Οταν περί τα μέσα της δεκαετίας 1960 συναντούσαμε, έφηβοι ακόμα, το χαρακτηριστικό και ανατρεπτικό για την εποχή του σκίτσο τού Δημήτρη Πετσετίδη, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε πως θα καταλήγαμε να προσπαθούμε μαζί να μιλήσουμε, να εκφραστούμε, να επικοινωνήσουμε με τους άλλους από τις σελίδες της κοινής μας εφημερίδας, της «Εποχής».
Η πραγματικότητα, όμως, έχει μεγαλύτερη φαντασία από τη δική μας. Αν ίσχυε το αντίθετο, θα μπορούσαμε να είχαμε προβλέψει τη διαδρομή και τη «σύμπτωση». Παρά το γεγονός ότι ο τότε γνωστός άγνωστός μας σκιτσογράφος ήταν ένας τεχνίτης διακριτός και, από τα πρώτα του κιόλας βήματα, ισάξια τοποθετημένος δίπλα στα μεγάλα αναδυόμενα τότε ονόματα της γελοιογραφίας –και γι’ αυτό έδινε την εντύπωση ενός κατά κύριο βιοποριστικό επάγγελμα σκιτσογράφου– η πραγματικότητα ήταν πως, ανήσυχος και πολυμήχανος, δοκίμαζε κι εκείνος τα εκφραστικά του μέσα προκαλώντας μας εκπλήξεις αλλεπάλληλες.
Πρώτα απ’ όλα, ο σκιτσογράφος που στεκόταν ήδη ισάξια δίπλα στους –και μεγαλύτερους σε ηλικία– συναδέλφους του, εξασφάλιζε τα προς το ζην ως μαθηματικός –αυτές ήταν οι σπουδές του. Και μπορούσε να είναι και τα δύο μαζί, γιατί κανένα από τα δύο δεν ήταν πάρεργο γι’ αυτόν.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, μέσα σε μια δεκαετία σχεδόν μας αποκαλύπτεται και σαν διακριτός και αξιοσημείωτος διηγηματογράφος, από τις πρώτες του κιόλας δημοσιεύσεις. Είναι φανερό ότι δεν του φτάνουν μια ή δύο μορφές έκφρασης, έχει πράγματα να πει, δεν θέλει απλώς να σταδιοδρομήσει κάπου επαγγελματικά, δεν του φτάνει ένας τρόπος έκφρασης.
Και η ίδια η διαδρομή του, άλλωστε, στα έντυπα όπου αφήνει τα ίχνη του αυτό δηλώνει: από τα ονομαστά και καθιερωμένα, στα πιο ψαγμένα και ιδιαίτερα, στα πιο «αιρετικά». Να γιατί δεν είναι παράξενο που, τελικά, βρεθήκαμε εδώ, στην «Εποχή». Προβλέψιμο θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ήταν. Κάναμε, λοιπόν, μια συμφωνία, χωρίς ποτέ να μιλήσουμε γι’ αυτήν. Χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Έτσι όπως μας έστελνε τα σκίτσα του –κι εμείς τα δεχόμασταν, ακόμα κι όταν είχαμε επιφυλάξεις– σαν ένα δώρο τιμητικό. Ήταν μια συνάντηση σχεδόν προδιαγεγραμμένη.
Για τον ίδιο λόγο, άλλωστε, και το λογοτεχνικό του έργο έτυχε της ασυνήθιστης για την ακριβοδίκαιη αυστηρότητα της Μάρης Θεοδοσοπούλου «διάκρισης» να γίνει αντικείμενο κριτικής, παρουσίασης από τη σελίδα «Ex libris» τρεις φορές (1/9/1991 «Χέσ’ τους τους πούστηδες», 17/4/1994 «Με ειρωνεία», 26/11/2014 «Σε επικίνδυνα χρόνια»). Και μάλιστα την εποχή που δεν ήταν ακόμη τακτικός συνεργάτης μας –αν και η Μάρη θα είχε μεγαλύτερο πρόβλημα ακριβώς αν ήταν.
Ψάχνοντας αυτές τις μέρες όσα έχουν γράψει γι’ αυτόν ή όσα ο ίδιος έχει πει για τα σκίτσα του, δεν βρήκαμε πολλά πράγματα. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει για τα διηγήματά του. Ίσως γιατί οι εικόνες ισοδυναμούν, όπως λένε, με πάρα πολλές λέξεις, ενώ για τις ίδιες τις λέξεις είσαι υποχρεωμένος να πεις ακόμα περισσότερες. Θα μπορούσε να είναι μια εξήγηση αυτή, γιατί οποιαδήποτε άλλη, όπως για παράδειγμα ότι δεν είχε την ίδια έγνοια για τα σκίτσα του όπως για διηγήματά του, θα ήταν άτοπη: μέχρι την τελευταία στιγμή σκίτσαρε και είχε την έγνοια να μας στείλει τα δύο τελευταία σκίτσα του την παραμονή της αιφνίδιας αποδημίας του.
Όπως και να ‘χει, για τη συγγραφική του δουλειά έχει πει περισσότερα. Με χαρακτηριστική ειλικρίνεια: «Έμαθα να γράφω διηγήματα διαβάζοντας και εξακολουθώ να διαβάζω. Έμαθα να γράφω ακούγοντας με προσοχή τους άλλους. Έμαθα να γράφω παρατηρώντας και διερωτώμενος», σημειώνει στο κείμενο που έστειλε στο περιοδικό «Διαβάζω» (τ. 5/2004) για το αφιέρωμά του στο ελληνικό διήγημα. Και δεν ξέρω αν έχουμε διαβάσει πιο σαφή και απλή περιγραφή τής σύνθετης διαδικασίας παραγωγής ενός λογο-τεχνικού έργου.
Στο ίδιο αφιέρωμα περιγράφει με ισχυρή δόση ειρωνείας την ιδιαιτερότητα της δουλειάς ενός «ερασιτέχνη»: «Κατά τις αργίες, εορτάς και πανηγύρεις γράφω την ημέρα. Συνήθως, όμως, γράφω το βράδυ, τότε έχω ελεύθερο χρόνο. Ποιος είπε ότι ερασιτεχνισμός και τέχνη δεν συμβιβάζονται;» Ένας «ερασιτεχνισμός» που άξιζε να βραβευτεί από την Ακαδημία Αθηνών με το Βραβείο Ουράνη το 2011, για το σύνολο του έργου του.
Φρόντιζε να μη μπλέκει στα πόδια μας. Ίσως να του χρειαζόταν μια κάποια απόσταση, γενικά, από τους ανθρώπους και τα πράγματα. Μ’ αυτή την έννοια μπορεί να μην λείψει από την καθημερινότητά μας, θα λείψει, όμως, από την «Εποχή». Κι αυτό θα φανεί από τούτο κιόλας το φύλλο που κρατάτε στα χέρια σας. Δεν είναι μικρή παρηγοριά, πάντως, ότι τον γνωρίσατε και τον γνωρίσαμε, κι ότι μας γνώρισε κι εκείνος.
Σύντομο βιογραφικό και εργογραφίαΟ Δ. Πετσετίδης γεννήθηκε στην Σπάρτη στις 2 Αυγούστου 1940. Σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τα πρώτα του διηγήματα άρχισαν να δημοσιεύονται στη λογοτεχνική σελίδα της εφημερίδας «Τα Νέα» από το 1977. Παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό «Το Δέντρο» στο οποίο δημοσίευσε, επί χρόνια, διηγήματα, σχόλια στη στήλη «τα φύλλα» και σκίτσα. Διηγήματά του έχουν δημοσιευθεί ακόμη σε εφημερίδες και περιοδικά: «Έθνος», «Αυγή», «Γιατί», «Λέξη», «Μανδραγόρας», «Οροπέδιο», «Πλανόδιον», «Εντευκτήριο» κ.ά. Πολλά διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, στα γαλλικά και στα γερμανικά.
