Του Παναγιώτη Νούτσου«Berlinale 2017», 67Ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Οι ειδήσεις από το συμβατικό και τον ηλεκτρονικό Τύπο καταφτάνουν, κάποτε και ως προκαταβολική διαφήμιση όσων εκεί προβλήθηκαν. Ο Ράουλ Πεκ, τη δεκαετία του ’70 επίσης στο Βερολίνο, δηλαδή στο πανεπιστήμιο Χούμπολτ, το οποίο μια φορά την εβδομάδα επισκεπτόταν ο μεταπτυχιακός φοιτητής του Freie Universität, συνέθεσε το φίλμ «The Young Karl Marx». Εστίασε το ενδιαφέρον του στο Παρίσι, τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο, όπου έγινε ο μόνιμος τόπος διαμονής του βιογραφούμενου «Mohr», από το 1849 ως το θάνατό του το 1883. Αν γνώριζα νωρίτερα το «σενάριο», που συνέθεσε ο Peck με καμβά την αλληλογραφία του Marx, θα του επέδιδα τον «Marx στον καθρέφτη» (2014). Αρχίζοντας, έστω, από ό,τι κατέγραψε τέλος Αυγούστου το 1844, ο Φρεντ (Φρίντριχ Ένγκελς): «διαπιστώσαμε ότι συμφωνούσαμε απολύτως σε όλα τα θεωρητικά πεδία». Έτσι, λοιπόν «ξεκινάει η συντροφική μας εργασία» (Engels 1885).
Μια ζωηρή συνομιλίαΤι είναι, Ράουλ, ο «καθρέφτης»; Τούτο θα το συζητήσουμε με τον ίδιο τον Marx. Εδώ, χωρίς να προκαταλάβω τους όρους των ερωταποκρίσεων, υπογραμμίζω ότι ο ερωτώμενος με το έργο του προτίθεται να αντιπαρατεθεί σε κάθε μορφή «ειδωλοποίησής» του, με την επακριβή προσκόμιση των θέσεων του, και αντίστοιχα ο ερωτών υπόσχεται να διατυπώνει έτσι τις ερωτήσεις του (βλ. και Αριστοτέλης, ’Αναλυτ. πρότερα 1, 1, 3), ώστε να προϋποθέτουν το συνδυασμό της γνώσης των έργων του Marx, των συνθηκών της ιστορικής ανάδυσης και εκδίπλωσης της σκέψης του, των μορφών πρόσληψης και επεξεργασίας της, καθώς και των πόλων της κριτικής που ασκήθηκε από τη δημοσίευση των κειμένων του έως σήμερα. Επιπλέον, με το διαρκή αυτοέλεγχο της «ἐρωτητικῆς τέχνης» (Αριστοτέλης, Σοφ. ἔλεγχοι 11, 9) να αποκλείεται η προνομιακή χρήση της αντωνυμίας: ούτε ως δικός «μου» ούτε ως δικός «του» ή έστω του καιρού «του» και του καιρού «μας» να αξιοποιείται ο «καθρέφτης».
Ώσπου, βέβαια, να πάρει εμπρός η πένα ή το πληκτρολόγιο, ερεθιστικός για την εκκίνηση είναι ο σεφερικός στίχος: «Τ’ άσπρο χαρτί σκληρός καθρέφτης» (Ποιήματα, 300). Όσο για τη μέριμνα να μην επονομασθεί κανένας από τους δυο μας «καθρεφτάκιας», κατά το ιδιόλεκτο προσωνύμιο του «ειδωλοποιού» Ναρκίσσου, θα μπορούσε να σχεδιαστεί εξ υπαρχής ένα κείμενο που, χωρίς ν’ αφήσει τίποτε ανερώτητο, να μην καταντήσει «Εγχειρίδιο» ή «Compendium», αλλά να διεξαχθεί ως μια ζωηρή «συνομιλία» στο «Salon d’ antidote», με τους θαμώνες σε εγρήγορση και τα πολλά «κάτοπτρα» καλογυαλισμένα. Απέναντι σε ένα απ’ αυτά σταθήκαμε με τη σύντροφό μου, στο κυλικείο του Μουσείου της Ακροπόλεως (19.1.2013), όταν μου υπέδειξε ότι με κοίταζε αμήχανα και μάλλον παραπονιάρικα ο Μαρξ με το διαπεραστικό βλέμμα του. Από τη στιγμή εκείνη επανήλθα ως «βηματιστής» στο σύνολο του έργου του.
Με ενδιέφεραν τα «νοούμενα»Ας υπενθυμίσω ότι σε γερμανικής καταγωγής μορφωτικά αγαθά, όπως για παράδειγμα στα κείμενά του, δεν έχω την πρόθεση να κηρύξω σαμποτάζ. Γι’ αυτό και μεταφράζω από το πρωτότυπο τα παραθέματα που μου υποβάλλει ο ίδιος ο Marx. Αυτός, άλλωστε, ήταν που μας θύμισε την παροιμία του νησιού μας: «Κατά πού θα δεις τον καθρέφτη, θα σε δει», με αντίδωρο παρόμοιας καταγωγής ή ως επιβεβαίωση της δυναμικής των γραπτών του: «Ο τροχός που γυρίζει, σκουριά δεν πιάνει». Κι αυτός με τη σειρά του, άνετα και χωρίς αυταρέσκεια, ανταπαντά με το διαθέσιμο ελληνοποιημένο παρατσούκλι του: «Τον Αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς»...
Ως προς τη δυαδική πληρότητα, εντός της οποίας λειτουργεί αντικριστός καθρέφτης για τη συνεχή επίγνωση των ορίων μας, αναμφισβήτητα ισχύει ο παλαιός παροιμιακός λόγος: «Ἐκ δυοῖν τρία βλέπεις». Στον ορίζοντα του «τρίτου» θα μπορούσε να περιλαμβάνεται και η «άρνηση της άρνησης» των δημοσιευμάτων μας. Δηλαδή, η δυαδική ετοιμότητα για την αντιμετώπιση —μέσω του ελέγχου και του επανελέγχου— των αιτιάσεων που αναίτια αυτά δέχονται.
Μια προτελευταία επισήμανση ως προς το αν προτιμούσε να εκφράζεται ως «κρυπτικός». Για να μου απαντήσει ακαριαία: Θοῡ, κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου. Τι να αποκρύψω, προτιμώντας αναγνώστες «μυημένους»; Δεν έστελνα ραβασάκια, κάνοντας ποίηση. Η μόνη «ιδιόλεκτος» ήταν το φιλοσοφικό υπόβαθρο των επιστημονικών μου κειμένων. Στην περίπτωση αυτή, παρά το εξειδικευμένο κοινό, δεν επρόκειτο για προσφυγή σε κάποια «αργκό». Τη βασάνιζα τη φράση και τις λέξεις που την απάρτιζαν για να ευστοχήσω. Ακόμα κι αν εισήγαγα κάποιο νεολογισμό, με ενδιέφεραν τα «νοούμενα» και όχι η τριβή ως επανάπαυση στα «υπονοούμενα»… Όσο για την τιτλοφόρηση του παρόντος κειμένου, ανήκει στον ίδιο τον Marx (19.4.1859).
* O Π. Νούτσος είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνικής και Πολιτικής φιλοσοφίας του Παν/μίου Ιωαννίνων.