Για το κόμμα μας τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει, αλλά και για το λαό μας συνολικά, είναι μια πολύ κρίσιμη ώρα. Είναι η στιγμή για μεγάλες αποφάσεις που θα χαράξουν το παρόν και θα καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό το μέλλον.
Επιστρέφοντας δυόμισι, ίσως και τρία χρόνια, πίσω, λίγους μήνες πριν την εκλογική νίκη του Γενάρη και την ανάληψη μιας τόσο βαριάς ευθύνης, θα βρούμε το κόμμα μας, παρά τις αδυναμίες του, να συζητά για πρώτη φορά συλλογικά τις θέσεις του, να επεξεργάζεται –έστω με κενά και με λάθη– τις βασικές του προτάσεις, αλλά επιπλέον να καλεί και την κοινωνία, όπως ήταν δυνατόν, σε συσκέψεις, σε δρόμους και σε πλατείες για να διαμορφώσουν μαζί ένα κοινό πλαίσιο και σχέδιο δράσης. Δώσαμε, μάλιστα, στην καμπάνια μας έναν πολύ χαρακτηριστικό τίτλο «Μαζί σχεδιάζουμε την επόμενη μέρα» και με αυτή την πρόσκληση ανοιχτήκαμε παντού, όπου μπορούσαμε. Από κοντά η Κεντρική Επιτροπή και τα τμήματα, οι Νομαρχιακές και οι Οργανώσεις.
Έλλειψη συλλογικότηταςΚανείς μας δεν σκέφθηκε τότε να αναθέσει στην Κοινοβουλευτική Ομάδα, για παράδειγμα, (παρότι ένα μέρος της αποτελούσε τη δική μας σκιώδη κυβέρνηση και μετέπειτα απετέλεσε και τον πυρήνα της κανονικής) την αποκλειστική ευθύνη για τις αποφάσεις και τη διαχείριση αυτού του σχεδίου. Δυστυχώς, σήμερα, αλλά και πολύ καιρό τώρα, τίποτα σχεδόν από αυτές τις συλλογικές μεθόδους δεν εφαρμόζεται. Ετοιμαζόμαστε για τις πιο κρίσιμες αποφάσεις, αλλά το κόμμα, οι οργανώσεις του, η Κεντρική του Επιτροπή δεν συζητούν, για την κοινωνία δε ας μην γίνεται λόγος.
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε τις σημαντικές, και σε αριθμό και σε ποιότητα, εκδηλώσεις του κόμματος και της νεολαίας που πραγματοποιούνται αυτή την περίοδο. Και που όπου γίνονται, καταφέρνουν να σπάσουν με επιτυχία, κυρίως την παραπληροφόρηση και το μονοπώλιο των αντιδραστικών και διαπλεκομένων ΜΜΕ και επίσης, να εμποδίσουν να εφαρμοστεί ένα «καθεστώς απαγόρευσης», που δυστυχώς δοκίμασαν να επιβάλουν ορισμένες δυνάμεις της «άλλης αριστεράς» ως προς τις ανοιχτές εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ και το δικαίωμα επικοινωνίας με τους πολίτες.
Αν εξαιρέσουμε τις πολύμορφες θεματικά εκδηλώσεις της νεολαίας, που έχουν μάλιστα αυξηθεί ενόψει και του συνεδρίου της και που παρά τις αναφορές, που σωστά γίνονται, σε θετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, επιμένουν κυρίως στην αυτόνομη παρουσίαση των δικών τους, αλλά και των κινηματικών θέσεων και ρόλων. Αν εξαιρέσουμε, λοιπόν, τη νεολαία στις υπόλοιπες, χρήσιμες έτσι κι αλλιώς, κομματικές εκδηλώσεις αναλύονται αποκλειστικά πτυχές του κυβερνητικού έργου, με ομιλητές αποκλειστικά κυβερνητικά στελέχη και σ’ αυτά αποκλειστικά τα θέματα περιορίζονται οι προτάσεις και η κριτική, καθώς το ζήτημα των κρίσιμων αποφάσεων και της διαπραγμάτευσης, ουσιαστικά δηλαδή ο πυρήνας της πολιτικής που θα εφαρμοστεί από δω και πέρα, συνήθως λείπει από τις συζητήσεις.
