Του Τζουλιάνο ΜπατιστόνΟταν βλέπεις την Ευρώπη από την Καμπούλ, από τη Βαγδάτη, από τη Δαμασκό, από το Κάιρο, μοιάζει διαφορετική. Δεν έχει την καθησυχαστική όψη κάποιου που επικαλείται και προωθεί τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη και τα δικαιώματα, αλλά την απειλητική όψη κάποιου που είναι ικανός για όλα, προκειμένου να διατηρήσει τα προνόμιά του. Ακόμη και για πόλεμο, τόσο τον άμεσο, με στρατό ξηράς, με ειδικές δυνάμεις ή με βομβαρδισμούς από αέρος, όσο και τον έμμεσο, με το εμπόριο όπλων, την υλικοτεχνική στήριξη των διεθνών συνασπισμών ή των προθύμων, τη συνενοχή με αιμοβόρα και καταπιεστικά καθεστώτα. Ο Πολ Ρότζερς, ομότιμος καθηγητής των Σπουδών Ειρήνης του βρετανικού Πανεπιστημίου του Μπράντφορντ, μας υπενθυμίζει πόσο σημαντικό είναι να υιοθετήσει κανείς την άποψη των «άλλων», εκείνων των «άλλων» που συχνά κατηγορούμε ότι δεν είναι αρκετά ευγνώμονες. Ο καθηγητής Ρότζερς είναι ειδικός στην παγκόσμια ασφάλεια, υπογράφει συχνά το Opendemocracy, και πριν λίγους μήνες δημοσίευσε το βιβλίο «Irregular Wars. ISIS and the New Threats from the Margins». Είναι ένα χρήσιμο βιβλίο, με μια νέα προσέγγιση, γιατί κάνει αυτό που λίγοι έχουν κάνει μέχρι σήμερα: τοποθετεί την παγίωση μη κρατικών ένοπλων ομάδων, όπως το Ισλαμικό Κράτος, μέσα σε μια προοπτική μακράς περιόδου, στην οποία η πολιτική οικονομία μετρά περισσότερο από τις ιδεολογίες, οι ανισορροπίες και οι αντιθέσεις του συστήματος διεθνών σχέσεων μετράνε περισσότερο από τον ισλαμικό ριζοσπαστισμό.
Ο Ρότζερς έχει μια σαφή και ανησυχητική θεωρία: ισχυρίζεται ότι τις μη κρατικές ένοπλες ομάδες –από τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν μέχρι το Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και στη Συρία, από τη Μπόκο Χαράμ στη Νιγηρία μέχρι την Αλ Σαμπάμπ στη Σομαλία, από τους ναξαλίτες στην Ινδία μέχρι τους μαοϊκούς στο Νεπάλ– πρέπει να τις δούμε όχι ως αιτία, αλλά ως συμπτώματα των δομικών παθολογιών του παγκόσμιου συστήματός μας, στο οποίο πρωταγωνιστεί η Ευρώπη. Για να ανιχνεύσει την πηγή αυτών των παθολογιών, ο Ρότζερς ξεκινά από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και από τη συνεπαγόμενη μετάβαση στο ενιαίο μοντέλο ελεύθερης αγοράς. Μια μετάβαση που γέννησε πλούτο, μεγέθυνση και ευημερία για ένα σημαντικό κομμάτι του παγκόσμιου πληθυσμού (ενάμιση δισεκατομμύριο άτομα), αλλά σίγουρα μειοψηφικό, αφήνοντας πίσω τον υπόλοιπο πλανήτη, στο περιθώριο. Σ’ αυτό το «περιθώριο», στο οποίο γεννιούνται οι νέες ένοπλες εξεγέρσεις.
