Αν πιστέψουμε όσους ασχολήθηκαν σχετικά σοβαρά με τις πρόσφατες διαδικασίες της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, βήμα ανασυγκρότησης τμήματος του πολιτικού κέντρου έγινε στη βάση μιας συμφωνίας. Οι βασικές τάσεις του ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ, το ΚΙΔΗΣΟ κ.λπ. συμφώνησαν πως κατεύθυνση του νέου σχήματος είναι η ριζική αντιπαλότητα με τον ΣΥΡΙΖΑ και η επιθυμητή συνεργασία με τη ΝΔ.
Οι συνέπειες της δεξιάς στροφήςΑυτή η κατάληξη θα μπορούσε να θεωρηθεί και αναμενόμενη για δύο τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, επειδή οι ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων και κινήσεων της ΔΗΣΥ θεωρούν ότι η ελπίδα για δική τους ενίσχυση θα είναι αποτέλεσμα της αποδυνάμωσης του ΣΥΡΙΖΑ. Δεύτερον, επειδή οι ίδιες αυτές ηγεσίες βλέπουν ότι οι στελεχικές κυρίως δυνάμεις που έχουν στη διάθεσή τους και αυτές που επιδιώκουν να συσπειρώσουν, είναι ό,τι πιο συντηρητικό έχει μείνει στον κεντρώο πολιτικό χώρο, που έχει χάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την αίσθηση συγγένειας με την αριστερά.
Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο κ. Πέτρος Μακρής, που αρθρογραφεί συχνά από τις στήλες των «Νέων» δίνοντας γραμμή, συνιστά στην κ. Φώφη Γεννηματά, την οποία επαινεί για τη στάση της έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, να μη χρησιμοποιεί πια τον όρο «κεντροαριστερά». Όπως εξηγεί, «το δεύτερο συνθετικό τής λέξης έγινε από τον ΣΥΡΙΖΑ βρώμικη λέξη (…) και είναι προτιμότεροι οι όροι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, προοδευτικό κέντρο».
Η άποψη αυτή δεν εκφράζει απλώς μια αυθαίρετη επιθυμία ή επιλογή. Εκφράζει και μια εκτίμηση, ότι θα είναι μάλλον ατελέσφορη η απεύθυνση στο τμήμα εκείνο του εκλογικού σώματος, το οποίο δεν έχει αποσαφηνίσει τη στάση του απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν μετακινείται και προς τα δεξιά.
Ανησυχίες και αντιφάσειςΗ εκτίμηση αυτή και οι πιθανές συνέπειές της στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση φαίνεται ότι έχουν αρχίσει να ανησυχούν όσους έχουν αίσθηση του τι συμβαίνει στην πιάτσα και όχι στα σχέδια επί χάρτου. Μεταξύ αυτών και τον κ. Πρετεντέρη, ο οποίος έχει δώσει μάχες για να αποκλειστεί με το σαφέστερο τρόπο η συνεργασία του κέντρου με τον ΣΥΡΙΖΑ. Για πρώτη φορά εγκαταλείπει την επιθετική καθαρότητα της συντηρητικής τοποθέτησής του και επιχειρεί να θολώσει κάπως τα ύδατα: «Το ερώτημα με ποιον θα πάει η κεντροαριστερά είναι ανόητο, άκαιρο και ανιστόρητο», υποστηρίζει τώρα («Τα Νέα» 6/7). Αυτό που τον ενδιαφέρει πιο πολύ, προφανώς, είναι το «άκαιρο».
Κι αυτό γιατί έχει ήδη αρχίσει να διαφαίνεται πως η σκληρή γραμμή έχει σοβαρό πρόβλημα. Η ξεκάθαρη και προκλητική διακήρυξη της επιλογής «συνεργασία με τη ΝΔ και ξερό ψωμί» δεν εμποδίζει μόνο την προσέγγιση διστακτικών πια απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ ψηφοφόρων. Ενεργοποιεί και μια πολιτική αλυσιδωτή αντίδραση μετατόπισης μεγάλου τμήματος του πολιτικού φάσματος προς τα δεξιά. Με διττό αποτέλεσμα. Αφενός, η ΝΔ αντιμετωπίζει το δίλημμα να αφήσει χώρο και για τη ΔΗΣΥ, ώστε να έχει έναν υπολογίσιμο μελλοντικό σύμμαχο, ή να επιδιώξει χωρίς δισταγμό την (αβέβαιη) αυτοδυναμία σε βάρος και του πολιτικού κέντρου, το οποίο πια αλιεύει στα ίδια ύδατα μ’ αυτήν. Μια πρώτη αντίδραση της ηγεσίας της είναι να δοκιμάσει τη διεκδίκηση σημαντικού μεριδίου από επιρροή της ακροδεξιάς στο εκλογικό σώμα. Αυτή η πιθανή σκέψη είναι ορθότερη μάλλον εξήγηση για το ξέπλυμα της Χρυσής Αυγής που επιχείρησε ο κ. Μητσοτάκης, από την απόδοση της σαφέστατης τοποθέτησής του σε λάθος. Τέτοια «λάθη» δεν γίνονται.
