Της Βιβής ΚεφαλάΛίγο μετά τη συμπλήρωση έξι χρόνων αδιάκοπης, αιματηρής και πολλαπλής σύγκρουσης, ο πόλεμος στην Συρία κλιμακώνεται επικίνδυνα, καθώς στις 4 Απριλίου άρχισε ένας νέος κύκλος δράσης και αντίδρασης, προφανώς —για μία ακόμα φορά— εις βάρος των αμάχων. Αφορμή για την κλιμάκωση αυτή απoτέλεσε ο θάνατος από χημικά περισσότερων από ογδόντα κατοίκων της πόλης Χαν Σεϊχούν, που βρίσκεται στα βορειοδυτικά της χώρας. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοι τους έσπευσαν να κατηγορήσουν το καθεστώς Άσαντ για τη χρήση χημικών όπλων, ενώ η Δαμασκός, όπως αναμενόταν, απέρριψε τις κατηγορίες, δηλώνοντας ότι η συριακή αεροπορία βομβάρδισε μεγάλη βάση ισλαμιστών τρομοκρατών.
Η ανάγνωση αυτής της δήλωσης οδηγεί στο συμπέρασμα ότι για το συριακό καθεστώς ο εν λόγω βομβαρδισμός απετέλεσε ένα σημαντικό πλήγμα στους ισλαμιστές τρομοκράτες, πράγμα το οποίο αποτελεί κοινό και διακηρυγμένο στόχο τόσο της Δαμασκού και των συμμάχων της όσο και των δυτικών αντιπάλων της. Επομένως, δεν υπάρχει καμία παραβίαση των δεσμεύσεων της Δαμασκού σχετικά με την χρήση χημικών όπλων, πολύ περισσότερο που το συριακό καθεστώς έχει παραδώσει το χημικό του οπλοστάσιο, το οποίο έχει καταστραφεί από τους ίδιους τους Δυτικούς, από το 2013. Όσον αφορά τους θανάτους πολιτών από χημικά, θα πρέπει να αποδοθούν στο ότι στη βάση των τρομοκρατών παρασκευάζονταν αυτοσχέδια χημικά όπλα και άρα μπορούν να θεωρηθούν ως παράπλευρες απώλειες του πολέμου κατά της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Στάση που προκαλεί προβλήματαΤρεις ημέρες αργότερα, ο Αμερικανός πρόεδρος διέταξε πυραυλική επίθεση εναντίον της αεροπορικής βάσης από την οποία απογειώθηκαν τα συριακά βομβαρδιστικά που έπληξαν την Χαν Σεϊχούν. Η επίθεση έγινε με πυραύλους τόμαχοκ, οι οποίοι εξαπολύθηκαν από δύο αμερικανικά αεροπλανοφόρα που βρίσκονται στην ανατολική Μεσόγειο. Σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, η Μόσχα ενημερώθηκε για την επίθεση, χωρίς να υπάρξει συζήτηση επί του θέματος, ενώ η ενημέρωση του Κογκρέσου έγινε την επομένη της επίθεσης, πράγμα που σημαίνει ότι οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του αμερικανικού λαού πληροφορήθηκαν τα τεκταινόμενα από τα ΜΜΕ!
Η πρωτοφανής αυτή στάση ίσως να είναι δηλωτική της άποψης του Ντόναλντ Τραμπ για την πολιτική και τους θεσμούς της. Ίσως να απηχεί την αντίληψη εκείνη σύμφωνα με την οποία το πολιτικό σύστημα είναι σάπιο, ίσως ένα αναγκαίο κακό, το οποίο, όμως, δεν μπορεί —και δεν πρέπει— να σταθεί εμπόδιο στην άσκηση της εξουσίας από τον ηγέτη. Πρόκειται για μια λογική αυταρχικού τύπου, που περιφρονεί δημοκρατικούς θεσμούς και διαδικασίες και η οποία συνεισέφερε τα μάλιστα στην εκλογή Τραμπ στο αξίωμα του προέδρου των ΗΠΑ.
Ωστόσο, πέραν όσων σημαίνουν όλα αυτά για το πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ, η στάση του Αμερικανού προέδρου προκαλεί σημαντικά προβλήματα τόσο σε συμμάχους όσο και σε αντιπάλους και έχει σοβαρές συνέπειες όχι μόνο στη μεσανατολική πολιτική των ΗΠΑ, αλλά και στη διεθνή πολιτική. Όπως προκύπτει, ο Ντόναλντ Τραμπ όχι μόνο δεν έχει σαφείς στόχους και συνεκτική πολιτική αλλά και δεν διστάζει να αυτοαναιρεθεί, καθώς οι προεκλογικές του δεσμεύσεις σχετικά με την αμερικανική εξωτερική πολιτική ανατρέπονται από τον ίδιο. Έτσι, η χείρα φιλίας την οποία είχε δηλώσει διατεθειμένος να τείνει προς την Μόσχα μετατρέπεται σε προσβολή ζωτικών συμφερόντων της Ομοσπονδίας της Ρωσίας, ενώ αναφορικά με το συριακό ζήτημα, προτεραιότητα πλέον μοιάζει να είναι η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ και η εξάλειψη της ιρανικής και ρωσικής επιρροής στη Μέση Ανατολή και όχι η εξαφάνιση της ισλαμικής τρομοκρατίας.