Από το 1957 μέχρι και το 1982 έζησε στην Αθήνα, όπου δίδαξε σε φροντιστήρια. Το 1973 υπήρξε υπεύθυνος ύλης του περιοδικού της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας (ΕΜΕ), Ευκλείδης Β’. Από το 1964 μέχρι το 1983 δούλεψε και ως γελοιογράφος σε περιοδικά και εφημερίδες της Αθήνας («Ταχυδρόμος», «Επίκαιρα», «Τα Νέα», «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», «Εξόρμηση», «Ποντίκι» κ.ά.) Το 2001 αρχίζει πάλι να δημοσιεύσει γελοιογραφίες στο περιοδικό «Αντί» μέχρι το τελευταίο τεύχος του (919, 11-4-2008) και στην εφημερίδα «Η Εποχή», όπου συνέχιζε ως το τέλος. Επίσης, κατά την περίοδο 2011-2013, δημοσίευε σκίτσα στη στήλη «Αναγνώσεις» της εφημερίδας «Η Αυγή.
Το 1981 το διήγημά του «Σιδηροδρομικός σταθμός Σπάρτης» τιμήθηκε με έπαινο στον 2ο πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος της εφημερίδας «Η Καθημερινή». Το 1983 εγκαταστάθηκε στη Σπάρτη και έκτοτε ζούσε και εργαζόταν εκεί. Το 2011 βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών με το βραβείο Ουράνη για το σύνολο του έργου του στο διήγημα.
Τα έργα του έχουν εκδοθεί σε εννιά τόμους: «Επί τέσσερα» Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2014, «Εν οίκω», Μεταίχμιο 2012, «Λυσσασμένες αλεπούδες», Κέδρος 2007, «Σε ξένο γήπεδο» Εκδόσεις Πατάκη 2003, «Τροπικός του Λέοντος» Νεφέλη 2001, «Δώδεκα στο δίφραγκο Νεφέλη 1999, «Ο Σαμπατές ζει» Νεφέλη 1998, «Επίλογος στα χιόνια» Νεφέλη 1993, «Το παιχνίδι» Νεφέλη 1991.
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα:
«Το ελληνικό φανταστικό διήγημα» Αίολος 2012, «Νάνι τ’ άνθι των ανθώ» Ίνδικτος 2005, «Μια πόλη, ένας συγγραφέας» Μίνωας 2001, «Κύμινοι και κανέλα» Εκδόσεις Πατάκη 1998.
Θα πρέπει, επίσης, να αναφέρουμε ότι το περιοδικό «Μανδραγόρας» αφιέρωσε ένα τεύχος του στον Δημ. Πετσετίδη.
Σε επικίνδυνα χρόνια Δημήτρης Πετσετίδης«Επί τέσσερα»Εκδόσεις ΕστίαςΣεπτέμβριος 2014 Ο Δημήτρης Πετσετίδης παραμένει πιστός στο διήγημα. Και μάλιστα, στο διήγημα, με τη στενότερη έννοια, που εμείς δίνουμε στον όρο. Γράφει διηγήματα και όχι ιστορίες. Με τη συμπλήρωση, μάλιστα, από πρώτης δημοσίευσης, 35ετίας στο συγγραφικό στίβο, μπορεί να του αποδοθεί ο τίτλος του αμιγούς διηγηματογράφου, όπως, για παράδειγμα, στάθηκε δια βίου ο Τόλης Καζαντζής. Αν και εκείνος ασχολήθηκε με την πεζογραφία σε προγενέστερη εποχή, όταν η συγγραφική ήταν μάλλον μετερίζι παρά στίβος. Ύστερα απεβίωσε νωρίς, Χριστούγεννα 1991, στα 53 του. Ποιος ξέρει αν θα έμενε πιστός στη σύντομη φόρμα, καθώς ήταν άνθρωπος με έμφυτο το δώρο του λόγου. Ούτε Λάκωνας ούτε μαθηματικός, όπως ο Πετσετίδης, που δίνει τα βέλτιστα σε πεζά σύντομης φόρμας.
