Του Δημήτρη ΠαπανικολόπουλουΗ Νεωτερικότητα χαρακτηρίστηκε από την εμπεδωμένη πίστη των ανθρώπων ότι η ζωή τους μπορεί να αλλάξει και ότι πλέον είναι στα χέρια τους. Ωστόσο, στην εποχή της νεοφιλελεύθερης μετανωτερικότητας καλλιεργήθηκε η ιδέα πως η ζωή μας δεν μπορεί να αλλάξει, παρόλο που συνεχίζει να είναι στα χέρια μας. Ή μήπως μπορεί να αλλάξει, αλλά είναι στο αόρατο χέρι της Αγοράς να αποφασίσει γι αυτό; Σήμερα την Ιστορία διεκδικούν τρεις διεκδικητές: νεοφιλελεύθεροι, «συντηρητικοί» οπαδοί της Νεωτερικότητας, και θρησκευόμενοι οπαδοί της προνεωτερικότητας (φορείς της μεσαιωνικής ιδέας ότι «η ζωή μας μπορεί να αλλάξει, αλλά είναι στο χέρι του Θεού»). Εδώ, υποθέτω, εδράζεται και η περίεργη ιδέα του Ζίζεκ, ότι «σήμερα πραγματικά ριζοσπάστης μπορεί να είναι μόνο ο συντηρητικός». Η αλήθεια είναι ότι άνθρωποι και συλλογικότητες που αντιμετώπιζαν υπέρτερες δυνάμεις, καθώς και ένα ζοφερό παρόν και μέλλον, δύσκολα αντιστάθηκαν στις αποκαλυψιακές ιδέες. Τέτοιες συνθήκες γέννησαν τον εβραϊκό μεσσιανισμό, το χριστιανισμό, την Αποκάλυψη του Ιωάννη κλπ κλπ. Βέβαια, η ανάγκη για συνεπικουρία ανώτερων δυνάμεων δεν είναι υποχρεωτικό να ξαναζωντανέψει πεθαμένους Θεούς· οι άθεοι βολευόμαστε και με ανθρώπους εξολοθρευτές του Κακού. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η ανάγκη για ελπίδα, όταν δεν υπάρχει ελπίδα, γεννά Θεούς.
Ο Νίτσε στα τέλη του 19ου αιώνα έγραψε ότι η ανθρωπότητα τους δύο επόμενους αιώνες θα προσπαθεί να βρει ένα νόημα που να πηγάζει από αυτή την ίδια, όχι από Θεούς και άλλα δαιμόνια. Από ό,τι φαίνεται δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά. Αναμφίβολα η πρόοδος που έχει συντελεστεί στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου είναι αξιοσημείωτη. Η ιδέα της αυτονομίας δεν κυριάρχησε, ώστε να την προλάβει ο Καστοριάδης, ωστόσο το φαντασιακό της ετερονομίας δεν μονοπωλεί πλέον τα μυαλά των ανθρώπων. Όμως, «ο φόβος απέναντι στην ελευθερία», για τον οποίο μιλούσε ο Έριχ Φρομ από τη δεκαετία του 1930, είναι ακόμα μεγάλος. Για πολλούς ανθρώπους «η κοινωνία της διακινδύνευσης», όπου η ελευθερία είναι μεγαλύτερη αλλά υπό διακινδύνευση, όπου ο άνθρωπος έχει μεγαλύτερο χώρο, που όμως αλληλεπικαλύπτεται από τους χώρους που καταλαμβάνουνε οι άλλοι, εξελίσσεται σε μεγάλο πρόβλημα. Γι’ αυτό τείνουν να προτιμούν περιορισμένες ελευθερίες και σίγουρες, παρά πολλές και υπό διακινδύνευση-διαπραγμάτευση με τους άλλους. Κι αυτό το βρίσκουν στις παραδοσιακές ταυτότητες και ρόλους. Οι περιπτώσεις των χιλιάδων ευρωπαίων γυναικών που πήγαν στη Συρία για να παντρευτούν τζιχαντιστές είναι ενδεικτικές αυτού του πράγματος.
Η κοινότητα και το γνωστικό χάοςΗ επιστροφή της θρησκευτικότητας συμβαδίζει με την αδυναμία της Δύσης να παράξει νέες σημασίες, γεγονός που είχε εντοπίσει ο Καστοριάδης ήδη από τη δεκαετία του ‘80. Η νεοφιλελεύθερη μετανεωτερικότητα πριμοδότησε τις ανισότητες και τον ατομισμό σε βάρος της ιδέας της κοινότητας και της ισότητας. Η θρησκευτικότητα επαναφέρει το αίτημα τόσο της ισότητας απέναντι στον υπέρτατο νόμο όσο και της κοινότητας. Οι πιστοί είναι φτιαγμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση του πλάστη και επομένως ίσοι. Δεν είναι αόρατοι και μόνοι, αλλά αναπόσπαστα μέλη της κοινότητας που τους σημασιοδοτεί και βοηθά. «Η κοινωνία είναι δημιουργός Θεών», έδειξε ο Σερζ Μοσκοβισί. Ισχύει, όμως, και το αντίστροφο: οι Θεοί συγκρατούν τα άτομα εν κοινωνία. Αν παρακολουθήσετε τα θερινά κηρύγματα του παπά στο εκκλησάκι του Λουμπαρδιάρη, το βραδάκι, σε κλίμα «κρυφού σχολειού», μαζί με πολλούς νέους/ες, θα καταλάβετε τι εννοώ.
