Την ώρα που γίνονταν γνωστά τα πρώτα αποτελέσματα του Eurogroup, η «Εποχή» συνομιλούσε με τη βουλεύτρια Φωτεινή Βάκη για τη διαπραγμάτευση και τις πολιτικές εξελίξεις. Δεν είχαμε ακόμα τα στοιχεία για μια αναλυτική αποτίμηση της συμφωνίας, όπως, αντίθετα, για τη στρατηγική που ακολουθήθηκε όλο αυτό το διάστημα από τους δανειστές. Πάντως, όπως τονίζει η ίδια, «οι εξελίξεις φαίνεται να μην δικαιώνουν όσους επενδύουν στην καταστροφή της κοινωνίας».
Τη συνέντευξη πήρε η Τζέλα Αλιπράντη Στη διαπραγμάτευση υπήρξε καθυστέρηση, κυρίως λόγω συνεχόμενων νέων απαιτήσεων από τους δανειστές, παρά τις εξαγγελίες τους ότι πρέπει να κλείσει γρήγορα. Γιατί συνέβη αυτό;Η παρελκυστική τακτική παράλογων απαιτήσεων δεν ήταν δυστυχώς κάτι πρωτοφανές στις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές. Ο στόχος συγκεκριμένων εξ αυτών ήταν να χρεώσουν στην ελληνική πλευρά τις καθυστερήσεις, ώστε να αποφύγουν τις δικές τους υποχρεώσεις σε σχέση με τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Για τις καθυστερήσεις δεν ήταν υπεύθυνη η ελληνική κυβέρνηση, όπως υπεραπλουστευτικά και υποκριτικά διατυμπανίζει, μεταξύ άλλων, και η αντιπολίτευση. Την ίδια στιγμή, η ακραία αυτή συμπεριφορά των γνωστών κύκλων των δανειστών φαίνεται να βολεύει και μια εσωτερική ολιγαρχία του πλούτου, η οποία ονειρεύεται ακόμα την επιστροφή στις εποχές του «πλιάτσικου» στο δημόσιο ταμείο, σε βάρος του ελληνικού λαού. Όμως οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν όλους εκείνους που επενδύουν στη καταστροφή της κοινωνίας, για να επιστρέψουν σε πιο βολικά για εκείνους πολιτικά σχήματα. Η αξιολόγηση δεν γινόταν να μην κλείσει, γιατί η τακτική αυτή της κωλυσιεργίας έχει πλέον απονομιμοποιηθεί στην Ευρώπη. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αυτή τη φορά μόνος. Έχει στο πλάι του, όχι μόνο πολιτικούς συμμάχους στην Ευρώπη, αλλά κυρίως έχει με το μέρος του όλες εκείνες τις ευρωπαϊκές κοινωνικές δυνάμεις, που δεν επιθυμούν μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων στα δικαιώματα και στο κοινωνικό κεκτημένο.
Συμμαχίες και αντιθέσεις στην ΕυρωπήΥπάρχει η αίσθηση ότι μέσω της καθυστέρησης, στόχος των δανειστών ήταν να στεγνώσει η ελληνική οικονομία και η κυβέρνηση να αναγκαστεί σε πλήρη υποχώρηση.Η ελληνική οικονομία προφανώς και πλήττεται από την αβεβαιότητα, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι η κυβέρνηση μπορεί να αποδεχτεί κοινωνικά μη βιώσιμους όρους. Προφανώς θέλουμε να ολοκληρωθεί η συμφωνία για να μην ανακοπεί η θετική αναπτυξιακή πορεία της οικονομίας. Εντούτοις, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η διαπραγμάτευση δεν διεξάγεται χωρίς συμμάχους για τη χώρα. Τελευταίο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η μεγάλη συζήτηση στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της προηγούμενης Τρίτης, στην οποία όλες οι πολιτικές δυνάμεις πήραν θέση, απομονώνοντας τους γνωστούς ακραίους παίκτες με θλιβερή παραφωνία τους έλληνες ευρωβουλευτές της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι ανερυθρίαστα επιτέθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ελληνική κυβέρνηση, εκθειάζοντας το ρόλο του ΔΝΤ και των ακραίων ευρωπαϊκών κύκλων. Όσοι πολίτες παρακολουθήσουν το κοινοβουλευτικό αρχείο αυτής της συζήτησης θα θορυβηθούν από την ωμότητα των παρεμβάσεων ευρωβουλευτών της Ελλάδας εναντίον των συμφερόντων του ελληνικού λαού.
Η δεύτερη αξιολόγηση έχει συμπέσει και με την προεκλογική περίοδο πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Πώς επηρεάζουν αυτές οι εξελίξεις το ελληνικό ζήτημα;Ο εκλογικός κύκλος που έχει ανοίξει στην Ευρώπη με τις ολλανδικές εκλογές και θα συνεχιστεί με τις γαλλικές και γερμανικές εκλογές, σαφώς και θα καθορίσει σημαντικά τις εξελίξεις σε σχέση με την ίδια την πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως σημαντικά εκλογικά ορόσημα ήταν το δημοψήφισμα για το Brexit και η εκλογή Τραμπ. Αντίστοιχα, το αμέσως προηγούμενο διάστημα είχαμε σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις στην Πορτογαλία και την Ισπανία. Είναι προφανές ότι οι πολιτικοί συσχετισμοί στην Ευρώπη επηρεάζουν το ελληνικό ζήτημα. Όμως την ίδια στιγμή δεν είναι δυνατόν να μην προχωρούν αποφάσεις, που θα έπρεπε να έχουν ήδη ληφθεί, εξαιτίας των εκλογικών αναμετρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αδιάφορος για αυτές τις αναμετρήσεις, στις οποίες οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς μπορούν να αυξήσουν τις δυνάμεις τους και, βέβαια, όλοι μας είμαστε ανήσυχοι για την άνοδο της ακροδεξιάς. Όλο αυτό το διαρκές πολιτικό παζλ, όμως, δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για κωλυσιεργίες στην συμφωνία επί του ελληνικού ζητήματος.