Τελευταία γίνεται πολύς λόγος για το διήγημα, εκ των πραγμάτων, όμως, το είδος τείνει προς σύγχυση ταυτότητας. Αντ’ αυτού, ανθεί η αφήγηση ιστοριών, συνήθως ποταμηδόν, άνευ μέτρου και ορίων, δεδομένου ότι η οικονομία του πεζού λόγου έχει προ καιρού εξαλειφθεί ως κύριο αίτημα της συγγραφικής. Πολλοί από όσους επιδίδονται στην αφήγηση, την συνδυάζουν με την ευκαιριακή δημοσίευση παρακειμένων. Τα συνηθέστερα είναι βιβλιοκριτικές, επιφυλλίδες, σχολιασμοί, που προσφέρουν, χωρίς ιδιαίτερο μόχθο, επίχρισμα πολυγραφίας. Παρόμοιες δημοσιεύσεις έχουν αποδειχθεί απαραίτητες για την επιβίωση ενός συγγραφέα, καθώς του εξασφαλίζουν συχνή μνημόνευση στον Τύπο, που μεταφράζεται σε πόντους αναγνωρισιμότητας. Άλλωστε, βρισκόμαστε σε μία εποχή πολυπραγμοσύνης, που όλοι θέλουν να έχουν άποψη για όλα, και στην οποία το ενδιαφέρον δεν το ελκύει η άποψη του ειδικού, αλλά του διάσημου.
Κατά τις ενδείξεις, ο Πετσετίδης δεν έχει ανάγκη παρόμοιων παρεμβάσεων στο λογοτεχνικό γίγνεσθαι. Εκτός κι αν η αλλαγή εκδοτών – βρίσκεται στον έκτο – συνιστά παράπλευρη απώλεια της ακολουθούμενης έως τώρα τακτικής του. Μια και στους διηγηματογράφους, αμιγείς ή συμφυρματικούς, συνηθίζουμε με κάθε καινούριο βιβλίο να καταγράφουμε τη σοδειά τους, ας κάνουμε απογραφή και στο δικό του βιός. Για να ακριβολογούμε, αυτό συμποσούται σε 114 διηγήματα, στεγασμένα σε επτά συλλογές, μία νουβέλα σε αυτοτελή έκδοση και δυο πεζά, που έχουν μείνει εκτός βιβλίων, στην πρώτη τους δημοσίευση σε περιοδικό. Σε αυτά προστίθενται τα 25 της πρόσφατης συλλογής. Αυτήν τη φορά, ο τίτλος δεν αντιστοιχεί σε εκείνον κάποιου διηγήματος εκ των περιεχομένων στη συλλογή, όπως στις πρώτες έξι, που τιτλοφορούνται από τον τίτλο ενός από τα διηγήματα, είτε ακέραιου («Δώδεκα στο δίφραγκο», «Ο Σαμπατές ζει», «Σε ξένο γήπεδο», «Λυσσασμένες αλεπούδες») είτε συγκεκομμένου («Το παχνίδι») ή, ακόμη, δια συγκερασμού των τίτλων δυο διηγημάτων («Επίλογος στο χιόνι»). Ούτε αποδίδει ένα κυρίαρχο θεματικό μοτίβο, όπως στην προηγούμενη συλλογή, «Εν οίκω». Εδώ, αναφέρεται στη δομή της συλλογής, δηλώνοντας την κατεύθυνση, θεματική ή μορφική. Συνολικά, περιέχονται τέσσερις ενότητες των οκτώ, επτά, τεσσάρων και έξι διηγημάτων.
