Μπροστά στη νέα ατιμωτική διαφαινόμενη συμφωνία της κυβέρνησης της Αριστεράς και της καταστροφικής πολιτικής για τον κόσμο της εργασίαςΣτην παρούσα ιστορική στιγμή της οικονομικής κρίσης και των διαδοχικών μνημονίων, οι εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν πάρει την ακόλουθη τροπή: ο ελληνικός καπιταλισμός ανίκανος να αντιμετωπίσει, με τους φθαρμένους πολίτικους του εκπροσώπους (ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), το υπέρογκο για τα μέτρα του ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, κατέφυγε στους νεοφιλελεύθερους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς και το ΔΝΤ για τη «σωτηρία της πατρίδας». Αυτό, όμως, είχε ως συνέπεια τα αστικά πολιτικά του υποκείμενα να χάσουν σε μεγάλο βαθμό τα κοινωνικά τους ερείσματα και τον έλεγχο του κράτους αφενός, και αφετέρου να αναδειχθεί η κύρια ταξική αντίθεση που διαπερνά το κοινωνικό σώμα, διότι το μεγαλύτερο βάρος της αποπληρωμής του δυσβάσταχτου χρέους το επωμίσθηκαν οι εργαζόμενοι , τα μεσαία και φτωχότερα στρώματα. Συνακόλουθα οι κοινωνικές αυτές κατηγορίες αναζήτησαν στην Αριστερά το πολιτικό υποκείμενο που θα αναλάμβανε να τους υπερασπισθεί απέναντι στις επιθέσεις του κεφαλαίου. Τα πράγματα, όμως, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τόσο απλά. Ο ΣΥΡΙΖΑ που ανέλαβε αυτό το ρόλο, ενώ διάβασε σωστά τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένος για να διαχειριστεί το τιτάνιο αυτό έργο. Το κόμμα χωρίς εμπεδωμένα κοινωνικά ερείσματα, με ανεπαρκή θεωρητικό, ιδεολογικό και πολιτικό εξοπλισμό, και χωρίς εκπαιδευμένο στελεχικό δυναμικό, αναλαμβάνει τη διαχείριση του αστικού κράτους, αναθέτοντας σε αρκετές περιπτώσεις σε εκπροσώπους του φθαρμένου πολίτικου συστήματος κρίσιμους τομείς του κυβερνητικού έργου. Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα αποτελεί η αδυναμία του να αντιπαραθέσει στην αστική ιδεολογική ηγεμονία τις αξίες και τις επεξεργασίες της Αριστεράς.
Το πείραμα Στην πρώτη μνημονιακή περίοδο οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, όντας προσαρμοσμένες στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα διαχείρισης της κρίσης, ακολούθησαν το πρόγραμμα των δανειστών που περιελάμβανε 3 άξονες. Τη δημοσιονομική προσαρμογή με λιτότητα για τον κόσμο της εργασίας, τις μεταρρυθμίσεις τόσο στη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών όσο και σε μια σειρά από θεσμούς που αφορούσαν τις εργασιακές σχέσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις-αποκρατικοποιήσεις. Επιδιωκόμενος στόχος αυτής της πολιτικής ήταν να αξιοποιηθεί το ελληνικό παράδειγμα ως πείραμα για την αντιμετώπιση της κρίσης και την αναδιάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού ως κυρίαρχου τρόπου αναπαραγωγής του κοινωνικού σχηματισμού. Οι συνδυασμένες αυτές παρεμβάσεις δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας υπήρξε καταλυτική, το πολιτικό σύστημα των κυρίαρχων αστικών μερίδων κατέρρευσε και, παρά τις επανειλημμένες παραδοχές εκ μέρους του ΔΝΤ για τις λανθασμένες αυτές συνταγές, η πολιτική αυτή δεν εγκαταλείφθηκε.
Στη δεύτερη μνημονική περίοδο, και μετά την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ, ως λογική συνέπεια των λαθών που είχαν προηγηθεί από την πλευρά των δανειστών, θα ήταν εύλογο να εγκαταλειφθεί η ταυτόχρονη εφαρμογή δημοσιονομικής προσαρμογής, εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας και επιβολής εισπρακτικών μέτρων. Αντ’ αυτού, με αδικαιολόγητη επιμονή, συνεχίζεται η απαίτηση της ίδιας πολιτικής, παρά το γεγονός ότι τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά για την αποκατάσταση του ελληνικού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Το ερώτημα γιατί ΔΝΤ και ευρωπαίοι δανειστές συνεχίζουν την ίδια αδιέξοδη πολιτική, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις στην επιβίωση του ελληνικού καπιταλισμού, απαντιέται μόνο με την επιδίωξη των δανειστών να ακυρώσουν την κυβέρνηση της Αριστεράς, συμπαρασύροντας παράλληλα και αυτό που αποτελούσε τον πρωταρχικό τους στόχο, δηλαδή τη διάσωση και αναπαραγωγή του ελληνικού κεφαλαίου.
