Διατήρησαν τα ποσοστά τους οι δυνάμεις της ΑριστεράςΤου Θάνου ΝασόπουλουΜε τη συμμετοχή των φοιτητών να κυμαίνεται σε πιο χαμηλά και από τα περσινά επίπεδα, ολοκληρώθηκαν την Τετάρτη, αργά το βράδυ, οι φετινές φοιτητικές εκλογές. Για ακόμα μια χρονιά πρώτη δύναμη αναδείχθηκε η ΔΑΠ, εκμεταλλευόμενη την υψηλή αποχή, που ξεπέρασε το 50%, αλλά και την πολυδιάσπαση των δυνάμεων της Αριστεράς στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Οι παρατάξεις και τα σχήματα της Αριστεράς διατήρησαν τα ποσοστά τους σε σχέση με τις εκλογές του 2016. Πιο συγκεκριμένα η ΠΚΣ, η παράταξη που πρόσκειται στο ΚΚΕ, παρέμεινε σε επίπεδο πανεπιστημίου στο 20%, ενώ τα ΕΑΑΚ είχαν καταγραφή λίγο πάνω από το 7,5%. Η Αριστερή Ανατρεπτική Συνεργασία, η οποία προέκυψε από την κοινή εκλογική κάθοδο μέρους των ΕΑΑΚ, της ΑΡΕΝ και του ΑΡΔΙΝ, απέσπασε ποσοστό 6,9%, ελάχιστα μειωμένο συγκριτικά με τις εκλογές της προηγούμενης χρονιάς. Τέλος, το Bloco, το δίκτυο Σχημάτων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που στηρίζει η Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, είχε μια μικρή αύξηση, καταφέρνοντας να αποσπάσει ποσοστό μεγαλύτερο από το 1%, παραμένοντας ωστόσο σε χαμηλά νούμερα συγκριτικά με τις υπόλοιπες αριστερές δυνάμεις.
Παρόμοια με την περσινή, ήταν η εικόνα και στα Ανώτατα Τεχνολογικά Ιδρύματα φέτος. Σε σύγκριση βέβαια με τα ΑΕΙ, οι δυνάμεις της Αριστεράς πλην της ΠΚΣ, έχουν πολύ χαμηλότερη καταγραφή από ό,τι στα πανεπιστήμια.
Πέρα από την αποχή, ωστόσο, οι φετινές φοιτητικές εκλογές στιγματίστηκαν και από επεισόδια παρακρατικών. Για την ακρίβεια, ομάδα 30 ατόμων με καλυμμένα τα πρόσωπα τους έκανε επίθεση σε φοιτητές στο Χημείο, ενώ επεισόδια σημειώθηκαν και στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με αποτέλεσμα της πολύωρη διακοπή της εκλογικής διαδικασίας. Τις συγκεκριμένες ενέργειες έσπευσε να καταδικάσει ο υπουργός Παιδείας, Κώστας Γαβρόγλου, τονίζοντας πως «σήμερα είναι μία σημαντική ημέρα για τους φοιτητές που ψηφίζουν, και αυτές οι δημοκρατικές διαδικασίες πρέπει να προστατευθούν».
Η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμούΗ αποχή αναδεικνύει την πολιτική και ιδεολογική επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και των αντιδραστικών δυνάμεων στο χώρο της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Η ΔΑΠ ζητάει, μεταξύ άλλων, την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, την κατάργηση του ακαδημαϊκού ασύλου, όπως και την ίδρυση πανεπιστημιακής αστυνομίας. Από την άλλη, οι δυνάμεις της Αριστεράς, παρότι σε προγραμματικό επίπεδο εν πολλοίς ταυτίζονται, δεν κατάφεραν να υπερβούν τις επιμέρους διαφορές τους και σε πολλά τμήματα κατέβηκαν με 5 ή και 6 διαφορετικά εκλογικά σχήματα.
Σημειώνεται ότι το τελευταίο διάστημα έχουν γίνει από την πλευρά του υπουργείου θετικά βήματα στη τριτοβάθμια εκπαίδευση, που κινούνται αναμφίβολα στην κατεύθυνση ενίσχυσης των φοιτητών, αλλά και των συλλογικών τους διαδικασιών. Η άρση των διαγραφών των φοιτητών, η παραίτηση των συμβουλίων διοίκησης, η δυνατότητα των φοιτητών δεύτερου πτυχίου να παίρνουν δωρεάν συγγράμματα, η παροχή φοιτητικού στεγαστικού επιδόματος σε φοιτητές και φοιτήτριες που σπουδάζουν σε άλλη πόλη και η οικονομική ενίσχυση φοιτητών και φοιτητριών από ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, είναι μερικές από τις πρωτοβουλίες της κυβέρνησης στην προσπάθεια της να ανακόψει την νεοφιλελεύθερη επίθεση στα Πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ.
Παράλληλα, με το νομοσχέδιο που ετοιμάζει το υπουργείο Παιδείας προβλέπεται τόσο η επαναφορά του πανεπιστημιακού ασύλου, όσο και η επιστροφή στο καθεστώς της συνδιοίκησης. Αμφότερες οι πρωτοβουλίες αποτελούσαν πάγια αιτήματα των δυνάμεων της Αριστεράς στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση για να ενισχυθούν οι δημοκρατικές συλλογικές διαδικασίες, αλλά και οι φοιτητικές εκλογές.
Το πρόσημο για ακόμα μια χρονιά παραμένει αρνητικό. Η Αριστερά, παρότι αθροιστικά καταγράφει αξιοσημείωτα ποσοστά, δεν μπορεί να κερδίσει την αποχή και τις μεθοδεύσεις των αντιδραστικών και συντηρητικών δυνάμεων. Δυσάρεστο είναι, ωστόσο, και το γεγονός πως οι φοιτητικοί σύλλογοι δεν μπορούν να περιφρουρήσουν σε πολλές περιπτώσεις τις διαδικασίες τους από την επίθεση παρακρατικών κουκουλοφόρων, γεγονός που λειτουργεί ενισχυτικά υπέρ της ανοδικής τάσης της αποχής. Αρκεί άραγε ένα προοδευτικό νομοσχέδιο για να ανασυνταχθεί το φοιτητικό κίνημα και να ανασυγκροτήσει τις συλλογικές του διαδικασίες;