Ηρακλής Παπαϊωάννου, “Περί φύσεως και αληθινότητας”, εκδόσεις Νεφέλη, 2017Το δοκίμιο του Ηρακλή Παπαϊωάννου, που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Νεφέλη, προκαλεί την περιέργεια ήδη από τον τίτλο του. «Περί φύσεως και αληθινότητας», μια λεκτική σύνθεση, δηλαδή, που στο πρώτο μισό της διατηρεί το λόγιο «περί φύσεως» (και όλο το ιστορικοθεωρητικό του βάρος) και στο δεύτερο μισό της υιοθετεί ένα νεολογισμό, την «αληθινότητα», μετάφραση της αγγλικής truthiness, όχι της αλήθειας επομένως αλλά της εντύπωσης αλήθειας, της αληθοφάνειας, της πίστης πως κάποια δήλωση, στοιχείο ή ντοκουμέντο είναι αληθινά. Ο ίδιος ο συγγραφέας, στο τέλος του βιβλίου, συνεχίζει το παιχνίδι με τις λέξεις αποδίδοντας την πατρότητα της «αληθινότητας» στον τετράχρονο Φίλιππο, ο οποίος την επινοεί αυθόρμητα ως λανθάνουσα σύνθεση της αλήθειας και της πραγματικότητας. Φύση, αλήθεια και πραγματικότητα, αλλά και εντύπωση αλήθειας, σε ένα δοκίμιο για τη φωτογραφία, την τέχνη που περισσότερο απ’ όλες έχει παρακολουθήσει, τους τελευταίους δύο αιώνες, και κυρίως έχει προκαλέσει και προβληματοποιήσει τη σχέση μεταξύ της πραγματικότητας και της απεικόνισής της.
Αυτή τη σχέση της φωτογραφικής αποτύπωσης της πραγματικότητας, της στενής σύνδεσης της φωτογραφίας με την έννοια της αλήθειας και τις περιπέτειές της μέσα στο χρόνο, κυρίως από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, παρακολουθεί ο Παπαϊωάννου χρησιμοποιώντας δύο εμβληματικά σημεία αυτής της πολυκύμαντης και γοητευτικής ιστορίας, το φωτογραφικό αρχείο φυτών του Karl Blossfeldt, ένα έργο που ο δημιουργός του ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα και το υπηρέτησε με αφοσίωση για τρεις δεκαετίες, και την έκθεση και έκδοση «Herbarium» (1982-1985) του Καταλανού Joan Fontcuberta, που απαρτίζεται από φωτογραφίες ψευδοφυτών που ο ίδιος κατασκεύαζε στο στούντιό του χρησιμοποιώντας βιομηχανικά απόβλητα.
Γιατί επιλέγει αυτούς τους δύο ο Παπαϊωάννου; Νομίζω ότι ο πρώτος λόγος είναι ακριβώς η ιδέα της φωτογραφικής αποτύπωσης της φύσης και το γεγονός ότι σ’ αυτήν υποβάλλεται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού όλος ο προβληματισμός για τη σχέση μεταξύ πραγματικότητας και απεικόνισης. Η φύση είναι το μέγα πραγματικό, η φυσικοποίηση είναι ο τρόπος που ο πολιτισμός επιβάλλει συχνά τις αυθαίρετες συμβάσεις του. Ο δεύτερος είναι τα σαγηνευτικά έργα των δύο φωτογράφων αλλά και η σχέση που διαφαίνεται μεταξύ τους. Ο Fontcuberta επιλέγει να φωτογραφίσει τα ψευδοφυτά του με τέτοιο στήσιμο (φόντο, διάταξη στο χώρο κτλ.), ώστε να παραπέμπει στις φωτογραφίες του Blossfeldt. Οι ομοιότητες των έργων δίνουν τη δυνατότητα να μιλήσει κανείς για την ιστορία που έχει κυλήσει από τις αρχές του 20ού αιώνα και να φτάσει μέχρι σήμερα μιλώντας για τις αισθητικές, πολιτισμικές, πολιτικές, φιλοσοφικές διακυμάνσεις από τις οποίες έχει περάσει η σύλληψη της φωτογραφίας ως απεικόνισης του πραγματικού.
