Του Ανέστη ΤαρπάγκουΣε όλες σχεδόν τις πλευρές του πολιτικού φάσματος (από τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ), η «ανάπτυξη» τοποθετείται στο επίκεντρο των θέσεων και προσανατολισμών τους, που στις περισσότερες περιπτώσεις συνοδεύεται από την αναφορά στην «παραγωγική ανασυγκρότηση». Υπονοείται, δηλαδή, ότι η ελληνική οικονομία χρειάζεται να τεθεί σε αναπτυξιακή τροχιά, στο βαθμό που έχει υποστεί μια πολύχρονη ύφεση με αρνητικούς ρυθμούς «ανάπτυξης», και ότι επειδή έχει «στρεβλά» χαρακτηριστικά, αυτά χρειάζεται να ανασυγκροτηθούν, έτσι ώστε η παραγωγική διαδικασία στη χώρα να προσλάβει «ορθολογικά» χαρακτηριστικά. Εντούτοις εδώ και μια σχεδόν δεκαετία, από την έκρηξη της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης του 2008, και παρ’ όλες τις ετήσιες προβλέψεις ότι από τον επόμενο χρόνο θα επέρχονταν η «ανάπτυξη», πράγμα που συνέχεια διαψεύδεται από τις εξελίξεις, το μόνο που έχει επιτευχθεί είναι η μετάβαση από τους αρνητικούς αναπτυξιακούς ρυθμούς στη μηδενική στασιμότητα (0% - 1%).
Ως αιτιολογία της σημερινής «υπανάπτυξης» προβάλλεται η επίκληση της «κρίσης», κατά έναν τρόπο αφηρημένο και ουδέτερο, είτε οι «εσφαλμένες» πολιτικές των κομμάτων της μνημονιακής διαχείρισης, είτε η επιβολή της συνεχούς λιτότητας, η οποία και απαιτείται να τερματιστεί, τη στιγμή που ψηφίστηκε και τέταρτο μνημόνιο που συνεχίζει την υφεσιακή πολιτική, είτε η συνεχής εφαρμογή των μνημονιακών νόμων και ρυθμίσεων, είτε η λειτουργία των όρων της ζώνης του ευρώ, που παράγει εκ της φύσεώς της την «υπανάπτυξη». Μ’ αυτό τον τρόπο συσκοτίζονται οι αφετηρίες της επταετούς μέχρι σήμερα οικονομικής καταστροφής του ενός τετάρτου του παραγωγικού δυναμικού.
Η περίοδος της κερδοφορίαςΠραγματικά ο ελληνικός καπιταλισμός, εν αντιθέσει με την πρώτη δεκαετία του 2000 που είχε ενταχθεί στην ΟΝΕ και στην ευρωζώνη, βρέθηκε εξαιτίας της κρίσης υπερσυσσώρευσης σε εξαιρετικά δυσμενή θέση. Έτσι, από το 2000 μέχρι το 2010, το ελληνικό επιχειρηματικό κεφάλαιο καταγράφει μια σταθεροποιημένη τροχιά σ’ ένα περιβάλλον ετήσιας ανάπτυξης που φτάνει το 3% του ΑΕΠ. Παίρνοντας υπ’ όψιν και τους τέσσερις βασικούς παραγωγικούς τομείς (βιομηχανία, εμπόριο, τράπεζες, λοιπές υπηρεσίες), το ενεργητικό τους σχεδόν διπλασιάζεται σ’ αυτή τη δεκαετία, (από τα 334 δισ. ευρώ στα 634 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβάνοντας όμως και τον κερδοφόρο τότε τραπεζικό τομέα). Η κερδοφορία του εταιρικού τομέα της οικονομίας διατηρείται σε ένα σταθερό επίπεδο των 11 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ ο δείκτης αποδοτικότητας του κεφαλαίου εμφανίζεται σαφώς θετικός σε ποσοστό περί το 11%. Από εκεί και πέρα ήταν η αδυναμία κερδοφόρου αξιοποίησης ενός πλεονάζοντος μέρους του κεφαλαίου και η έναρξη της πορείας κατακρήμνισης των κερδών της μεγάλης πλειονότητας των επιχειρήσεων.