Το περιθώριο της ΕυρώπηςΓια τον Πολ Ρότζερς, η ομάδα του Αλ Μπαγκντάντι αντιπροσωπεύει «ένα είδος κινήματος που θα γίνεται όλο και πιο κοινό στις επόμενες δύο ή τρεις δεκαετίες: μια εξέγερση από το περιθώριο προς το εσωτερικό ενός παγκόσμιου συστήματος, που χαρακτηρίζεται από μια σειρά στοιχείων που τροφοδοτούν μια σύγκρουση που θα κυριαρχήσει στις διεθνείς σχέσεις, εκτός εάν αντιμετωπιστούν οι δομικές αιτίες». Επίσης, ισχυρίζεται ότι στις προσεχείς δεκαετίες «θα αναπτυχθούν νέα κοινωνικά κινήματα με μια φύση ουσιαστικά αντι-ελίτ, που θα λάβουν στήριξη από τον πληθυσμό που βρίσκεται στο περιθώριο». Ανάλογα με το πλαίσιο, θα μπορέσουν να ριζώσουν σε διαφορετικές πολιτικές ιδεολογίες, πίστεις, εθνικές ή πολιτιστικές ταυτότητες, ή σε ένα σύνθετο συνδυασμό αυτών των στοιχείων, αλλά το κοινό τους χαρακτηριστικό θα είναι «η αντίθεση με τα υπάρχοντα κέντρα εξουσίας». Μια αντίθεση που γεννιέται από μια αυξανόμενη δυσφορία, κυρίως στον αποκαλούμενο Νότο του πλανήτη, όπου η «επανάσταση των αναπτυσσόμενων προσδοκιών», σε σύνδεση με τη μαζική σχολική φοίτηση από τη δεκαετία του ‘60 και έπειτα, μεταφράστηκε σε μια «επανάσταση διαψευσμένων προσδοκιών», που συμβαδίζει με την ιδέα ότι το τέλος της εποχής του αποικισμού άφησε μόνο μια παγίωση «ενός οικονομικού και εμπορικού συστήματος που ήταν, και παραμένει, προς κύριο όφελος της Δύσης».
Ο συνδυασμός μεταξύ των συστημικών τάσεων αποκλεισμού και συγκέντρωσης πλούτου, που χαρακτηρίζει το οικονομικό νεοφιλελεύθερο μοντέλο, και των όλο και πιο φανερών συνεπειών της οικολογικής κρίσης του πλανήτη, μας οδηγούν σε ένα νέο παγκόσμιο κίνδυνο, πολύ πιο ρεαλιστικό από την υποτιθέμενη σύγκρουση πολιτισμών μεταξύ της Δύσης και του ισλαμικού κόσμου: στην είσοδο σε μια «εποχή ξεσηκωμών» σε «ένα εύθραυστο, ασταθές παγκόσμιο περιβάλλον, με αυξανόμενη βία και άτακτους πολέμους». Για το ευρω-ατλαντικό σύστημα και για την Ευρώπη, η πρόκληση είναι τεράστια. Γιατί, όπως υπενθύμιζε πριν από χρόνια ο κοινωνιολόγος Βόλφγκανγκ Σαξ, «δεν θα μπορέσουμε να περιφρουρήσουμε τη βιόσφαιρα, χωρίς να εγκαταλείψουμε την ηγεμονία του Βορρά στην παγκόσμια πολιτική». Για να το κάνουμε, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο ευρω-ατλαντικός πολιτισμός οφείλει την ανάπτυξή του σε μοναδικές ιστορικές περιστάσεις, «στην εκμετάλλευση της οικονομικά και οικολογικά καθοριστικής τομής μεταξύ οργανικής οικονομίας και μεταλλευτικής οικονομίας». Αυτή η τομή, από την οποία προήλθε η βιομηχανική επανάσταση, είναι ανεπανάληπτη.
Αναβίωση ενός απαρχαιωμένου δόγματοςΑπό τη στιγμή που η συνεπαγόμενη ηγεμονία άρχισε να τρίζει κάτω από τα πόδια της, η Ευρώπη αντιδρά σπασμωδικά. Αντί να οικοδομήσει τις βάσεις για μια νέα μετάβαση –που θα αντικαταστήσει μια παμφάγα σε πόρους οικονομία, με μια οικονομία που να ξέρει να σέβεται το μεταβολισμό υλικών με τη φύση και να εξισορροπεί τις παγκόσμιες ανισορροπίες– εμπιστεύεται ένα παλιό σκουριασμένο εργαλείο: τον πόλεμο, την πολιτική που περιορίζεται στην άσκηση ισχύος, στην κυριαρχία και στην καταπίεση. Για να χρησιμοποιήσουμε τους όρους που υιοθετεί ο Πολ Ρότζερς, πρόκειται για το «παράδειγμα του ελέγχου», για το παράδειγμα, δηλαδή, που βλέπει τη στρατιωτική ισχύ σαν ύστατο εγγυητή της παγκόσμιας ασφάλειας. Κρίνοντάς τον σήμερα, 16 χρόνια μετά τις επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους, ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία γίνεται τραγικά παραδειγματικός, μια αληθινή επιστροφή στο παρελθόν. Μια επιστροφή στις αρχές του 1900, όταν στην εξωτερική πολιτική κυριάρχησε η εξίσωση μεταξύ ρεαλισμού και μιλιταρισμού, δηλαδή η ιδέα ότι η ασφάλεια και η σταθερότητα μιας χώρας μπορούν να εξασφαλιστούν με το δυναμικό του πολέμου, με την ισχύ αποδεσμευμένη από το δίκαιο, με τη δυνατότητα άσκησης βίας με απόλυτο τρόπο, κυριολεκτικά legibus solutus (ΣτΜ αποδεσμευμένη από τους νόμους).
Το πολεμικό παράδειγμα, που θεωρήθηκε παρωχημένο αμέσως μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και τη σύνδεση ειρήνης και δικαιωμάτων, από τη δεκαετία του ’90 επανήλθε ως κανονικό εργαλείο και περάσαμε, και στην Ευρώπη, από τη νομική κρίση στην ηθική κρίση του πολέμου: δεν υπάρχει πλέον η διάκριση μεταξύ νόμιμων και παράνομων πολέμων, αλλά η διάκριση μεταξύ δίκαιων και άδικων πολέμων. Με τον πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία, στη συνέχεια, ολόκληρη η νομική νεωτεριστικότητα εξέλιπε και αντικαταστάθηκε από τον αγώνα του καλού ενάντια στο κακό. Όμως το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Λιβύη αποδεικνύουν ότι εκείνο το «καλό» τροφοδότησε το «κακό». Το «παράδειγμα του ελέγχου» είναι παρωχημένο, αναποτελεσματικό, αντιπαραγωγικό. Ο μοναδικός πραγματικά αποτελεσματικός δρόμος πάει προς την αντίθετη κατεύθυνση: προς τη δημιουργία ενός μετα-μιλιταριστικού παγκόσμιου σκηνικού και σε «μια αντίληψη μιας παγκόσμιας τάξης βασισμένης πάνω σε μια μη βίαιη γεωπολιτική», όπως λέει ο Ρίτσαρντ Φαλκ. Η Ευρώπη θα μπορούσε να υποδείξει το νέο δρόμο. Ακολουθεί, όμως, τον παλιό. Τις παλιές σχιζοφρένειες, που την κάνουν να φαίνεται απειλητική στα μάτια των «άλλων». Όταν τη βλέπεις από την Καμπούλ, για παράδειγμα, η Ευρώπη δεν έχει την καθησυχαστική όψη κάποιου που προωθεί τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, τα δικαιώματα, αλλά την ανέντιμη και υποκριτική όψη κάποιου που εξανάγκασε την κυβέρνηση της Καμπούλ σε μια συμφωνία με τη θηλιά στο λαιμό: λεφτά για την ανοικοδόμηση και την ανάπτυξη με αντάλλαγμα τον επαναπατρισμό των «πλεοναζόντων» αφγανών μεταναστών. Γιατί υποτίθεται ότι το Αφγανιστάν είναι ασφαλές. Όμως, οι ευρωπαίοι στρατιώτες είναι ακόμη εκεί.
Μετάφραση από το Sbilanciamoci:Τόνια Τσίτσοβιτς