Δύο εμβληματικά έργα ως αφετηρίαΑς πούμε όμως πρώτα δύο λόγια για τα ίδια τα έργα. Στα τέλη του 19ου αιώνα ο Blossfeldt αρχίζει να φωτογραφίζει φυτά και μέρη φυτών για λόγους κυρίως εκπαιδευτικούς. Εκκινώντας από το χώρο των εφαρμοσμένων τεχνών, χρησιμοποιεί, αρχικά τουλάχιστον, τις φωτογραφίες του στο πλαίσιο της διδασκαλίας και με στόχο να εμπλουτίσει και να βελτιώσει το γερμανικό ντιζάιν. Μέσα σε 30 χρόνια θα τραβήξει, με μια αυτοσχέδια φωτογραφική μηχανή, περίπου 6.000 φωτογραφίες με εμφανή κοινά στοιχεία ως προς την τεχνική και το στήσιμο: μετωπική λήψη, ομοιόμορφο ανοιχτόχρωμο φόντο, διάχυτος φωτισμός, υψηλός δείκτης μεγέθυνσης, λιτές συνθέσεις, διωνυμική λατινική ονομασία. Αν και ο αρχικός τους στόχος είναι χρηστικός, οι φωτογραφίες του Blossfeldt φέρουν μια ερμηνεία του κόσμου η οποία συμβαδίζει με το πνεύμα μιας εποχής που αρχίζει να λατρεύει τα αντικείμενα και την εικόνα τους. Εδώ η φωτογραφία αποτελεί καθρέφτη της πραγματικότητας, με μια δόση μυστικισμού ωστόσο, με μια επιθυμία να αναδειχθεί κάτι απόκρυφο ή αόρατο, κάτι απρόσιτο στο γυμνό μάτι. Όταν εκδίδεται το πρώτο του λεύκωμα, εισάγοντάς τον πλέον και τυπικά στον κόσμο της τέχνης, η δουλειά του θα κερδίσει το εγκώμιο του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Το ενδιαφέρον για το έργο του θα αναβιώσει στο καλλιτεχνικό πεδίο κατά τη δεκαετία του ’70 και λίγα χρόνια μετά, το 1982, ο Fontcuberta θα αρχίσει να δουλεύει πάνω στο «Herbarium», τα τεχνητά φυτά του, μικρά γλυπτά φτιαγμένα από βιομηχανικά απόβλητα, τα οποία φωτογραφίζει με ένα στήσιμο που θυμίζει πολύ τις φωτογραφίες του Blossfeldt, συνοδεύοντάς τα μάλιστα κι από λατινικές ονομασίες πραγματικών ή φανταστικών φυτών, ενίοτε από ευφυή λογοπαίγνια. Ο Fontcuberta είναι ένας καλλιτέχνης που προβληματοποιεί ακριβώς αυτήν τη σχέση εικόνας και πραγματικότητας, που διερωτάται διαρκώς για την αλήθεια και την εντύπωση αλήθειας, για το ντοκουμέντο και το δικό του καθεστώς αληθείας, για την πλάνη και την προπαγάνδα που επιτελείται μέσω της εικόνας. Συντονισμένος κι αυτός με την εποχή του, την εποχή του θεάματος, της διάχυσης της φωτογραφίας αλλά και της σύνδεσής της με άλλα μέσα, τον κινηματογράφο, τη διαφήμιση, την τηλεόραση, σε μια συνθήκη που και πάλι επικαλείται τη νατουραλιστική απεικόνιση ώστε να πείσει για την αντικειμενικότητά της, χρησιμοποιεί και σε άλλα έργα του, που περιγράφει στο δοκίμιό του ο Παπαϊωάννου, αντίστοιχες «απάτες», δοκιμάζοντας τα όρια της πλάνης με ποικίλους τρόπους.