Ο κόσμος ήταν πάντα δύσκολο να γίνει κατανοητός. Οι επεξηγηματικές δυνατότητες του ανθρώπου ποτέ δεν ήταν αρκετές, ώστε να δίνουν απαντήσεις σε όλα όσα τον απασχολούσαν. Η πολυπλοκότητα της σύγχρονης ζωής και η επίταση αυτής στην εποχή του πολλαπλασιασμού της πληροφορίας γιγάντωσε το γνωστικό χάος στο οποίο ζούμε, με αποτέλεσμα πολλοί άνθρωποι να νιώθουν ότι δεν μπορούν να ελέγξουν ούτε στοιχειωδώς την πραγματικότητα μέσα στην οποία καλούνται να δράσουν. Η ύπαρξη ενός κέντρου ή μιας αρχής που να συγκροτεί (και άρα να απλοποιεί) τη χαοτική πραγματικότητα φαντάζει βολική λύση. Ο Θεός αναμφίβολα μπορεί να παίξει, να ξαναπαίξει ή να συνεχίσει να παίζει αυτό το ρόλο. Το ίδιο και κάθε λογής θεωρίες συνωμοσίας.
Συσσωρευμένοι πόροι και εκδημοκρατισμόςΚαι δυο κουβέντες συγκεκριμένα για το Ισλάμ. Η θρησκεία προσφέρει συσσωρευμένους πόρους, απαραίτητους στο συλλογικό αγώνα. Οι συλλογικοί αγώνες χρειάζονται πόρους, ενώ οι αγώνες ενάντια σε υπέρτερες δυνάμεις χρειάζονται συσσωρευμένους πόρους. Αυτό οδηγεί τους ανθρώπους που αγωνίζονται, να αναζητήσουν, συγνωστά ή ανεπίγνωστα, τέτοιους εκεί που βρίσκονται. Ύστερα από την αποτυχία του αραβικού εθνικισμού να αντιμετωπίσει επιτυχώς τις υπέρτερες δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (με αποκορύφωμα τις αλλεπάλληλες ήττες από το μικροσκοπικό κράτος του Ισραήλ), το μειοψηφικό μέχρι τότε φονταμενταλιστικό ρεύμα άρχισε να κερδίζει έδαφος ως ιδεολογικό-πολιτικό πρόγραμμα. Το Ισλάμ αποτελούσε μια νέα νικηφόρα φόρμουλα που άξιζε να δοκιμαστεί. Πρόσφερε τεράστιους ιδεολογικούς και συναισθηματικούς πόρους, ενώ ενοποιούσε ανθρώπινους πόρους 1 δισεκατομμυρίου ατόμων. Η οργάνωση, η δικτύωση, η εμπιστοσύνη, η κοινή ταυτότητα είναι απαραίτητα για κάθε κίνημα και το Ισλάμ τα πρόσφερε σε αφθονία. Η στροφή στο Ισλάμ ήταν απολύτως ορθολογική από τη σκοπιά του σκοπού που έπρεπε να επιτευχθεί.
Ο εκδημοκρατισμός φέρνει τις θρησκευόμενες μάζες στο προσκήνιο. Όπως έγινε σαφές στην Τουρκία ήδη από τη δεκαετία του ‘60, στο Ιράν από το 1979 και στον αραβικό κόσμο από το 2011, η πτώση των κοσμικών αυταρχικών καθεστώτων και η εισβολή των μαζών στο πολιτικό προσκήνιο θα φέρει το πολιτικό Ισλάμ στην εξουσία. Στην Τουρκία τα στρατιωτικά πραξικοπήματα καθυστέρησαν το αναπόφευκτο μέχρι το 2002, ενώ μετά την «αραβική άνοιξη» το πολιτικό Ισλάμ κυριάρχησε στην Τυνησία και στην Αίγυπτο για λίγο. Εκδημοκρατισμός και κυριαρχία του πολιτικού Ισλάμ είναι ταυτόσημες έννοιες σε χώρες όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι σχετικά αμαθής και φτωχή. Όπου επιτρέπεται στο λαό να εκφραστεί ελεύθερα, αυτός το κάνει μέσα από τη δική του γλώσσα: τη θρησκεία.
•