Του Θέμη Αχτσιόγλου*Ας ξεκινήσουμε από τα -θεωρητικά- αυτονόητα για μια δημοκρατική πολιτεία:
α) Και οι τρεις εξουσίες, νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική, αντλούν τη νομιμοποίησή τους από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας. Γι’ αυτό και η δικαιοσύνη απονέμεται στο όνομα του ελληνικού λαού.
β) Για να επιτελέσει το έργο της η δικαστική εξουσία, πρέπει να είναι ανεξάρτητη, με διακριτό ρόλο και έργο σε σχέση με τις άλλες δύο.
γ) Οι δικαστικές αποφάσεις είναι σεβαστές. Είναι όμως και δεκτικές κριτικής. Καμιά εξουσία -ούτε επομένως και η δικαστική- δεν είναι υπεράνω κριτικής.
Ας έρθουμε τώρα στα συγκεκριμένα:
Ο εργοδότης δεν επιτρέπεται να μεταβάλει μονομερώς, χωρίς δηλαδή τη συγκατάθεση του εργαζομένου, τους όρους της σύμβασης εργασίας, είτε αυτούς που συμφωνήθηκαν αρχικά, είτε εκείνους που διαμορφώθηκαν στη συνέχεια, εφόσον η μεταβολή αυτή προκαλεί στον εργαζόμενο άμεση ή έμμεση υλική (οικονομική) ή ηθική βλάβη. Έτσι, π.χ., δεν επιτρέπεται να μειώσει τις συμφωνημένες αποδοχές του ή να τον υποβιβάσει σε κατώτερη θέση κλπ.
Αν συμβεί κάτι τέτοιο, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα:
α) είτε να θεωρήσει τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του ως καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη, δηλαδή ως απόλυση και να αξιώσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης,
β) είτε να εμμείνει στη σύμβαση και να απαιτήσει από τον εργοδότη να τηρηθούν οι όροι της, όπως ίσχυαν πριν από τη μεταβολή.
Ο Άρειος Πάγος με πρόσφατη απόφασή του (αριθμός 677/2017), που κινείται στη λογική προηγούμενων σχετικών αποφάσεων, έκρινε ότι η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του μισθωτού, έστω και μακροχρόνια, δεν αρκεί από μόνη της να θεμελιώσει την έννοια της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας του, αν δεν συνδέεται και με την πρόθεση του εργοδότη να εξαναγκάσει τον εργαζόμενο σε παραίτηση, προκειμένου να αποφύγει την καταβολή σε αυτόν της αποζημίωσης απόλυσης.
Ταξικές δικαστικές αποφάσειςΤι σημαίνει η απόφαση αυτή; Ότι σε μια εποχή, όπου χιλιάδες εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα αντιμετωπίζουν καθυστέρηση πολλών μηνών στην καταβολή του μισθού τους, υποχρεώνονται, με τη σφραγίδα πλέον του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας, να παραμείνουν σε εργασιακή ομηρία, αφού δεν μπορούν να θεωρήσουν τη μακροχρόνια μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών τους ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας τους και, αποχωρώντας, να αξιώσουν την καταβολή αποζημίωσης απόλυσης. Έτσι είναι αναγκασμένοι ή να συνεχίσουν να παρέχουν την εργασία τους, χωρίς να πληρώνονται, ή να αποχωρήσουν «οικειοθελώς», χωρίς φυσικά αποζημίωση.
Είναι φανερό ότι πρόκειται για μια δικαστική απόφαση, που πλήττει τα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια χιλιάδων απλήρωτων εργαζομένων, ενθαρρύνει την εργοδοτική αυθαιρεσία, αλλά και αποθαρρύνει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς του κράτους, που προσπαθούν να επιβάλουν τη νομιμότητα στην αγορά εργασίας.
Η «Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων», απαντώντας στις επικρίσεις που δέχθηκε η δικαστική εξουσία για πρόσφατες αποφάσεις της, όπως αυτή του Συμβουλίου της Επικρατείας, που έκρινε ότι η παραγραφή των φορολογικών αξιώσεων είναι πενταετής, χωρίς δικαίωμα παράτασης, με συνέπεια χιλιάδες εκκρεμείς φορολογικές υποθέσεις μεγαλοοφειλετών (από τις γνωστές λίστες) να μη μπορούν να ελεγχθούν, αναφέρει σε ανακοίνωσή της: «Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί προασπίζονται και περιφρουρούν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης που αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο για κάθε αδικημένο πολίτη».
Πιστεύει κανείς ότι η παραπάνω απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά άλλων αντεργατικών δικαστικών κρίσεων (π.χ. όλες σχεδόν οι απεργίες έχουν κριθεί από τα δικαστήρια «παράνομες και καταχρηστικές»), προστατεύει τους αδικημένους εργαζόμενους ή είναι μια «τυφλά» ταξική απόφαση υπέρ των αδικούντων εργοδοτών, που δικαιώνει εκείνους που ισχυρίζονται ότι «η Δικαιοσύνη είναι σαν το φίδι, δαγκώνει μόνο τους ξυπόλυτους»;
*Δικηγόρος.