Από την άλλη, όμως, αυτή η μετατόπιση της στόχευσης των κομμάτων της αντιπολίτευσης προς τα δεξιά του εκλογικού σώματος προκαλεί δυσκολίες και στη ΔΗΣΥ.
Αφενός, περιορίζει τις παραδοσιακές δυνατότητες σημαντικής ενίσχυσης του πολιτικού κέντρου από τ’ αριστερά. Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας το κέντρο αναδεικνυόταν πάντοτε ως πρωταγωνιστική δύναμη –και στη δεκαετία του ’60 και του ‘80– κατορθώνοντας να εκπροσωπήσει την εκλογική επιρροή της αριστεράς. Το κατόρθωσε, βέβαια, πάντοτε με σφοδρή σύγκρουση με τη δεξιά στο πολιτικό και το κοινωνικό πεδίο. Πράγμα που φαίνεται ότι αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση, η οποία σήμερα δεν υφίσταται.
Αφετέρου, η γραμμή αυτή αναγκάζει το κέντρο να διεκδικήσει ένα χώρο στον οποίο, και λόγω της δικής του ιδεολογικής και πολιτικής επιλογής, κυριαρχεί η επιρροή της δεξιάς και της κεντροδεξιάς. Με λιγότερες, προφανώς, πιθανότητες επιτυχίας λόγω συσχετισμού δύναμης. Προκαλεί έτσι μερική σύγχυση στους συντηρητικούς κυρίως ψηφοφόρους που διεκδικεί: να ενισχύσουν ένα κέντρο που όλο και περισσότερο ταυτίζεται με τη δεξιά, ή να δώσουν ένα πριμ στη ΝΔ, ώστε να έχει αυτοδυναμία;
Είναι χαρακτηριστικό ότι στα υποθετικά παραδείγματα που χρησιμοποιεί ο κ. Πρετεντέρης, για να στηρίξει την ανάλυση στην οποία αναφερθήκαμε, η μεν ΝΔ εμφανίζεται με ποσοστά αυτοδυναμίας (40%) ή σχεδόν (38%) ή δε ΔΗΣΥ στην πρώτη περίπτωση περιορίζεται στο πενιχρό 8%, στη δε δεύτερη στο όχι και τόσο ανατρεπτικό 12%, προφανώς αφήνοντας εκτός Βουλής άλλες κεντρώες δυνάμεις. Και στις δύο εκδοχές δεύτερο κόμμα με διαφορά υποτίθεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Η υπόθεση αυτοδυναμίας της ΝΔ είναι βολική, γιατί απαλλάσσει το κέντρο από την υποχρέωση σύμπραξης με τη δεξιά. Του κόβει, όμως, τα εκλογικά φτερά.
Στο χέρι της κυβέρνησηςΜια υπόθεση εργασίας σαν κι αυτή, που φαίνεται ότι συζητιέται στα επιτελεία των ηγεσιών της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης, δεν αποκαλύπτει μόνο τις εγγενείς αντιφάσεις και τα προβλήματα που παρουσιάζει η επιλογή «κλίνατε επί δεξιά». Αφήνει να διαφανεί και το πραγματικό περιθώριο που έχει η κυβέρνηση, αν το αντιληφθεί, να κινηθεί στον πραγματικό χώρο που της διατίθεται: της παραγωγής χρήσιμου για την καθημερινότητα της πλειονότητας των κοινωνικών, και ιδιαίτερα των λαϊκών, τάξεων κυβερνητικού έργου.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, ακόμη και καθ’ υπερβολήν, όλα τα σφυριά της ΝΔ και των μιντιαρχών χτυπούν και θα χτυπούν ακόμη πιο σκληρά σ’ αυτό τον τομέα. Για να αποδείξουν ότι μια κυβέρνηση της αριστεράς είναι όχι μόνο εκτός θεσμικού πλαισίου (ανεκτή μόνο σαν παρένθεση), αλλά και ανίκανη να κυβερνήσει.
Με λίγα λόγια, το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα εξαρτάται σε σημαντικότατο βαθμό από την ικανότητα της ίδιας της κυβέρνησης.
Χ. Γεωργούλας