“
Στην πρώτη από αυτές επιμένω στα θέματα τα αντλημένα από τις δύσκολες καταστάσεις των δεκαετιών του ’40 και του ’50, γιατί έχω την αίσθηση ότι ούτε η Κατοχή ούτε ο Εμφύλιος εξέλιπαν από την ελληνική πραγματικότητα ως τα σήμερα.” Έτσι ξεκινά ο Πετσετίδης την περιγραφή του καινούριού του βιβλίου σε σχετική δημοσιογραφική έρευνα. Και ποιος δεν θα συμφωνούσε μαζί του, ιδιαίτερα όσο αφορά τον Εμφύλιο και τον αντίχτυπό του. Επίσης, όμως, αληθεύει, ότι ο τρόπος που τον κοιτάζουν οι συγγραφείς, όταν αυτός αποτελεί παλαιότερη θεματογραφία τους, στην οποία επανέρχονται, έχει, εδώ και μερικά χρόνια, διαφοροποιηθεί. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και τις αρχές της επόμενης, ο Πετσετίδης τα πρώτα εμφυλιακά του διηγήματα τα έγραφε μάλλον μέσα από την οπτική της Αριστεράς. Άλλωστε, μέχρι τότε, σύμφωνα με αυτήν είχαν γραφεί τα γνωστότερα βιβλία, τουλάχιστον τα μετά την μεταπολίτευση. Ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, στην ίδια μερίδα συγγραφέων, καθώς και σε νεότερους που ακολούθησαν, έχει επικρατήσει η οπτική των ίσων αποστάσεων. Αν και αυτή η έκφραση δεν είναι ακριβής. Ηχεί, βεβαίως, ακριβοδίκαια και γι’ αυτό έχει επιλεγεί για την παρουσίαση της εν λόγω μετανεοτερικής οπτικής από συγγραφείς και ιστορικούς, που την μετέρχονται. Η βασική έγνοια είναι να μοιραστούν, για παράδειγμα, οι αγριότητες, ώστε να αποκατασταθεί η αλήθεια για την πλευρά των ηττημένων, που ευνοήθηκε κατάφωρα κατά την πρώτη φάση της μεταπολίτευσης. Με άλλα λόγια, να ανακτήσουν τα δίκιά τους οι νικητές, όπως τα απολάμβαναν μέχρι και το 1974.
Στο πρόσφατο βιβλίο του Πετσετίδη, η πρώτη ενότητα καταλαμβάνει το ένα τρίτο των σελίδων, με οκτώ από τα πιο καλοδουλεμένα διηγήματα της συλλογής. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, αφηγηματική ευελιξία διακρίνει τις χρονικές μετατοπίσεις και σφιχτή πλοκή καθορίζει τη δομή των γεγονότων. Από διήγημα σε διήγημα υπάρχει φροντίδα για εναλλαγές στη μορφή, ώστε να εναρμονίζεται κάθε φορά με το εννοιολογικό φορτίο. Οι αναφορές στα συμφραζόμενα, κυρίως τα παρελθοντικά, τις οποίες συνήθως οι συγγραφείς διογκώνουν επεξηγηματικά, μην και τρωθεί η αναγνωσιμότητα των βιβλίων τους, εδώ συμπυκνώνονται, αποκτώντας μία σχεδόν κωδική περιεκτικότητα. Ο συγγραφέας, για να το επιτύχει αυτό, καταφεύγει στις συνδηλώσεις των λέξεων, τις οποίες μεταχειρίζεται σαν επικοινωνιακά σήματα. Μόνο που, όταν γίνεται στροφή 180 μοιρών στη φορά της οπτικής, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στη σήμανση των λέξεων, καθώς, μέσω αυτών, γίνονται αντιληπτά πρόσωπα και καταστάσεις. Καπετάνιοι οι μεν και οι δε. Μαυροσκούφηδες οι μεν, μαυροσκούφηδες οι δε. Ποιοι ακριβώς μπορεί να νοούνται ως δικοί μας, ποιοι ως δικοί σας; Αριστεροί αντάρτες ή δεξιοί των παραστρατιωτικών οργανώσεων; Έτσι κινδυνεύει το αποτέλεσμα της πύκνωσης για έναν νεότερο αναγνώστη ή και μεγαλύτερο, ελαφρώς ανιστόρητο ή και απλώς πολιτικά αδιάφορο, να καταστεί αδιαπέραστο. Η μετανεοτερική οπτική κατήργησε τους ρόλους του καλού και του κακού. Ούτε καλός ούτε κακός, μόνο άσχημος. Η ενιαία αφήγηση μυθοπλασίας και Ιστορίας, χωρίς διαχωριστική γραμμή, αφού αμφότερες γίνονται αποδεκτές ως προσεγγιστικές, τοποθετείται σε μια πραγματίστικη βάση, επιτάσσοντας έκλυτους, βίαιους και γενικώς καθάρματα.
Στον πρώτο σχολιασμό μας, για τη δεύτερη συλλογή του Πετσετίδη («Το παιχνίδι»), διακινδυνεύαμε ως τίτλο μία αθυρόστομη φράση, “Χεσ’ τους τους πούστηδες”. Την εκστομίζει ο Χριστόφορος, φεύγοντας, χωρίς να χτυπήσει ακόμη μία πόρτα. Πρώην αντάρτης και διαφωτιστής ο Χριστόφορος, επιστρέφει στην πόλη του, αναζητώντας μάρτυρες υπεράσπισης για επικείμενη δίκη, με κατηγορία την εκτέλεση συνεργάτη των Γερμανών. Ο Χριστόφορος αρνείται να συνθηκολογήσει για να σώσει το κεφάλι του. Η φράση δηλώνει, τουλάχιστον κατά τη δική μας ανάγνωση, τότε, κουράγιο και τιμή σε μια ιδεολογία, που εμψύχωσε την Αντίσταση και εν συνεχεία, την εξ ανάγκης εμπλοκή στον Εμφύλιο. Χωρίς αυτήν, ούτε ρουθούνι δεν θα άνοιγε από τους Γερμανούς, όπως λίγο πολύ στην λοιπή Ευρώπη. Σε εκείνη τη δεύτερη συλλογή, οι τίτλοι των διηγημάτων δηλώνουν ευθέως τα συμβαίνοντα. «Ο Χριστόφορος ήρθε για μάρτυρες» είναι ο τίτλος του εν λόγω διηγήματος.
Μπορεί η μετανεοτερική οπτική να απαντάται στο σύνολο σχεδόν των σημερινών αφηγήσεων, ωστόσο οι τρόποι εξαρτώνται από τις συγγραφικές ευχέρειες. Ο Πετσετίδης προκρίνει τον ειρωνικό. Ήδη, με τους τίτλους των νέων διηγημάτων του, φροντίζει να υποσκάψει τις αναγνωστικές προσδοκίες, εκμεταλλευόμενος τις παλαιικές συμβάσεις. Παράδειγμα το «Καλή όρεξη, σύντροφε», όπου ο σύντροφος είναι από τους τελευταίους αντάρτες που κρύβονταν σε σπηλιές, ο οποίος εμφανίζεται βίαιος, έτοιμος να σκοτώσει και άοπλος. Βέβαια, παιζόταν το δικό του κεφάλι, αλλά η αφήγηση αφήνει διαφορετική γεύση. Παρόμοια αίσθηση δημιουργεί και το «Αλλιώτικος πόλεμος». Έχει τη μορφή πρωτοπρόσωπης μαρτυρίας ενενηντάχρονου σήμερα, ο οποίος υπηρετούσε τότε φαντάρος στη Σχολή Ευελπίδων και ήταν παρών στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του Κυβερνητικού Στρατού σε Πάρνωνα και Ταύγετο. Εδώ προβάλλουν όμοια ανελέητοι οι αντάρτες.
