Μπορεί κανείς να νιώθει δικαιωμένος;Ενα από τα ασφαλή κριτήρια ορθότητας μιας δικαστικής απόφασης είναι και η σύμπτωσή της ή η απόκλισή της από το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Όσοι θέλουν να ζυγίσουν την πρόσφατη δικαστική απόφαση για την πολύκροτη – άλλοτε – υπόθεση Βατοπεδίου, δεν έχουν παρά να παραγγείλουν μια σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης, για να δουν αν εξασφαλίζεται η παραπάνω συνθήκη.
Η συγκεκριμένη απόφαση, με την αθώωση των κοινών θνητών (τα πολιτικά πρόσωπα που εμπλέκονταν, είχαν φροντίσει να επωφεληθούν των διατάξεων του διαβόητου νόμου περί μη ευθύνης των υπουργών) και την απαλλαγή τους από το σύνολο των κατηγοριών, δηλώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν συνέβη απολύτως τίποτε το επιλήψιμο, τουλάχιστον από νομική άποψη.
Τα ξεροκέφαλα γεγονόταΕπειδή, όμως, έχει περάσει καιρός από τότε που έσκασε η υπόθεση αυτή, πάνω από δεκαετία, ίσως χρειάζεται να φρεσκάρουμε λίγο τη μνήμη μας. Εκεί πέρα, λοιπόν, στα «χωράφια» της μονής Βατοπεδίου είναι αναμφισβήτητο ότι είχαν γίνει αγοραπωλησίες ακινήτων που θα τις ζήλευαν μεγάλα και ισχυρά ρίαλ εστέιτ, με τίτλους ιδιοκτησίας που ανάγονται σε χρυσόβουλα της βυζαντινής εποχής και βάλε. Αν δεν μας απατά η μνήμη, είχαν εντοπιστεί ακόμη και πωλήσεις τμημάτων λίμνης. Δεν επρόκειτο, δηλαδή, για μια απλή, λογική και θεάρεστη αξιοποίηση μιας μοναστηριακής περιουσίας για τα προς το ζην, αλλά για κινήσεις που θα τις ζήλευαν πολλοί ριψοκίνδυνοι μπίζνεσμεν. Αυτά ως προς τα του... θεού.
Ως προς τα των καισάρων τώρα, να θυμίσουμε ότι τις πολιτικές ευθύνες για την εμπλοκή προβεβλημένων στελεχών της (και υπουργικού επιπέδου) δεν τόλμησε να τις αμφισβητήσει τότε ούτε η ίδια η ΝΔ. Από το εσωτερικό της εκτοξεύτηκαν βαριές κατηγορίες και αναγνωρίστηκαν ευθύνες, πράγμα που είχε και συγκεκριμένες συνέπειες, όπως ο παραμερισμός ηγετικών στελεχών. Ήταν δε τόσο ισχυρός και έντονος ο πολιτικός κίνδυνος και η απειλή ποινικής δίωξης, που έγιναν τα δυνατά αδύνατα εκ μέρους τής τότε κυβερνητικής πλειοψηφίας, προκειμένου να αποφύγουν την παραπομπή σε ειδική δίκη τα εμπλεκόμενα πολιτικά πρόσωπα, με τη γνωστή μέθοδο της «νόμιμης» παραγραφής, που μόνο δίκαιη δεν είναι κι αυτή. Αν ήταν τόσο βέβαιοι για την αθωότητά τους όσο παρουσιάζονται σήμερα κρυπτόμενοι πίσω από μια απρόσμενη απόφαση, γιατί δεν τους παρέδιδαν στην κρίση της δικαστικής εξουσίας, που, όπως δηλώνουν όταν δεν τους βλάφτει, την εμπιστεύονται τυφλά;
Με το δέλτα κεφαλαίο ή μικρό;Η απάντηση είναι γνωστή: όσοι προτιμούν να μιλούν για Δικαιοσύνη (με δέλτα κεφαλαίο), ενώ το ίδιο το σύνταγμα σπεύδει να μας προφυλάξει μιλώντας απλώς για δικαστική εξουσία, ξέρουν παρ’ όλα αυτά ότι οι αποφάσεις αυτής της «τρίτης εξουσίας» δεν είναι αυτονόητα δίκαιες αποφάσεις, δεν αποδίδουν απαραίτητα δικαιοσύνη (με δέλτα μικρό). Αρκεί να έχουν μια λογικοφανή στήριξη στο γράμμα κάποιων νόμων, μια νομική τεκμηρίωση. Κι αυτό όχι πάντοτε, γιατί, όταν δεν είναι και τόσο ξεκάθαρα τα πράγματα και σηκώνει ερμηνείες η υπόθεση, τότε έρχεται και παρεμβάλλεται και η συνείδηση του δικαστή που καλείται να κρίνει. Γι’ αυτό και όσοι δηλώνουν μεγαλοφώνως την εμπιστοσύνη τους στη δικαστική εξουσία, πολύ συχνά κάνουν ό,τι μπορούν για να φυλάξουν τα νώτα τους και να μη βρεθούν στη δικαιοδοσία της.
