Άποψη του τεμένους από τα ΝΔ, γύρω στα 1950. Της Λίλας Β. Σαμπανοπούλου*Αρκετά χρόνια μετά την κατάκτηση του Διδύμου άστεως —δίδυμο γιατί αναφερόταν σε δύο τειχήρεις οικισμούς που αναπτύσσονταν σε δύο λόφους— από τους Οθωμανούς, που επισυνέβη στο διάστημα 1359-1361 και θέλει εκ των υστέρων την όποια βασιλοπούλα, συναισθανόμενη το βάρος της παράδοσης των κλειδιών της πόλης στον κατακτητή της Χατζή - Ίλ μπέη, να γκρεμίζεται απ’ τον πύργο που ονοματίζει έκτοτε, ο σουλτάνος Μεχμέτ ο Α΄ διατάσσει την ίδρυση «τεμένους αγαστού, μετζιτίου ευλογημένου» το οποίο και φέρεται να εγκαινιάζει ανάμεσα στον Μάρτη/Απρίλη του έτους 1420.
Το τέμενος που ιδρύεται στο μέσον ίσως των βραχιόνων της δίδυμης πόλης, ή τουλάχιστον στον νοητό άξονά τους, και σίγουρα πάνω στο δρόμο που κατευθυνόταν στην Αδριανούπολη, καθίσταται δυσθεώρητο σύμβολο επιβολής του νέου κυριάρχου «θαλασσών τε και ηπείρων», των ιστορικών έκτοτε αναγωγών και των μεταμορφώσεων της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά και ... μέτρο. Ο περισχοινισμός του όριζε, μέχρι τουλάχιστον τη λαίλαπα του σχεδίου Μάρσαλ, τις εκτάσεις των αγρών της περιοχής, καθώς το εμβαδόν του ισούται με ένα donum —το ανατολίτικο πολλαπλάσιο των ποδών— ελάχιστα μικρότερο από ένα στρέμμα (968m2).
«Σημαντικότερο μνημείο στον κόσμο»Η μεγαλεπίβολη κατασκευή δεν άντεξε πολύ: οι θόλοι που επιλέχθηκε να την καλύψουν, που σχεδίασε ο αρχιτέκτων της αυλής Χατζή Ιβάζ, και το τριμερές, και ομοίως θολοσκέπαστο, προστώο καταρρέουν πολύ κοντά στην ανέγερσή του από αδιάγνωστη μέχρι στιγμής αιτία. Σε χρόνο που πλέον δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί —πιθανότατα όμως μέσα στον ίδιο τον 15ο αι.—1, κατασκευάστηκε για την κάλυψη του οικοδομήματος δρύινη πυραμίδα.
«Το μέγεθος και η ποιότητα της κατασκευής, μαζί με τις πρωτοποριακές για την εποχή τους τεχνικές λύσεις που χρησιμοποιήθηκαν, καθιστούν τη στέγη του τεμένους ένα από τα σημαντικότερα μνημεία από ξύλο στον κόσμο», γράφει ο αρχιτέκτονας Αργύρης Μπακιρτζής2, δίχως διόλου να υπερβάλλει, αφού η πυραμίδα κλίσης 93 μοιρών μετρά, αυτόνομη, το ύψος μιας πενταώροφης οικοδομής, σχηματοποιώντας στο χώρο το θρίαμβο της έννοιας «ζύγισμα».
Η δρύινη πυραμίδα έδεσε τους βαρείς τοίχους, που δεν κατορθώνουν να ελαφραίνουν τα πολλαπλά ανοίγματα, που, όμως, μεταμορφώνονται σε κεντημένες διακοσμοεπιφάνειες, και διασκέδασε την προσθήκη των τεσσάρων λίθινων πεσσών που απαιτήθηκαν στο εσωτερικό για να παραλάβουν τα δικτυώματά της, με την κατασκευή ενός ξύλινου ψευδότρουλλου, ο οποίος, σε μία εκτεταμένη ανακαίνιση της στέγης ντύνεται τα χαρούμενα χρώματα των σανιδιών που σκέπασαν τις 32 πλευρές του, αναφυόμενες από ένα και μόνον άνθος λωτού· το άνθος αυτό που εγκιβωτίζει το κλειδί και το κλείδωμα της στέγης.
Η δρύινη πυραμίδα που έφθασε πληγωμένη βαριά στις μέρες μας, αφού τα τραύματά της χρονολογούνται τουλάχιστον από το δεύτερο μισό του 18ου αι. —περίοδο που πρέπει να ΄μεινε και για μακρύ χρονικό διάστημα χωρίς μολυβδοκάλυψη—, δεν επουλώθηκαν αλλά μπαλώθηκαν, και μάλιστα μετά από ένα πολύ αυστηρό φιρμάνι, αποκρυβόμενα σ’ ένα ταβάνωμα που κάποια χρόνια τα συγκράτησε. Οι οριακές αντοχές των στοιχείων της ενισχύονται κατά την τελευταία τ��ιακονταετία με σειρά υποστυλωμάτων επιτυχή ή και κάποια ανεπιτυχή, τιτάνιες προσπάθειες όπως και να ‘χει, αφού οι διαστάσεις της στέγης και μόνο προκαλούν θαυμασμό, αμηχανία, και, συχνά, απόγνωση. Ο φόβος, όμως, είναι ποιητικός δρόμος κι έτσι το 1990 ο Παντελής Ξύδας φέρνει σε πέρας την αποτύπωση της συνθετότητάς της, ο Αργύρης Μπακιρτζής σχεδιάζει τις λεπτομέρειές της και ο Μιχάλης Καμίλης προχωρεί στους υπολογισμούς των τριών στατικών της συστημάτων.
Με τη μελέτη αυτή πήγε να πορευτεί η προσέγγιση του μνημείου από τον Δεκέμβρη του 2011 και μετά οπότε και ενέσκυψαν οι κακοδαιμονίες της διοίκησης στους μνημονιακούς καιρούς που σήμαναν την κατάργηση του Ταμείου Διαχείρισης Πιστώσεων για την Εκτέλεση Αρχαιολογικών Έργων που είχε αναλάβει την αποκατάστασή του, αλλά και το σταδιακό αποκλεισμό των ανθρώπων που είχαν ξεπεράσει το «δέος του ξύλινου θεού»3, ανατρέποντας τις προτεραιότητες που έθετε εκείνο, στο όνομα μιας δήθεν επίσπευσης.
Ανεκτίμητη απώλειαΗ δρύινη πυραμίδα που κάλυπτε το τέμενος Βαγιαζήτ γίνεται παρανάλωμα πυρός τα ξημερώματα της 22ας Μαρτίου 2017. Ανεπιβεβαίωτος ο συσχετισμός της φωτιάς με τις εργασίες που εκτελέστηκαν το μεσημέρι της προηγούμενης μέρας με τη χρήση ηλεκτροσυγκόλλησης από εργολαβικό συνεργείο. Βεβαιωμένος, όμως, ο συσχετισμός του συνεργείου με κατάλοιπα εργολαβίας έργου που έχει από πολλών μηνών αποπληρωθεί. Ανεκτίμητη η απώλεια, καθώς το όποιο μέτρο σύγκρισης ελλείπει, αφού οι ξύλινες στέγες προσομοιαζόντων στο μέγεθος λατρευτικών οικοδομημάτων που καταστράφηκαν από πυρκαγιά την πρώτη εικοσαετία του 20ού αι. αντικαταστάθηκαν με πυρίμαχα υλικά (λέγε τα μπετόν) σε ανυπόστατους για την αρχή τους σχηματισμούς.
Εκτιμητέο, έτσι, ότι ο μυθικός κόσμος της δρύινης πυραμίδας οφείλει να ανασυσταθεί, χωρίς την παραμικρή έκπτωση στα υλικά, τον πόνο και τον κάματο που θα απαιτηθεί. Γιατί το κρυμμένο σιδερένιο σύστημα περίσφιξης του κλειδιού —κινούμενο κλειδί, στα κείμενα μηχανικής του 18ου αι.— διασώθηκε περιπεπλεγμένο στα λιωμένα μέταλλα του προσωρινού στεγάστρου προστασίας, απαιτώντας την επανάχρησή του. Επειδή όλα είναι θέμα τρόπου, ελάχιστα διέφεραν στο μέγεθος οι ανυψωτήρες των στοιχείων της. Γιατί ο κοινός τους τόπος ήταν το αψεγάδιαστα λειασμένο τροχιλάκι.
*Η Λ.Β. Σαμπανοπούλου είναι αρχαιολόγος.1. Τα ευρήματα της δενδροχρονολόγησης των στοχείων της στέγης έδωσαν δύο αποτελέσματα: 1436 & 1494. Το 1418 που συχνά αναφέρεται είναι η ένδειξη των ελκυστήρων των ανοιγμάτων. Βλ. P. Kuniholm- C. Striker, Dendrochronological Investigations in the Aegean and Neighboring Regions, 1983-1986, Journal of Field Archaeology, 14/4 (1987) 393.
2. Α. Μπακιρτζής, «Το τέμενος Μεχμέτ Τσελεμπί Διδυμότειχου. Περιγραφή, παθολογία, επεμβάσεις και ενέργειες για την αποκατάσταση της ξυλοστέγης του», Η συντήρηση και η αποκατάσταση των οθωμανικών μνημείων στην Ελλάδα, Θεσσαλονίκη 2009, 71-86. Το παράθεμα από την σελ. 76.
3. Α. Μπακιρτζής, ό.π., σ. 73.