Σε αυτό το διήγημα, υπάρχει μία ακόμη αναφορά στη σύλληψη από τους χωροφύλακες του Πρεζεκέ, που κρυβόταν τραυματισμένος σε μια σπηλιά και τον γιατροπόρευε ένας γιατρός από τον Άγιο Πέτρο, ο οποίος είχε κακό τέλος. Στην προηγούμενη μνημόνευση του Πρεζεκέ, στο διήγημα, «Κομμωτήριον ανδρών» της συλλογής «Λυσσασμένες αλεπούδες», αντάρτες και καπετάνιοι απλώς διακωμωδούνται ως παντελώς ανιστόρητοι, αφού αγνοούσαν ακόμη και το ποιος είναι “του αϊτού ο γιος”. Παρεμπιπτόντως, απορούμε γιατί Πρεζεκές και όχι Πρεκεζές; Αν πρόκειται για μυθιστορηματική κάλυψη, δείχνει περιττή, αν όχι επιζήμια, τώρα που η λογοτεχνία απέκτησε στάτους ιστορικού τεκμηρίου. Πώς θα μετρήσουμε τα εκατέρωθεν κομμένα κεφάλια, αν δεν καταγράψουμε εκείνο του Θύμιου Πρεκεζέ δια χειρός Κατσαρέα, ιστορικού αρχηγού των Εθνικών Αντικομμουνιστικών Ομάδων Κυνηγών αλλά και μυθιστορηματικού προσώπου, χωρίς συγκάλυψη του ονόματος, στο μυθιστόρημα «Ανάπλους», και το έτερο, του ίδιου του Κατσαρέα, προς αντίποινα λίγους μήνες αργότερα, δια χειρός Πρεκεζέ; Αν δεν σφάλλουμε, του Θόδωρου Πρεκεζέ. Ας βοηθήσουν οι λογοτέχνες, αφού, με την καλή μνήμη τους και την ακόμη καλύτερη γραφίδα τους, καθοδηγούν οκνούς πανεπιστημιακούς.
Όπως και να έχει, οι τίτλοι του πρόσφατου βιβλίου υπόσχονται ιστορίες ειδυλλιακής ατμόσφαιρας, ενώ πρόκειται για άγριους, αναίτιους σκοτωμούς και βίαιες καταστάσεις, όπως στο «Κυριακάτικη εκδρομή», ή, για περιγραφή μιας στανικής συνεύρεσης κουνιάδας και γαμπρού στο «Δίκλινο δωμάτιο με θέα τη θάλασσα». Στην ανατροπή μύθων, ένα γερό μερίδιο έχουν και οι γυναίκες εκείνων των καιρών. Στις καινούριες ιστορίες του Πετσετίδη, σε αντίθεση προς εκείνες της πρώιμης περιόδου, αυτές επιδεικνύουν μαζοχιστική συμπεριφορά, μένοντας προσκολλημένες σε “
παλιανθρωπάκους”. Άλλες πάλι, είναι χήρες, που δεν τιμούν τον ηρωικώς πεσόντα εθνοφύλακα σύζυγο, αλλά εμφανίζονται σεξουαλικά πεινασμένες, προς αισχύνη των τέκνων τους, ή, ακόμη, πάνε σφαγμένες από μαχαίρι αδελφού στρατιώτη, γιατί επιζήτησαν την χειραφέτησή τους.