Η περίοδος της εκκαθάρισηςΈτσι, από το 2010 τίθενται σε κίνηση οι εκκαθαριστικοί μηχανισμοί της κρίσης, δηλαδή ξεκινά η απαξίωση και η εξουδετέρωσ�� των πλέον ζημιογόνων κεφαλαίων (μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων και τριπλασιασμός του ποσοστού της ανεργίας), και επιβάλλεται η εφαρμογή των αλλεπάλληλων μνημονίων με κύριο αντικείμενο: αφενός την επιβολή δρακόντειων δημοσιονομικών ρυθμίσεων, που να διασφαλίζουν την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους (που η αστική τάξη αποκλειστικά δημιούργησε δια μέσου των πολιτικών και κρατικών της εκπροσώπων), και αφετέρου τη σταδιακή υποβάθμιση και απορρύθμιση της εργασίας (ενεργών εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων, νεολαίας). Ήδη από το 2010 η κερδοφορία των ελληνικών εταιριών μετατρέπεται σε ζημίες ύψους -3,8 δισ. ευρώ και αρνητική αποδοτικότητα του κεφαλαίου (-3,5%), ενώ το 2011 διευρύνεται σε -7,6 δισ. ευρώ και ακόμη μεγαλύτερη μείωση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου (-6,8%).
Η περίοδος της αποκατάστασης της κερδοφορίας Η αστική πολιτική εξουσία, σε πλήρη σύμπλευση με τα ευρωπαϊκά οικονομικά κέντρα, επιφορτίστηκε το έργο της αποκατάστασης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, με μια διαδικασία που ενώ διασφάλιζε αυτό το στόχο, ταυτόχρονα επέφερε την υποβάθμιση της μισθωτής εργασίας και την εξαθλίωση των λαϊκών τάξεων. Αυτό υλοποιήθηκε με την πολιτική των μνημονίων, πολιτική που συνεχίζεται με αμείωτη ένταση και σήμερα, προκαλώντας τη μείωση των μισθών, την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, το συνεχές ροκάνισμα των συντάξεων, την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, την υπέρμετρη λαϊκή φορολόγηση κλπ. Η σταθερή και άκαμπτη αυτή πολιτική άρχισε να αποδίδει καρπούς σταδιακά στην πενταετία 2010–15, αποκαθιστώντας την κερδοφορία της πλειονότητας των ελληνικών επιχειρήσεων από το 2015.
Έτσι, στην τελευταία καταγεγραμμένη οικονομική χρήση του 2015, παρόλο που το ΑΕΠ παρουσίασε στασιμότητα, και παρόλο που ο συνολικός κύκλος εργασιών 16.168 επιχειρήσεων (από τις 23 χιλιάδες συνολικά) μειώθηκε κατά 3% από τα 131,6 δισ. ευρώ του 2014 στα 127,9 δισ. ευρώ, εντούτοις καταγράφηκε αύξηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας εξαιτίας κυρίως της μείωσης του κόστους των πωλήσεων (εργατικό κόστος). Τα συνολικά μικτά κέρδη αυξήθηκαν κατά 9%, φτάνοντας τα 27 δισ. ευρώ. Ως εκ τούτου, σηματοδοτήθηκε μια εντυπωσιακή επάνοδος στην κερδοφορία, με εγγραφή κερδών (προ φόρων) 2,1 δισ. ευρώ σε σχέση με τα 196 εκ. ευρώ του 2014, και με το 62% των επιχειρήσεων σε κερδοφορία. Αν τώρα πάρουμε το σύνολο του εταιρικού τομέα της οικονομίας (23 χιλιάδες επιχειρήσεις), και δούμε αποκλειστικά τις κερδοφόρες, τότε προκύπτει μια καθαρή κερδοφορία 6,7 δισ. ευρώ το 2015 από 5,7 δισ. ευρώ το 2014 (το 38% των εταιριών που ήταν ζημιογόνες κατέγραψαν ζημίες 4,4 δισ. ευρώ και 5,4 δισ. ευρώ αντίστοιχα).
Ανάταξη με υποβάθμιση της εργασίαςΠροκύπτει έτσι ότι η ανάταξη και λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας γίνεται στη βάση της ολοσχερούς μνημονιακής υποβάθμισης της μισθωτής εργασίας. Αυτό πλέον αντιπροσωπεύει μια ακλόνητη σταθερά στην πολιτική των αστικών κομμάτων και στην κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ. Οποιαδήποτε ενδεχόμενη ριζοσπαστική αποκατάσταση μισθών, συντάξεων, δικαιωμάτων κλπ. θα τροποποιήσει ριζικά τους όρους της αναπαραγωγής της αστικής τάξης. Η καπιταλιστική ανάκαμψη έγινε και συνεχίζει να πραγματοποιείται με μια συστηματική αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος της εργατικής τάξης και προς όφελος των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Γι’ αυτό, οποιαδήποτε μορφή «ανάπτυξης» και αν προκύψει, δεν θα βασίζεται παρά στην μετατροπή του ελληνικού χώρου σε μια τεράστια ειδική οικονομική ζώνη, κατά τα βουλγαρικά και ρουμανικά πρότυπα.