Αποτελεί αδιαμφισβήτητη παραδοχή ότι το αποτέλεσμα της δεύτερης διαπραγμάτευσης μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών, όταν τελικά ολοκληρωθεί, θα είναι προϊόν αμοιβαίων υποχωρήσεων, με εμφανή τα ταξικά χαρακτηριστικά που υπερασπίζεται η κάθε πλευρά. Τα σημεία τριβής στο ασφαλιστικό, φορολογικό και τις εργασιακές σχέσεις, αποτυπώνουν ανάγλυφα τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση της Αριστεράς επιχειρεί να διασώσει τα συμφέροντα των υποτελών κοινωνικών ομάδων από την επίθεση των εκπροσώπων του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος. Εάν αυτό τελικά επιτευχθεί σε σημαντικό βαθμό, θα αποτελεί σημαντική επιτυχία με δεδομένες τις αρνητικές συνθήκες που επικρατούν σε Ελλάδα και διεθνώς. Στην αντίθετη όμως περίπτωση, την αποδοχή, δηλαδή, των προτάσεων του ΔΝΤ, οι κοινωνικές ομάδες που στηρίζουν ακόμη την κυβέρνηση, θα υποστούν ένα συντριπτικό πλήγμα, που καμία επικοινωνιακή διαχείριση δεν θα μπορεί να το απαλύνει. Οι αντιπαραθέσεις, όμως, που καταγράφονται στο πολιτικό επίπεδο με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, συσκοτίζουν την ταξικότητα της αντιπαράθεσης, διότι διεξάγονται στο γήπεδο του αντιπάλου, υπό την πίεση, δηλαδή, της ιδεολογικής ηγεμονίας που επιβάλει η κυριαρχία του αστικού κράτους. Η κυβέρνηση εγκαλείται συνεχώς για την καθυστέρηση της αξιολόγησης, ασχέτως του περιεχομένου της, διότι «κινδυνεύει η πατρίδα», καταρρέει ο ελληνικός καπιταλισμός, οι τράπεζες θα μείνουν χωρίς ποσοτική χαλάρωση, ενώ οι εκπρόσωποι μας ενοχοποιημένοι απαντούν πως για την καθυστέρηση ευθύνεται το ΔΝΤ, αποκρύπτοντας την νεοφιλελεύθερη στρατηγική του.
Μετατόπιση της αντιπαράθεσηςΜε τα μέχρι στιγμής δεδομένα, αξιοποιώντας το βασικό επιχείρημα της Αριστεράς που είναι η υπεράσπιση των από κάτω, πρέπει η κυβέρνηση να επιμείνει σε μέτρα αναδιανομής των βαρών για την αποπληρωμή του χρέους, από τους φτωχούς στα εύπορα στρώματα της κοινωνίας. Αυτό συνεπάγεται τη μετατόπιση της αντιπαράθεσης με την ΝΔ και τα άλλα συστημικά κόμματα στο πυρήνα της αντίθεσης που διαπερνά τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Το ζητούμενο δεν είναι το τέλος της αξιολόγησης, αλλά το περιεχόμενο των μέτρων. Αν αυτό αποτυπωνόταν με καθαρό τρόπο έναντι των αστικών πολιτικών κομμάτων και η διαπραγμάτευση δεν ολοκληρωνόταν υπέρ των αδυνάτων, η προσφυγή στη κοινωνία, για να επιλέξει τον επόμενο διαχειριστή, δεν θα ήταν καταστροφική για την υπόθεση της Αριστεράς.
Μια τέτοια απόφαση (δηλαδή η άρνηση υπογραφής συμφωνίας) θα έπρεπε να συνοδεύεται από τα ακόλουθα βήματα:
Πρώτον, την πλήρη ενημέρωση της ελληνικής κοινωνίας για το τελικό περιεχόμενο της συμφωνίας που μας προτείνουν οι δανειστές και τη δική μας αντιπρόταση, με έμφαση στην ταξικότητα των αντιθέσεων που διαπερνά τις δύο προτάσεις και την εμμονή στην άρνηση αποδοχής επιπλέον λιτότητας και δημοσιονομικών προσαρμογών που ενισχύουν την ύφεση της οικονομίας.
Δεύτερον, την πρόκληση της αντιπολίτευσης να τοποθετηθεί συγκεκριμένα με τις δικές της προτάσεις για το πώς θα έπρεπε να χειριστεί εκείνη μια αντίστοιχη διαπραγμάτευση.
Τρίτον, το σταμάτημα της περαιτέρω διαπραγμάτευσης με τους δανειστές για την αναζήτηση ενός «έντιμου» συμβιβασμού και τη δήλωση αδυναμίας καταβολής εκείνων εκ των δόσεων που χαρακτηρίζονται από υπέρογκα ποσά, όπως για παράδειγμα η δόση στην ΕΚΤ, ύψους περίπου 7 δισ. ευρώ, με την παράλληλη προσπάθεια αποπληρωμής μικρότερων δόσεων, που είναι δυνατή με τα διαθέσιμα πλεονάσματα του ελληνικού δημοσίου. Για τις υπέρογκες δόσεις, το κάλεσμα στους αντίστοιχους οργανισμούς στους οποίους είμαστε υπόχρεοι, σε ειδική διαπραγμάτευση για τον τρόπο και τον χρόνο αποπληρωμής. Για παράδειγμα, η οφειλή στην ΕΚΤ θα μπορούσε να συμψηφιστεί με τα 15 δισ. κέρδη από τη διαχείριση των ελληνικών ομολόγων που βρίσκονται στην κατοχή της.
Τέλος, την απαίτηση για την έναρξη συστηματικής συζήτησης για την εξυπηρέτηση του συνολικού δημόσιου χρέους με τις προτάσεις των δανειστών και τις δικές μας πάνω στο τραπέζι, για μία ολοκληρωμένη και πλήρη ενημέρωση της ελληνικής κοινωνίας, που θα αποτελεί και το προγραμματικό μας σχέδιο για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση που θα τεθεί ενώπιόν της, μετά την ολοκλήρωση της θητείας της σημερινής κυβέρνησης.
Μ.Σ