Διαβάζοντας τις εικόνεςΤο δοκίμιο του Παπαϊωάννου αξιοποιεί τα δύο έργα και τη μεταξύ τους σχέση για να αρθρωθεί ως ένα πολλαπλό σχόλιο πάνω στη σχέση της φωτογραφίας με την πραγματικότητα. Παράλληλα με τους δύο φωτογράφους και τα έργα τους, χολιάζει όλη την εξέλιξη της φωτογραφίας μέσα στον 20ό αιώνα, αναφέρεται σε άλλα έργα, παρεμφερή ή κινούμενα από παρόμοιες αφετηρίες, μιλά για τεχνική και τυπολογία. Αναλύει τη φωτογραφία αντικειμένων και τη λατρεία της μηχανής, της τεχνολογίας και της αστικής ζωής στην αρχή του 20ού αιώνα, τον τρόπο με τον οποίο η φωτογραφία συνδέεται με το μοντερνισμό από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής της, όπως και με το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής και οργάνωσης της κοινωνικής ζωής. Διατρέχει καλλιτεχνικά ρεύματα του πεδίου της φωτογραφίας, σχολιάζει τη φωτογραφία ντοκουμέντο και τη χρήση της στην τέχνη, αλλά και στην προπαγάνδα. Μιλά για την εξέλιξη του βλέμματος που έχει στρέψει προς τον κόσμο η φωτογραφική κάμερα, αλλά και για τους τρόπους με τους οποίους ο κόσμος διαμορφώνει κάθε φορά αυτό το βλέμμα. Κάποιες φορές απομακρύνεται από την επικράτεια της φωτογραφίας, μιλά για την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, την ενημέρωση και τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζεται η πραγματικότητα από ποικίλα μίντια, για τη μετα-αλήθεια της εποχής μας και τις νέες διαστάσεις που δίνει ο ψηφιακός κόσμος στη σχέση φωτογραφίας και πραγματικότητας. Ενίοτε ξεφεύγει λίγο για να αφηγηθεί γοητευτικές ιστορίες και παραλειπόμενα, και άλλοτε ανάμεσα στις γραμμές παρεισφρέουν –διακριτικά– πολιτικά σχόλια ιδιαιτέρως διαυγή. Επιστρέφει όμως ξανά στο θέμα του, στον Blossfeldt (που εδώ λειτουργεί ως εμβληματική μορφή του μοντερνισμού, ο οποίος, όπως λέει ο Παπαϊωάννου, παρά το ριζοσπαστισμό του λειτούργησε ως πολιτισμικό είδωλο του καπιταλισμού) και στον Fontcuberta (που ο μεταμοντερνισμός του τον αναδεικνύει ως έναν κήρυκα της «αμφιβολία[ς] ως λαγαρή[ς] πηγή[ς] γνώσης» και του σκεπτικισμού).
Το «Περί φύσεως και αληθινότητας» είναι ένα γοητευτικό δοκίμιο που διαβάζεται σχεδόν απνευστί, για να καταλήξει σε ένα πολιτικό αλλά και υπαρξιακό ερώτημα: Είναι άραγε εφικτό να υπάρξει ένας νατουραλισμός (δηλαδή μια πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας) απαλλαγμένος από τις παιδικές και χρόνιες ασθένειες της τεχνικής εικόνας και του ανθρώπινου πολιτισμού; Μπορούμε να μάθουμε να διαβάζουμε τις εικόνες, να βλέπουμε πίσω από την κουρτίνα, να διαγιγνώσκουμε την πιθανή πλάνη ή τη προπαγάνδα της όποιας εξουσίας;
Και μια προσωπική παρατήρηση, από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, το δοκίμιο του Παπαϊωάννου με οδήγησε σε μια παράλληλη νοητή (μνημονική) ανάγνωση ενός μυθιστορήματος, του «Ο χάρτης και η επικράτεια» του Μισέλ Ουελμπέκ. Ήμουν σχεδόν σίγουρη πως κάπου θα το έβρισκα μες στις σελίδες του, και φυσικά δεν απογοητεύτηκα. Κατά κάποιον τρόπο, ένιωθα πως μου φώτιζε τον Ουελμπέκ με έναν καινούργιο φως, αποκαλύπτοντας πως και το μυθιστόρημα αφηγείται με το δικό του τρόπο την ίδια ιστορία που αναλύει και το δοκίμιο του Παπαϊωάννου.
Έφη Γιαννοπούλου