Εκείνο που στην πραγματικότητα συμβαίνει, είναι η παράταση της οικονομικής στασιμότητας, με συνεχή όμως μείωση και υποβάθμιση της μισθωτής εργασίας. Μια στασιμότητα (ακόμα και ενδεχόμενη μικρή αναπτυξιακή ανάκαμψη) όπου διασφαλίζεται η σχετική καπιταλιστική κερδοφορία με την συνεχή μείωση του εργατικού κόστους. Βέβαια, μια τέτοια κατάσταση, ενώ διασφαλίζει την αναπαραγωγή των κερδοφόρων κεφαλαίων, συνεχίζει να είναι ζημιογόνος για σημαντικό μέρος (38%) των επιχειρήσεων, από τις οποίες ένα μέρος θα συνεχίσει να εκκαθαρίζεται (η ανεργία θα παραμένει σταθερά σε υψηλά επίπεδα), ενώ ένα άλλο επιχειρεί το πέρασμά του στην κερδοφορία με την κοινωνική υποβάθμιση των εργαζομένων και σχετικές αναδιαρθρώσεις.
Οικονομική ανάπτυξη με κοινωνική υπανάπτυξηΣε κάθε περίπτωση με τα υπάρχοντα δεδομένα (υποτίμηση της εργασίας και αποπληρωμή τόκων και χρεολυσίων του δημόσιου χρέους), η όποια «ανάπτυξη» θα κινείται σε μηδενικά σχεδόν επίπεδα, με σαφείς συνέπειες στη στασιμότητα του ΑΕΠ, την διατήρηση της μεγάλης ανεργίας, τους εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς, τη συρρίκνωση της κατανάλωσης, την αναπαραγωγή δηλαδή ενός κοινωνικού τέλματος, εντός του οποίου, όμως, η πλειονότητα των κεφαλαίων έχει κατορθώσει να αναταχθεί και να διασφαλίζει μια κερδοφορία. Κατά συνέπεια, η επίκληση της «ανάπτυξης» έχει κυριολεκτικά μυθολογικά και προσχηματικά χαρακτηριστικά: η αναφορά στις επενδύσεις ξένων κεφαλαίων, που θα επιφέρουν την οικονομική αναζωογόνηση, ανήκει στην ίδια φαντασιακή επιχειρηματολογία. Κι’ αυτό γιατί δεν είναι τα κεφάλαια που λείπουν από την ελληνική οικονομία, τα οποία και υπάρχουν, αλλά δεν επενδύονται λόγω της εξαιρετικά περιορισμένης ζήτησης προϊόντων και υπηρεσιών εξαιτίας της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών. Επιπρόσθετα, αυτό, κι αν ακόμη συμβεί, απαιτεί ως προϋπόθεση την εξολοκλήρου συντριβή της αμοιβής και των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης, όπως και την πλήρη ιδιωτικοποίηση των δημόσιων δραστηριοτήτων. Τέλος, τέτοιες επενδύσεις απαιτούν την ύπαρξη ενός υψηλά εξειδικευμένου και αποτελεσματικού «συλλογικού εργάτη», πράγμα που έχει σήμερα διαταραχθεί λόγω του κλεισίματος πολλών επιχειρήσεων και εξ αιτίας της αναγκαστικής μετανάστευσης του νέου επιστημονικού και τεχνικού δυναμικού της χώρας.
Άρα, με τη διατήρηση των υπαρκτών και ακλόνητων για την αστική πολιτική σταθερών παραμέτρων της κοινωνικής υποτίμησης της εργασίας και της συνεχούς αφαίμαξης της οικονομίας από την εξυπηρέτηση του υπέρμετρου δανεισμού, δεν πρόκειται να δρομολογηθεί κανενός είδους αναπτυξιακή ανάκαμψη, σταθεροποιώντας μια κατάσταση στασιμότητας. Η ιδιοποίηση της σύγχρονης καπιταλιστικής κερδοφορίας, παράλληλα με τη μεταφορά εισοδήματος από την ελληνική κοινωνία στο τοκογλυφικό κεφάλαιο των δανειστών, εκ των πραγμάτων αναπαράγει το τέλμα και το αδιέξοδο.
Συνεπώς, η θέση της ελληνικής οικονομίας σε αναπτυξιακή τροχιά απαιτεί ισχυρές τομές στην ίδια τη δομή της καπιταλιστικής παραγωγής, την απαρχή και συνέχιση του μετασχηματισμού των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, πράγμα που προϋποθέτει βαθιές τροποποιήσεις του ταξικού και πολιτικού συσχετισμού των δυνάμεων, ταυτόχρονα προφανώς με την παύση πληρωμών και τη ριζική απομείωση του δημόσιου χρέους, που η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρ’ όλη την ψήφιση δύο μνημονίων μέσα σε ένα χρόνο, βρίσκεται σε σχετική αδυναμία να προωθήσει. Η τροποποίηση των παραγωγικών σχέσεων προβάλλει ως μοναδική εναλλακτική λύση για την απελευθέρωση και την πλήρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.