Από τη δικαστική εξουσία στη δικαιοσύνη –με δέλτα μικρόΠολλές δικαστικές κρίσεις το τελευταίο διάστημα έχουν τροφοδοτήσει ζωηρές συζητήσεις και ακόμα ζωηρότερες αντιδράσεις για τη θέση της δικαστικής εξουσίας στο πολίτευμά μας και για το κατά πόσο ανταποκρίνονται τα όργανά της στις απαιτήσεις που συνεπάγεται αυτή η θέση. Οι συζητήσεις, ως συνήθως, γίνονται με έναν συσκοτιστικό της ουσίας των πραγμάτων τρόπο, ευκαιριακό και προς εντυπωσιασμό περισσότερο.
Δυστυχώς, σε τέτοιου είδους συζητήσεις και αντιπαραθέσεις παρασύρονται συχνά και η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ. Μη αξιολογώντας, μάλλον, το μέγεθος της ζημιάς που προκαλείται, όταν με αυτό τον τρόπο στον κόσμο δημιουργείται η εντύπωση ότι όλοι κόπτονται κυρίως για το ποιος θα επηρεάσει τη δικαστική εξουσία περισσότερο και μονιμότερα. Για παράδειγμα, η απάντηση στην υποκριτική επίθεση της αντιπολίτευσης για το διορισμό της κ. Θάνου, που λέει στην ουσία «κι εσείς τα ίδια κάνατε, γι’ αυτό μη μιλάτε», ισούται με αποδοχή του γηπέδου που επιλέγει η αντιπολίτευση για την αντιπαράθεση. Δηλαδή, του εδάφους που ορίζεται από την ταυτόχρονη θεωρητική διακήρυξη της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας και την υπονόμευσή της στην πράξη.
Οι συντηρητικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις δεν θα μπορούσαν να βρουν καταλληλότερο έδαφος για να σύρουν κυβέρνηση και ΣΥΡΙΖΑ, γιατί σ’ αυτό είναι προδιαγεγραμμένη η κυριαρχία τους. Παρότι είναι διαδεδομένη η αυταπάτη πως ένα εκ φύσεως συντηρητικό σώμα και μια εκ κατασκευής συντηρητική δομή μπορεί να επηρεαστεί, ακόμα και με την καλύτερη δυνατή έννοια του όρου, χωρίς τη δημιουργική εμπλοκή του λαϊκού παράγοντα.
Η στάση της αριστεράς απέναντι στη δικαστική εξουσία οφείλει να είναι απαλλαγμένη από μια ευκαιριακή αντίληψη, να είναι σταθερή, κριτική και πειστική στα μάτια της πλειονότητας των λαϊκών τάξεων, να εκτίθεται και να αναλύεται συστηματικά. Με στόχο την απομυστικοποίηση και την προσγείωσή της στην αντικειμενική πραγματικότητα, ώστε να νιώθει και η ίδια την ανάγκη να συμβαδίζει με το κοινό περί δικαίου αίσθημα και όχι να αδιαφορεί γι’ αυτό.
Για να κατορθώσει η αριστερά κάτι τέτοιο, χρειάζεται να εντοπίσει το ουσιαστικό πρόβλημα –δηλαδή, τις επιδιώξεις των συντηρητικών δυνάμεων, τους ισχυρισμούς τους– και να τα αντικρούσει αποτελεσματικά.
Η κριτική επιβάλλεταιΠίσω από αυτό τον ορυμαγδό των επιθέσεων δήθεν προς υπεράσπιση της απειλούμενης ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας, διακρίνεται με σχετική ευκολία η επιδίωξη, αφενός, να θεωρηθεί ότι κάθε κριτική στις αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας είναι υπονομευτική και απαράδεκτη, σχεδόν ανεπίτρεπτη ηθικά και νομικά, αφετέρου, να ανασηκωθεί η δικαστική εξουσία ένα κεφαλάκι πιο πάνω από τις άλλες δύο συνταγματικά ισότιμες εξουσίες, να θεωρηθεί κάτι σαν ελεγκτής τους.
Η κριτική της αριστεράς, και συγκεκριμένα του ΣΥΡΙΖΑ, στα πεπραγμένα της δικαστικής εξουσίας, που –ας το ξαναπούμε– χρειάζεται να γίνεται σταθερά και συστηματικά και να στοχεύει στη διεκδίκηση της ιδεολογικής ηγεμονίας και όχι στον πρόσκαιρο εντυπωσιασμό με αντιπαραθέσεις στο τουΐτερ ή συγκρούσεις οπαδικού τύπου, πρέπει να συντείνει στην αναίρεση αυτών των δύο λανθασμένων παραδοχών, οι οποίες συστηματικά καλλιεργούνται από τις συντηρητικές δυνάμεις.
