόστο, να σιγοντάρει αυτή την επιστροφή Καραμανλή, στήνοντας μάλιστα ένα αφήγημα που εκκινεί από έναν παραλληλισμό μεταξύ Κ. Καραμανλή και Αλ. Τσίπρα. Εκείνο που ενοχλεί δεν είναι τόσο πως ταυτίζει τον πρωθυπουργό με ένα δεξιό πολιτικό, αλλά ότι αυτό επιχειρείται στη βάση μιας επιχειρηματολογίας πως και οι «δύο δεν είναι παιδιά του εργαστηριακού σωλήνα της διαπλοκής και συνεπώς είναι απρόσβλητοι στους ιούς της». Ενοχλεί η αντίληψη ότι υπάρχουν κάποιοι πολιτικοί που πέρα από πολιτικές και ιδεολογικές στάσεις και πρακτικές χαρακτηρίζονται πρωτίστως από κάποιες «ανθρώπινες ιδιότητες» οι οποίες τους επιτρέπουν να συνεννοούνται, να συνεργάζονται «για το καλό του τόπου και το εθνικό συμφέρον», να στέκονται «υπεράνω (μικρο)κομματικών αντιπαραθέσεων», να λειτουργούν ενοποιητικά. Πρόκειται για τον τελείως ξένο προς τη δική μας Αριστερά μύθο του «εθνικού» ηγέτη.
Επιπλέον, ενοχλεί ακόμη περισσότερο που αυτή η δήλωση, η οποία εκ των υστέρων χαρακτηρίστηκε «προσωπική», προκατέλαβε κάθε επίσημη αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ ,η οποία ήρθε με καθυστέρηση μιας μέρας. Δεν πρόκειται για επικοινωνιακό ή οργανωτικό πρόβλημα αλλά για κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα. Αν ο κ. Παπαγγελόπουλος επελέγη μεταξύ άλλων και για να λειτουργήσει ως γεφυροποιός ή ως διεμβολιστής απέναντι στο «βαθύ κράτος» (ο τελευταίος χαρακτηρισμός ανήκει στον Τάσο Τσακίρογλου στην Εφημερίδα των Συντακτών της Πέμπτης), ελπίζουμε αυτοί που θεώρησαν αποτελεσματική αυτή την επιλογή να κατάλαβαν, έστω και εκ των υστέρων, πόσο κοντά ποδάρια έχουν τέτοιου είδους τακτικισμοί. Πάντως η ζημιά έχει γίνει και το μέλλον θα δείξει αν είναι ανεπανόρθωτη.
Θάνος Χατζόπουλος