Η αγριότητα μετριάζεται με κάποια μορφικά τεχνάσματα, που μεταφέρουν μέρος της ιστορίας στην παράθεση ντοκουμέντων, όπως μία επιστολή ανιψιάς ταγματασφαλίτη που είχε σκοτώσει πενήντα δυο “
στην Κατάσταση”. Αλήθεια, πόσοι αναγνώστες μπορούν να αποκωδικοποιήσουν σε τι αναφέρεται ο συγγραφέας με τον προσδιορισμό “
στην Κατάσταση”; Άλλα λιγότερο ή περισσότερο πεποιημένα τεκμήρια είναι ένα ανακοινωθέν, μία είδηση εφημερίδας, μέχρι ένα ολόκληρο διήγημα «Εν Αχλαδιά», υπό μορφή επιστολής ενός ονόματι Δημήτρη προς φίλο του, ονόματι Θανάση, που “
προτίθεται να περάσει και από την Αχλαδιά”. Ελλειπτικό το διήγημα, παραθέτει εντός της επιστολής απόκομμα της εφημερίδας «Εθνικός λόγος», με δημοσιευθείσα επιστολή ημερομηνίας 5η Απριλίου 1946, υπογεγραμμένη από τους “
Εθνικόφρονες κάτοικους Αχλαδιάς”. Όπου δίνεται “
κατάλογος 23 ομοχωρίων τους”, που απείχαν των εκλογών της 31ης Μαρτίου 1946. Το διήγημα κορυφώνεται με το ειρωνικό υστερόγραφο για την τύχη τους.
Στον δημοσιογραφικό σχολιασμό του βιβλίου του, ο Πετσετίδης παρακάμπτει τις άλλες τρεις ενότητες, διατυπώνοντας κάποιες απόψεις περί αφηγηματικών τρόπων. Δείχνει σαν να αντιδικεί με φανταστικό συνομιλητή, όταν υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης ή πώς δεν βρίσκει άσχημη ιδέα το κατά παραγγελία διήγημα, αφού το προεξάρχον στοιχείο είναι η τεχνική, η μορφή. Μένει ζητούμενο για ποιον είναι το προεξάρχον, για τον συγγραφέα ή για τον αναγνώστη; Εκείνο, πάντως, που αποκομίζει ο αναγνώστης είναι ότι η μορφική επινοητικότητα κάνει θαύματα, καθώς κατορθώνει να αναδείξει μάλλον αδύνατα διηγήματα, που στηρίζονται σε ένα παιγνιώδες ή και ανεκδοτολογικό εύρημα. Για παράδειγμα, ένα περιστατικό από την εποχή που πρυτάνευε το δίπτυχο θρησκεία-οικογένεια ή ένας εφηβικός έρωτας, μπορούν να κινήσουν το ενδιαφέρον ανάλογα με τον τρόπο της διήγησης. Σαν ιδέες, κατά τα δικά μας γούστα, υστερούν τα διηγήματα της τελευταίας ενότητας. Πιθανώς, γιατί μας απωθούν οι γνωριμίες του Διαδικτύου και οι ιστορίες, όχι και λίγες, που αυτές εμπνέουν. Ομοίως, οι εκτροπές των συγγραφέων προς εδάφη επιστημονικής φαντασίας ή και ονειρικά. Τέλος, σε έναν δόκιμο διηγηματογράφο πιστεύουμε πως δεν επιτρέπεται η χαλαρότητα ούτε οι πομπώδεις φράσεις, ιδιαίτερα οι καταληκτικές, κάπως ασαφούς νοήματος. Θεωρήσαμε ότι επιβάλλεται να ολοκληρώσουμε την βιβλιοπαρουσίαση με αυτούς τους αυστηρούς τόνους, καθώς ο Πετσετίδης είναι συνεργάτης της εφημερίδας και μπορεί να κατηγορηθούμε για ευμενή αντιμετώπιση. Βεβαίως, ουδέποτε τον συναντούμε, αλλά η ρήση για τη γυναίκα του Καίσαρα αυτά επιτάσσει.
Μ. Θεοδοσοπούλου