Για να καταλάβουμε πόσο ρευστά είναι μερικές φορές τα πράγματα, ας επικαλεστούμε ένα παράδειγμα πρόσφατο. Όταν το ΣτΕ κλήθηκε να αποφανθεί για τη συνταγματικότητα ή μη της διαδικασίας αδειοδότησης των καναλιών (αλήθεια, πόσο δίκαιο είναι να καθυστερεί τόσο το ΕΣΡ;), η απόφαση που πήρε κατά πλειοψηφία έκρινε τη διαδικασία αντισυνταγματική. Ωστόσο, λίγο λιγότερα από τα μισά μέλη του ανώτατου δικαστηρίου είχαν την ακριβώς αντίθετη γνώμη! Με τους ίδιους νόμους παραμάσχαλα, δηλαδή, λίγο έλειψε η αντισυνταγματική διαδικασία να κρινόταν συνταγματική...
Άδικα πανηγυρίζουνΈχουν, λοιπόν, χίλιους λόγους όσοι μπορούν (καθώς οι ίδιοι φτιάχνουν τους νόμους στα μέτρα τους) να αποφεύγουν να εκτεθούν σε τέτοιες αβεβαιότητες. Δεν έχουν, όμως, κανένα λόγο να πανηγυρίζουν για τη «δικαίωσή» τους, όταν αθωώνονται όσοι δεν μπόρεσαν να αποφύγουν την υπαγωγή τους στη δικαστική κρίση. Κι αυτό γιατί κάθε απόφαση, προφανώς, αφορά αυτούς που κρίνονται και όχι αυτούς που τεχνηέντως τη γλίτωσαν και δεν κάθισαν στο εδώλιο. Αφετέρου, αυτή η απόφαση θα μπορούσε κάλλιστα υπό άλλες συνθήκες και υπό διαφορετική σύνθεση να διαφέρει σημαντικά. Άλλωστε, η νομικά καλυμμένη πλην πολιτικά και ηθικά ακάλυπτη απουσία πολιτικών προσώπων από το εδώλιο καταλαβαίνουμε όλοι ότι μπορεί να συνέβαλε στην ενίσχυση της τάσης εξάντλησης κάθε επιείκειας εκ μέρους του δικαστηρίου για τους εναπομείμαντες.
Άλλη μια φορά τα ξεροκέφαλα γεγονότα έρχονται να μα δείξουν ότι δεν είναι απαραίτητο οι κρίσεις της δικαστικής εξουσίας να είναι εξ ορισμού και δίκαιες. Όταν, μάλιστα, δεν πείθουν περί αυτού σχεδόν κανέναν άλλο πέρα από τους άμεσα ή έμμεσα ενδιαφερόμενους για ήπια μεταχείριση των κατηγορουμένων, τότε η ιδιαιτερότητα αυτή γίνεται ακόμα πιο έντονη και η αναζήτηση του κοινού περί δικαίου αισθήματος χρειάζεται να προσανατολιστεί έξω από τα στενά πλαίσια μιας νομότυπης κρίσης.
Ειδικά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι προτιμότερο να εμπιστευτούμε την κρίση της δικής μας συνείδησης, παρά τη διαβεβαίωση ότι αποδίδονται όλοι οι εμπλεκόμενοι άσπιλοι και αμόλυντοι στην κοινωνία. Ας φρόντιζε και η δικαστική κρίση να είναι πιο πειστική.
Χ. Γεωργούλας