«Θα σε στείλουμε εξορία, δεν γλιτώνεις»
Του Μανόλη Κυριάκη*Με συνέλαβαν λίγες μέρες μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου...
Με συνέλαβαν ο αστυφύλακας Βηλαράς Δημήτριος και ο αστυνόμος Σίδερης Γεώργιος, διοικητής της ασφάλειας Περιστεριού. Με οδήγησαν στην Ασφάλεια Περιστερίου και με ύβρεις και απειλές με μετέφεραν στην Ασφάλεια στη Μεσογείων. Μου αφαίρεσαν τα χρήματα, τη ζώνη, τα γυαλιά και τα κορδόνια των παπουτσιών μου και κάτω από χλευασμούς και βρισιές με μετέφεραν σε ένα κελί 3 Χ 3,30 σε αυστηρή απομόνωση. Νόμιζα ότι θα πέθαινα. Γνώριζα, όμως, ότι αυτό κάποτε θα συνέβαινε...
Έπειτα από δύο μέρες, το μεσημέρι, φρόντισαν να έχουν κλείσει τα γραφεία, με μετέφεραν στον όροφο που ήταν το σπουδαστικό της Ασφάλειας. Με χτύπησαν πολύ άσχημα οι γνωστοί βασανιστές Σμαΐλης, Μπάμπαλης και Μάλιος. «Πέσ’ τα όλα, κομμούνα, θα πεθάνεις, θα σε στείλουμε στην ΕΣΑ. Θα σε πετάξουμε από το παράθυρο, θα σε στείλουμε εξορία. Τι την ήθελες αυτή την πουτάνα τη Λιλή Ζωγράφου και την κάλεσες να μιλήσει στο Περιστέρι; Πέσ’ τα όλα να γλιτώσεις», μου έλεγαν, με χτυπούσαν με γροθιές, κλωτσιές, με ένα βούρδουλα και ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Γιατί πούλαγες το βιβλίο «Κόντρα στις θύελλες» για τη Μακρόνησο; (είχα βιβλιοπωλείο στο Περιστέρι).
Ο αρχιβασανιστής Σμαΐλης, τεραστίων διαστάσεων, με έπιασε από τα μαλλιά και με σήκωσε όρθιο. Έτρεχαν αίματα από το κεφάλι μου, τα χέρια, τα πόδια, τις πλάτες και τη μύτη μου. Ήμουν ολόμαυρος. Με μετέφεραν στο κελί, σέρνοντάς με. Δεν μπορούσα να ξαπλώσω καθόλου στο τσιμεντένιο κρεβάτι. Με είχαν σε αυστηρή απομόνωση για να φύγουν οι μελανιές. Το βράδυ χτυπούσαμε τον τοίχο του διπλανού κελιού συνθηματικά με άλλους συντρόφους. «Τακ-τακ εσύ, τακ-τακ και εγώ». «Αύριο με πάνε εξορία», άλλος «με στέλνουν στην ΕΣΑ»... Κάθε δύο ώρες άλλαζε ο φρουρός, έτριζε η πόρτα και έλεγες για μένα έρχονται.
Τη μάνα μου, μια μαυροφορεμένη γυναίκα που μου έφερνε φαγητό κάθε μεσημέρι, τη χλεύαζαν, τη χτυπούσαν και την κορόιδευαν. «Ο γιος σου ο κομμουνιστής έβαζε βόμβες. Είναι ανθέλληνας (Ελένη Βλάχου, το άνθος των Ελλήνων), ντροπή που γέννησες τέτοιο παιδί. Θα τον στείλουμε στην ΕΣΑ και εξορία. Δεν τη γλιτώνει». Όταν εκτέλεσαν τον Μάλιο και τον Μπάμπαλη, είπε «ν’ αγιάσουν τα χεράκια, όποιος το έκανε» κι ας μην ήξερε από πολιτική. Τόση ήταν η πίκρα της! «Στείλε, ουρανέ μου, ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή».
Πίκρα, αλλά και ικανοποίησηΈστειλα τα ρούχα μου στο σπίτι. Ήταν ματωμένα. Κατάλαβαν. Κάποια μέρα έφεραν τον Μπάμπη Δρακόπουλο, τον Μήτσο Παρτσαλίδη, τον Φώτη Προβατά και τον Χοντζέα και την επομένη με ένα βαλιτσάκι τούς έστειλαν εξορία. Μετά από καιρό με άφησαν, αφού προηγουμένως μου είπανε να μαζέψω τα πράγματά μου και να κατέβω στον Μπάμπαλη. «Γιατί κουτσαίνεις;» είπε. «Φωνάξτε τον Σμαΐλη» (υπεύθυνος για την Ανωτάτη Βιομηχανική Πειραιά). Κατέβηκε φοβισμένος. Μου έκανε εντύπωση η δουλικότητά του και οι υποκλίσεις του. «Γιατί τον έχετε ακόμα εδώ;» (δεν υπήρχε στον τέταρτο όροφο άλλος κρατούμενος) «Είναι σκληρός κομμουνιστής, κύριε προϊστάμενε». «Να τον αφήσετε». «Μάλιστα, κύριε προϊστάμενε», με φόβο και με βαθιά υπόκλιση μέχρι το πάτωμα, αφού πρώτα ο Μπάμπαλης με... περιποιήθηκε. «Ήμασταν έτοιμοι να σε στείλουμε εξορία, τη γλίτωσες, τη γλίτωσες και από την ΕΣΑ, την επομένη δεν θα στη χαρίσουμε», μου είπε.
>Κατέβηκα τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, «σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή, κανείς δεν θα με περιμένει». Σε όλη την Αθήνα είχε πέσει μια μαυρίλα, μια καταχνιά, μια απέραντη μελαγχολία. Δεν με πλησίαζε κανένας από τους «συγγενείς» και φίλους. Όλοι φοβόντουσαν και άλλαζαν πεζοδρόμιο. Ένιωθα πίκρα, αλλά και μια ικανοποίηση ότι έκανα αυτό που έπρεπε απέναντι στην πατρίδα μου.
* Ο Μανόλης Κυριάκης είναι οικονομολόγος, βιβλιοπώλης Ηρακλείου Κρήτης, γραμματέας ΕΚΟΝ ΡΗΓΑΣ ΦΕΡΑΙΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ- ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ.