Ο πρόεδρος της Βραζιλίας, Μισέλ Τεμέρ, αναγκάστηκε κάτω από τη λαϊκή κατακραυγή να πάρει πίσω το διάταγμα με το οποίο ανέθετε στο στρατό να βγει στους δρόμους για να καταστείλει τις διαδηλώσεις, που είχαν εκδηλωθεί στις μεγάλες πόλεις και ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα της χώρας. Τις διαδηλώσεις είχαν οργανώσει τα συνδικάτα και τα κοινωνικά κινήματα κατά των «μεταρρυθμίσεων» του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος και της κατάργησης των εργασιακών δικαιωμάτων. Το διάταγμα ήταν ασφαλώς «μια πράξη απελπισίας από την πλευρά του προέδρου», που βρίσκεται αντιμέτωπος με πολλές κατηγορίες για διαφθορά και θεωρείται ότι παράνομα βρίσκεται στη θέση από τη μεγάλη πλειοψηφία των Βραζιλιάνων, που ζητούν να γίνουν άμεσα εκλογές.
Η ενέργεια αυτή, να βγει ο στρατός στους δρόμους, –«πέρασε από «τη μιντιακή συμμαχία» σχεδόν απαρατήρητη– στις σημερινές συνθήκες μιας οξυμένης πολιτικής και οικονομικής κρίσης της Βραζιλίας (της χώρας που έχει υποστεί τις συνέπειες, στη διάρκεια δυο δεκαετιών, μιας στρατιωτικής δικτατορίας, μετά το πραξικόπημα που στηρίχτηκε από τις ΗΠΑ το 1964), αποτελεί βάναυση πρόκληση. Ο στρατός κλήθηκε να βγει από τα στρατόπεδα για να «επιβάλει την τάξη που είχε διασαλευτεί», σύμφωνα με το διάταγμα και «να προστατεύσει τη δημόσια περιουσία». Έτσι βρέθηκαν στρατιώτες να περιφρουρούν δημόσιες υπηρεσίες και υπουργεία!
Η αντίδραση, όμως, από συνδικάτα, κόμματα αριστερά και κοινωνικές οργανώσεις ανάγκασαν το στρατηγό Εντουάρντο Ντα Κόστα Βίλλας Βοας, αρχηγό του στρατού της Βραζιλίας, να διακηρύξει, λίγο μετά τη δημοσίευση του διατάγματος, ότι «η δημοκρατία μας δεν κινδυνεύει». Για να καθησυχάσει τον κόσμο που είδε τους στρατιώτες στους δρόμους, προχώρησε γρήγορα σε συνέντευξή και εξέφρασε τη διαφωνία του με την έκδοση του διατάγματος. Ωστόσο, παραδέχτηκε πως στο προεδρικό μέγαρο και στο γενικό στρατηγείο επικρατούσε μια ατμόσφαιρα «μεγάλης αβεβαιότητας» λόγω της μαζικότητας των κινητοποιήσεων, και όχι από τις βίαιες πράξεις μεμονωμένων ατόμων, αλλά και «σοκ» από τις αποκαλύψεις που φέρνουν τον Τεμέρ να εμπλέκεται σε σκάνδαλα, για τα οποία η δικαιοσύνη έχει διατάξει έρευνα.
Η χειρότερη κρίση στην ιστορία της χώραςΤα βαθύτερα αίτια, όμως, της ανησυχίας που αισθάνεται η κυβέρνηση του Μισέλ Τεμέρ και οι κύκλοι που τον βοήθησαν να πάρει την εξουσία, με το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, τον Αύγουστο του 2016, κατά της προέδρου Ντίλμα Ρουσέφ, προέδρου του Εργατικού Κόμματος, έγκειται στο γεγονός ότι η Βραζιλία περνάει τη χειρότερη οικονομική και πολιτική κρίση στην ιστορία της. Τα μέτρα που έχει πάρει η κυβέρνηση -αλλά και αυτά που προτίθεται να επιβάλει– έχουν οδηγήσει την οικονομία σε βαθιά ύφεση, την ανεργία στα ύψη, χωρίς να διαφαίνονται σημάδια ανάκαμψης. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η Βραζιλία και χώρες της Λατινικής Αμερικής είχαν αποφύγει τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 2008. Μιας κρίσης που στάθηκε η αφορμή να επιβληθούν τα μέτρα λιτότητας, με καταστροφικά αποτελέσματα στις ευρωπαϊκές χώρες, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, υπό την επίβλεψη του ΔΝΤ. Εξάλλου το ίδιο το Ταμείο αναγνωρίζει, με βάση τις εμπειρίες, την αναποτελεσματικότητα των μέτρων.
Το πάγωμα για είκοσι χρόνια των κοινωνικών δαπανώνΑν και για διαφορετικές αιτίες έχει εκδηλωθεί σήμερα η κρίση, χώρες της Λατινικής Αμερικής «βομβαρδίζονται με τα ίδια μέτρα λιτότητας», αναφέρει η Γκρατσιέλα Νταβίντ στο σαιτ «M.ca» και προσθέτει ότι το ΔΝΤ «βοηθάει» να επιβληθούν προγράμματα προσαρμογής στην περιοχή αυτή. Η Βραζιλία χαρακτηρίζεται από την ένταση, την πυκνότητα και τη σκληρότητα των μέτρων.
Από τα πολυάριθμα αυτά μέτρα, τα πιο προβληματικά, «διαστροφικά» αναφέρει η αναλύτρια, είναι οι τροποποιήσεις στο σύνταγμα, με τις οποίες διαμορφώνεται ένα νέο φορολογικό καθεστώς, που καθιερώνει από το 2017 το περίφημο πλαφόν για τις πρωτογενείς δαπάνες.
Δηλαδή, όλες οι κοινωνικές δαπάνες από το 2017 θα πρέπει να είναι αντίστοιχες με αυτές του 2016… και η ιστορία αυτή θα συνεχιστεί για είκοσι χρόνια. Με άλλα λόγια, με το σύστημα αυτό επιδιώκεται να παγώσουν οι κοινωνικές δαπάνες για μια 20ετία. Έτσι ώστε μελλοντικά μια δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση δεν θα έχει καμία δυνατότητα να χαράζει και να ακολουθήσει μια άλλη πολιτική, σύμφωνα με τη νέα συνταγματική επιταγή. Με αυτή την επιταγή καθίσταται σχεδόν αδύνατη η όποια, επιπλέον, κοινωνική δαπάνη και συνεπώς και η οικονομική ανάπτυξη για την ικανοποίηση των νέων κοινωνικών αναγκών. Αυτή τη λογική καταδικάζει με την έκθεση της η Ειδική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του ΟΗΕ. Γιατί με αυτή την τροποποίηση «θίγονται τα πιο φτωχά και ευαίσθητα στρώματα και αυξάνονται οι ανισότητες σε μια κοινωνία που πάσχει από αυτές».
Ζητούν την παραίτηση ΤεμέρΤο ερώτημα που τίθεται ανοιχτά στη Βραζιλία είναι: πώς μπορεί να αντέξει η κυβέρνηση την κοινωνική πίεση; Όταν μάλιστα έχει εμπλακεί σε σκάνδαλα. Οι σύμμαχοί της, όπως το Δημοκρατικό Βραζιλιάνικο Κίνημα (κέντρο), παίρνει αποστάσεις. Και το Βραζιλιάνικο Σοσιαλιστικό Κίνημα (κεντροαριστερά) ζητάει την παραίτηση του προέδρου. «Ο Τεμέρ έχασε την ικανότητα να κυβερνάει», με τον τίτλο αυτό κυκλοφόρησε τελευταία μεγάλη βραζιλιάνικη εφημερίδα. Ωστόσο, τα κόμματα της αριστεράς, το Κόμμα των Εργατών του Λούλα και της Ρουσέφ και το Βραζιλιάνικο Κομμουνιστικό Κόμμα, εκφράζουν το φόβο τους ότι ο Τεμέρ θα κρατηθεί στην εξουσία για να περάσει με κάθε κόστος τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις, γι’ αυτό εξάλλου όσοι τον έφεραν στην εξουσία, δεν φαίνεται να υποχωρούν. Η λογική αυτή τους οδηγεί εκτός δημοκρατικού πλαισίου και εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την πορεία της χώρας.
Μ. Κοβάνης