Αδημονία της ΝΔ για εξουσίαΠώς κρίνετε τη στάση της ΝΔ σε όλη αυτή την κατάσταση; Πού αποσκοπούν οι συναντήσεις με τους υπόλοιπους αρχηγούς κομμάτων, ακόμα και με το ΚΚΕ, με τον γραμματέα του Δ. Κουτσούμπα;Είναι σαφές ότι η Νέα Δημοκρατία, αλλά και άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης, ανησυχούν ιδιαίτερα με τις προσπάθειες κάθαρσης του πολιτικού συστήματος που έχει ξεκινήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ πώς πορεύτηκαν, όταν βρίσκονταν στην κυβέρνηση; Δουλικότητα στο εξωτερικό και πάρτι, επιτρέψτε μου την έκφραση, στο εσωτερικό. Την ίδια ώρα που συμφωνούσαν σε απολύσεις και περικοπές, κορυφαία στελέχη τους φοροδιέφευγαν και πλούτιζαν παράνομα. Αν ανατρέξουμε ακόμα πιο πίσω, θα δούμε ότι τα κόμματα αυτά λειτούργησαν ως φυτώρια εκτεταμένης διαφθοράς για πολλές δεκαετίες. Θα έχουμε την ευκαιρία να τα συζητήσουμε όλα αυτά στις επιτροπές της Βουλής και για τα εξοπλιστικά και για την υγεία το επόμενο διάστημα. Οι κινήσεις του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας παραπέμπουν πιθανότατα σε μία αδημονία επιστροφής στην εξουσία, ώστε να επανέλθει το καθεστώς ασυλίας σε όλο αυτό το σύστημα.
Καμία υπαναχώρηση σε πρακτικές καταστολήςΗ πορεία της διαπραγμάτευσης μεσουρανεί στην πολιτική σκηνή. Παρόλα αυτά, υπάρχει και το ζήτημα του κυβερνητικού έργου, πέραν του μνημονίου. Αλλά και εκεί πολλές φορές δεν βλέπουμε το αριστερό και κοινωνικό πρόσημο που θα περιμέναμε από μια κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Όπως η πρόθεση αφαίρεσης της δυνατότητας εθελούσιας επιστροφής σε όσους πρόσφυγες ασκήσουν το δικαίωμα της έφεσης στις αποφάσεις για το άσυλο, ή η εκκένωση των καταλήψεων κτλ. Γιατί συμβαίνει αυτό, και η κοινοβουλευτική ομάδα πώς μπορεί να πιέσει προς μια άλλη κατεύθυνση;Η δυναμική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στο κοινωνικό μέτωπο είναι επιβεβλημένη. Και σε σχέση με το προσφυγικό και σε σχέση με τις συλλογικότητες αλληλεγγύης που εκφράζονται στο δημόσιο χώρο, είναι απαραίτητο να συνεχίσουμε να λειτουργούμε στην κατεύθυνση των αρχών και των αξιών μας, χωρίς να υπαναχωρήσουμε ούτε στο ελάχιστο σε πρακτικές καταστολής. Θα πρέπει, εντούτοις, να σημειωθεί ότι στο θέμα της εκκένωσης καταλήψεων, για παράδειγμα, σε όλες τις περιπτώσεις η αστυνομία επενέβη όχι λόγω της επιθυμίας της κυβέρνησης, όπως συνέβαινε επί Νέας Δημοκρατίας, αλλά επειδή οι ιδιοκτήτες των ακινήτων, μεταξύ των οποίων και ο Δήμος Αθηναίων, για λόγους που εκείνοι θα πρέπει να αιτιολογήσουν, προσέφυγαν στον εισαγγελέα. Η κυβέρνηση, αντίθετα, αμέσως παρενέβη για να μη μείνουν στο δρόμο ούτε για μια στιγμή οι πρόσφυγες που φιλοξενούνταν σε πολλές από αυτές τις καταλήψεις. Σε ό,τι αφορά το πρώτο θέμα που αναφέρατε, εκείνο δηλαδή του διλήμματος «χρήματα αντί για προσφυγή σε δευτεροβάθμια επιτροπή ασύλου», προφανώς και δεν συνάδει μια τέτοια προσέγγιση με το διεθνές δίκαιο. Σε καμία περίπτωση επίσης μία τέτοια απόφαση δεν μπορεί να ληφθεί με μια απλή διοικητική εγκύκλιο. Αυτό που συμβαίνει στη πραγματικότητα, είναι ότι η συγκριμένη πρακτική υπάρχει εδώ και χρόνια σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες διάφοροι διεθνείς οργανισμοί και ΜΚΟ «χρηματοδοτούν» τις λεγόμενες «εθελοντικές επιστροφές», με τις ευλογίες δυστυχώς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπάρχουν, λοιπόν, συγκεκριμένοι κύκλοι, οι οποίοι επιθυμούν να φέρουν αυτές τις πρακτικές και στην Ελλάδα. Εντούτοις, σε καμία περίπτωση αυτό δεν αποτελεί επιλογή για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ θα πρέπει να προσέξουμε και το πώς αναπαράγονται οι σχετικές ειδήσεις από τα κυρίαρχα ΜΜΕ, με στόχο πολλές φορές να πλήξουν και το κυβερνητικό έργο, αλλά και το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς.
•