Απερίσκεπτη πολιτικήΟι ανησυχίες σχετικά με τη μεσανατολική πολιτική της Ουάσιγκτον εντείνονται εάν ληφθεί υπόψιν η πρόσφατη δήλωση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, σύμφωνα με την οποία «εάν ένα κράτος παραβιάζει διεθνείς συμφωνίες, εάν δεν τηρεί τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει και εάν γίνεται απειλή για άλλους, τότε είναι πιθανό κάποια στιγμή να ληφθούν μέτρα». Η δήλωση αυτή, μέσα στην αοριστία της —ειδικά όσον αφορά την απειλή και την έκταση των μέτρων— μπορεί να γίνει αντιληπτή είτε ως δικαιολογία για τη νομιμοποίηση του βομβαρδισμού συριακού εδάφους είτε και ως μία παραλλαγή του δόγματος του «προληπτικού πολέμου» του Τζωρτζ Μπους του νεώτερου.
Σε κάθε περίπτωση, η δήλωση αυτή ανοίγει τον ασκό του Αιόλου, δεδομένου ότι ο τρόπος με τον οποίο έδρασε ο νέος ένοικος του Λευκού Οίκου στην Συρία δείχνει ότι δεν λαμβάνει υπόψιν τα σοβαρότατα διακυβεύματα των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή, τα οποία επηρεάζουν και τα γειτονικά υποσυστήματα, όπως την Βόρεια Αφρική, τον αραβοπερσικό Κόλπο αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης, δείχνει ότι αδιαφορεί για τις αντιδράσεις των αντιπάλων του ή —ακόμα χειρότερα— ότι τις υποτιμά, διεκδικεί ένα μηδενικό άθροισμα στην εξωτερική του πολιτική, δηλαδή την πλήρη κατίσχυση του, ενώ δεν διστάζει να κάνει άμεση χρήση στρατιωτικής ισχύος και μάλιστα σε μία ιδιαίτερα εύφλεκτη περιοχή.
Αντιδρώντας στην αμερικανική επίθεση κατά της Δαμασκού αλλά και εναντίον των νέων απειλών των ΗΠΑ για νέες ενδεχόμενες μονομερείς κυρώσεις εναντίον τους, η Μόσχα και η Τεχεράνη δήλωσαν ότι η πυραυλική επίθεση που εξαπέλυσε η Ουάσιγκτον στις 6 Απριλίου κατά της Δαμασκού υπερέβη τα εσκαμμένα και προειδοποίησαν ότι δεν πρόκειται να μείνουν αδρανείς. Μάλιστα, χαρακτήρισαν ως παράνομη την αμερικανική στρατιωτική παρουσία στην Βόρεια Συρία, πράγμα που σημαίνει ότι τα αμερικανικά στρατεύματα μπορεί να αποτελέσουν «νόμιμο στόχο» για τις ιρανικές και ρωσικές δυνάμεις. Επίσης, τόνισαν ότι θα πρέπει να διεξαχθεί ανεξάρτητη έρευνα σχετικά με την επίθεση στην Χαν Σεϊχούν.
Ορατός ο κίνδυνος γενικευμένης σύρραξηςΤι μέλλει γενέσθαι; Είναι πολύ νωρίς για να μπορεί κάποιος να απαντήσει με—σχετική έστω— βεβαιότητα, μιας και οι προθέσεις και τα σχέδια του Ντόναλντ Τραμπ παραμένουν ασαφή. Έτσι, από την μία πλευρά, μετά το βομβαρδισμό του συριακού εδάφους, δήλωσε σε συνέντευξη του ότι οι ΗΠΑ δεν προτίθενται να εισβάλουν στη Συρία και ότι πρωταρχικός στόχος της Ουάσιγκτον παραμένει η μάχη κατά της τρομοκρατίας, ενώ δικαιολόγησε τον βομβαρδισμό λέγοντας πως η τιμωρία σε ένα τόσο φρικτό έγκλημα, όπως η χρήση χημικών όπλων, έπρεπε να είναι σκληρή και ήταν σκληρή. Από την άλλη πλευρά επετέθη και πάλι κατά της Ομοσπονδίας της Ρωσίας και μάλιστα κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του Αμερικανού Υπ. Εξ., Ρέξ Τίλερσον στη Μόσχα, η οποία έγινε με στόχο την αναθέρμανση των σχέσεων των δύο χωρών. Την ίδια ώρα, έδωσε το πράσινο φως για την ένταξη του Μαυροβουνίου στο ΝΑΤΟ, πράγμα που η Μόσχα αντιλαμβάνεται ως επιθετική κίνηση εναντίον της.
Όπως προκύπτει, πρόκειται για μια πολιτική που φαίνεται να στερείται συνοχής, να έχει αόριστους στόχους, όπως το «να ξαναγίνει η Αμερική μεγάλη», να μην αντιλαμβάνεται τους κινδύνους και τα προβλήματα που δημιουργεί, αλλά και να διέπεται από αστάθμητους παράγοντες, όπως είναι τα χαρακτηρολογικά στοιχεία προσωπικότητας του προέδρου. Εάν ο Αμερικανός πρόεδρος συνεχίσει να ασκεί την εξωτερική του πολιτική με τον ίδιο τρόπο, τότε οι κίνδυνοι για γενικευμένη σύρραξη στην Μέση Ανατολή —και όχι μόνο— είναι ορατοί.
Ας ελπίσουμε, όμως, ότι ο νέος ένοικος του Λευκού οίκου θα εξοικειωθεί σύντομα με τη διεθνή πολιτική πραγματικότητα και τους κανόνες που διέπουν τις σύγχρονες διεθνείς σχέσεις και ότι δεν θα μετατραπεί σε μαθητευόμενο μάγο. Αν μη τι άλλο, για την υπεράσπιση των ίδιων των αμερικανικών συμφερόντων.