Εξελίσσεται έτσι μια δραματική διαπραγμάτευση, η οποία ολοκληρώνεται ή έστω συνεχίζεται, αλλά τη μάχη από τη μεριά μας τη δίνουν μόνοι τους στρατηγοί και αρχιστράτηγοι. Οι προτάσεις, οι δικές μας προτάσεις δεν συνδιαμορφώνονται δυστυχώς από εμάς, πολλές φορές δεν υποβάλλονται καν στο κομματικό σώμα. Είναι φυσικό για τον κάθε ένα και την κάθε μια να προκύπτει κάπου εδώ το πρώτο ερώτημα: κερδίζονται έτσι οι μάχες;
Τί διεκδικούμε;Επειδή η απάντηση στο πρώτο ερώτημα φαίνεται, αλλά και μάλλον είναι εύκολη, υποχρεωτικά ακολουθεί ένα δεύτερο ερώτημα: γίνονται εκδηλώσεις, συζητήσεις και διαβουλεύσεις, πολύ περισσότερο γίνονται διαδηλώσεις και λαϊκές κινητοποιήσεις χωρίς να έχεις καταλήξει στο ελάχιστο των όσων διεκδικείς, αλλά και στο μέγιστο όριο αυτών που μπορείς να παραχωρήσεις, σε μια διαπραγμάτευση - σφαγείο, όπως αυτή που διεξάγεται; Χωρίς συνεπώς να το γνωρίζουν και αυτοί που καλείς να συμμετάσχουν; Γίνεται δηλαδή, ακόμη κι αν χτυπήσει το εγερτήριο και αν σηκωθεί ο στρατός από τους κοιτώνες και αν ανακληθούν από την απομαχία όλες οι εφεδρείες, να πας στη μάχη χωρίς γραμμές άμυνας, χωρίς τα στρατηγικά σημεία που πρέπει πάση θυσία να προφυλάξεις, χωρίς να ορίσεις σε ποιο σημείο διεκδικείς να φθάσεις και κυρίως, και για να είμαστε ρεαλιστές, μέχρι πιο σημείο μπορείς να υποχωρήσεις; Αν τέλος τις γραμμές άμυνας που χαράζεις τις υπερασπίζεσαι με κάθε τρόπο;
Τα συναποφασίζουν άραγε αυτά, γνωρίζοντας όλα τα δεδομένα τα μέλη του κόμματος; Ενός κόμματος που κυβερνά και που στην κοινοβουλευτική μας δημοκρατία έχει τη μεγαλύτερη ευθύνη για τις κυβερνητικές αποφάσεις;
Εδώ τώρα μια μικρή παρένθεση. Ή αν θέλετε ένα επιπλέον ερώτημα, για κάτι που αν δεν είναι επικοινωνιακή ευκολία έχει σίγουρα, μιας και μιλάμε για το κόμμα μας, πολιτικό ίσως και θεωρητικό ενδιαφέρον. Τον τελευταίο καιρό ακούμε όλο και πιο συχνά από κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, ακόμα και απ’ τα πιο επίσημα χείλη ότι η κυβέρνησή μας τοποθετεί πάνω από το κομματικό το εθνικό συμφέρον, το συμφέρον της κοινωνίας, του τόπου, της χώρας κλπ. Επειδή αυτό ακριβώς αποτελούσε και αποτελεί μια μόνιμη αναφορά, είναι δηλαδή ψωμοτύρι στα χείλη επιφανών εκπροσώπων του συντηρητικού πολιτικού κόσμου, άλλων μεταμοντέρνων του στιλ του κ. Θεοδωράκη ή γραφικών του στιλ του κ. Λεβέντη (καθημερινά ζητά παραίτηση Τσίπρα και οικουμενική κυβέρνηση για το κοινωνικό συμφέρον), επειδή ταυτίζει τα κόμματα με ιδιοτελείς μηχανισμούς, που τα συμφέροντά τους συχνά αυτονομούνται και στρέφονται εναντίον της κοινωνίας, κι ενώ αυτό έχει και στοιχεία ειλικρίνειας, καθώς (πλην ΚΚΕ) τα κόμματα της αντιπολίτευσης ταυτίζονται όλο και περισσότερο με τα συμφέροντα των λίγων… Θα έχει ενδιαφέρον να μάθουμε από τους συντρόφους μας «που δεν υποτάσσουν το κοινωνικό στο κομματικό συμφέρον», τί ακριβώς εννοούν.
Περιμένουμε, μάλιστα, αυτή την απάντηση, καθώς πολλοί και πολλές από εμάς, ορισμένοι για πολλές δεκαετίες, άλλοι λιγότερο στο χώρο της αριστεράς, αλλιώς αντιληφθήκαμε από τις θέσεις των συνεδρίων μας και μέχρι την καθημερινή μας εμπειρία τη σχέση μας, τη σχέση της αριστεράς με τα συμφέροντα των πολλών. Αντιληφθήκαμε λάθος αυτά τα δυο ως κάτι, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες απόλυτα ταυτισμένο;
Αν πάλι υπάρχει μια σοβαρή πιθανότητα να υπονοούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να παραμείνει αλώβητος, δραπετεύοντας από τις κυβερνητικές ευθύνες, έστω να ανασυνταχθεί ευκολότερα, αλλά δεν το κάνει και παραμένει για να προφυλάξει από τις επιπτώσεις των μνημονίων τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, αν εννοούν επίσης ότι αυτό γίνεται με κίνδυνο ως κόμμα να απολέσει τη συνοχή του και τις δυνάμεις του, αλλά αξίζει αυτή η θυσία, αυτό θα αποτελούσε μια ενδιαφέρουσα βάση συζήτησης.
Ισχυρός φορέας ριζοσπαστικής αριστεράςΣ’ αυτή τη συζήτηση, κατά τη γνώμη μου, η μεγάλη πλειοψηφία των μελών του κόμματος μόνο από ένα σταθερό σημείο εκκίνησης μπορεί να συμμετέχει. Ότι η ύπαρξη ενός ισχυρού φορέα της ριζοσπαστικής αριστεράς, με ισχυρούς και σταθερούς θεσμούς με τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, που στο βάρβαρο καπιταλιστικό τοπίο της εποχής μας επιβιώνει με δυσκολία, είναι απαραίτητη και βασική προϋπόθεση. Προφανώς μαζί με τη συνοχή του και την ικανότητά του να εμπνέει και να ενώνει και άλλες αριστερές και προοδευτικές δυνάμεις, να υπερασπίζεται τα συμφέροντα των αδικημένων, να παρέχει τη βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει στρατόπεδο.
Αυτή την αναγκαιότητα πρέπει να υπερασπιστούμε και να το κάνουμε γρήγορα με προτάσεις και συνεκτικό σχέδιο μέσα στις επόμενες μέρες και ώρες, συζητώντας και δρώντας συλλογικά στο κόμμα και στην κοινωνία, όπως προσπαθούσαμε να κάνουμε πριν. Αυτό είναι το αυστηρότερο προαπαιτούμενο που πρέπει να θέσουμε σε μας τους ίδιους. Η αποκατάσταση των συλλογικών διαδικασιών που έχουμε ουσιαστικά απολέσει.
Νίκος Τσιγώνιας