Όσον αφορά την κριτική στις δικαστικές αποφάσεις, όχι μόνο ανεπίτρεπτη δεν είναι νομικά, ηθικά και πολιτικά, αλλά επιβάλλεται να γίνεται συστηματικά, ώστε να διαμορφώνει στη συνείδηση των λαϊκών τάξεων μια οιονεί νομολογία. Είναι πολύ καλύτερο, προφανώς, να γίνεται από έγκυρους νομομαθείς της αριστεράς, ακαδημαϊκούς ή μάχιμους και έμπειρους νομικούς, ώστε να βρίσκει μεγαλύτερη απήχηση και να επηρεάζει βαθύτερα τη νομική σκέψη και πράξη, παρά να προκαλεί πρόσκαιρες αντιδράσεις της κοινής γνώμης. Επίσης, μ’ αυτό τον τρόπο η κριτική που γίνεται συμβαδίζει ευκολότερα και συνδιαμορφώνει το κοινό περί δικαίου αίσθημα, το οποίο θα μπορέσει να αποκτήσει υπόσταση και σταθερότητα, που δεν θα μπορεί να αγνοήσει οποιοδήποτε όργανο της δικαστικής εξουσίας όταν καλείται να αποφασίσει. Η συστηματική καλλιέργεια αυτού του κοινού αισθήματος μετράει πολύ περισσότερο από τους πόντους που μπορεί κάποιος να κερδίσει στο επικοινωνιακό πεδίο ή στο πεδίο της τακτικής.
Τρεις εξουσίες, μία πηγήΩς προς την ιδιαιτερότητα και την πρωτοκαθεδρία, κατά κάποιο τρόπο, της δικαστικής εξουσίας, χρειάζεται να διευκρινιστεί οπωσδήποτε ότι το σύνταγμα και το πολίτευμά μας δεν κάνει καμία διάκριση: και οι τρεις εξουσίες πηγάζουν από το λαό και ασκούνται εν ονόματί του και όχι στην πλάτη του. Αν θέλουμε, μάλιστα, θεωρητικά και πρακτικά να αναζητήσουμε κάποια που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπερέχει, αυτή θα ήταν η νομοθετική. Όχι μόνο επειδή είναι αιρετή και αντιπροσωπευτική, και συνεπώς πιο άμεσα νομιμοποιημένη με βάση την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά και από νομική άποψη, καθώς αυτή νομοθετεί, διαμορφώνει το νομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο είναι υποχρεωμένη να ασκείται η δικαστική εξουσία. Όταν, μάλιστα, η νομοθετική εξουσία ενδύεται τη συντακτική ή αναθεωρητική λειτουργία αναδεικνύει αυτή τη σχετική υπεροχή της με πολύ σαφέστερο τρόπο.
Πέρα από αυτό, όμως, κανένα από τα συντάγματά μας δεν αναθέτει την υπεράσπισή του κατ’ εξοχήν σε μια από τις τρεις εξουσίες, αλλά στην ίδια την πηγή τους, στον συντεταγμένο λαό. Τα ακροτελεύτια άρθρα των συνταγμάτων μας κατ’ επανάληψη τον ορίζουν ως υπερασπιστή της συνταγματικής νομιμότητας και του «αφιερώνουν» την τήρησή τους.
Δεν βρίσκουν, συνεπώς, οποιαδήποτε νομιμοποίηση απαιτήσεις που διεκδικούν ιδιαίτερη μεταχείριση των φορέων της δικαστικής εξουσίας. Περισσότερη ευαισθησία ως προς τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας τους, ναι. Διακριτή μεταχείριση γιατί όμως; Πολύ λιγότερο νομιμοποιείται η απαίτηση να μην κρίνονται οι αποφάσεις τους από τους κρινόμενους. Οι δικαστικές αποφάσεις είναι ισχυρές (και όχι όπως συνηθίζουμε να λέμε «σεβαστές»), δηλαδή ισχύουν και εφαρμόζονται ώσπου να αναιρεθούν ή να εκπέσουν με νεότερη δικαστική απόφαση ή νεότερη νομοθετική ρύθμιση. Η ίδια η δομή της δικαστικής εξουσίας προνοεί, ώστε να μην τις θεωρήσουμε ανέγγιχτες, καθώς προβλέπει τρεις, τουλάχιστον, διαφορετικούς βαθμούς δικαστικής κρίσης. Πράγμα που, εκτός των άλλων, σημαίνει ότι κάθε απόφαση θεωρείται μια ανθρώπινη ερμηνεία της νομοθεσίας και όχι θέσφατο. Η ηθική και νομική αξία της ανεβαίνει όσο πιο κοντά πλησιάζει στο κοινό περί δικαίου αίσθημα κατά την εφαρμογή του γράμματος και του πνεύματος του νόμου.
Ίσως το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση θα ήταν να πάψουμε πια συνειδητά να χρησιμοποιούμε το ιδεολογικό παρανόμι «Δικαιοσύνη» και να αποκαλούμε τη δικαστική εξουσία με τ’ όνομά της. Όλοι: κρίνοντες, κρινόμενοι, κυβερνώντες, κυβερνώμενοι, εγκαλούντες, εγκαλούμενοι. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να διευκολυνθεί η συμπόρευση των αποφάσεών της με το αίσθημα της δικαιοσύνης.
Χ. Γεωργούλας