Το “υπόλοιπον ΠΑΣΟΚ” αντιμέτωπο με τις προκλήσεις της μετα-ηγεμονικής φάσης του
Του Κώστα ΕλευθερίουΕνα από τα πλέον δηλωτικά αποτελέσματα των εκλογών της περασμένης Κυριακής ήταν προφανώς η εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ στο πιο χαμηλό ποσοστό της ιστορίας του (4,68%). Η συγκεκριμένη εξέλιξη δεν ήταν ούτε παράδοξη ούτε μη αναμενόμενη· στην πραγματικότητα ήδη από τις εκλογές του 2012 το άλλοτε κραταιό Κίνημα βιώνει μια κρίση πολιτικής ταυτότητας και ως εκ τούτου εκπροσώπησης, η οποία στην ουσία της φανερώνει και σημαντικές μεταλλαγές τόσο στην εν γένει φυσιογνωμία του κεντροαριστερού χώρου όσο και στις πολιτικές στοιχίσεις που αυτός παράγει. Στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, βέβαια, η συμπύκνωση όλων αυτών των ερωτημάτων εκβάλλει σε μία μετα-ηγεμονική συνθήκη· δηλαδή, στο πώς το ηγεμονικό κόμμα της Μεταπολίτευσης επιχειρεί να διαχειριστεί την παρακμή και να επινοήσει εκ νέου τον εαυτό του στο νέο πολιτικό περιβάλλον.
Η φιλοδοξία του Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών να έχει ρόλο ανταγωνιστικού παίχτη για έναν ολοένα συρρικνούμενο πολιτικό χώρο, δείχνει ότι υπάρχουν δύο εαυτοί του ΠΑΣΟΚ που προσπαθούν να εκφράσουν προνομιακά την ίδια πολιτική και ιδεολογική αφήγηση. Υπ’ αυτήν την έννοια, οι διαφοροποιήσεις ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στο ΚΙΔΗΣΟ δεν εντοπίζονται στην ουσία της αφήγησης που κατασκεύασαν στη σύντομη προεκλογική περίοδο, αλλά στις επιμέρους εμφάσεις που έδινε το κάθε κόμμα σε στοιχεία αυτής της αφήγησης. Όπως θα υποστηρίξουμε, παρότι μπορούν να εντοπιστούν σαφείς ιδεολογικές διαφοροποιήσεις, το επίδικο της αντιπαράθεσης ήταν η διεκδίκηση της κομματικής παράδοσης – ακόμη και στο επίδικο της συνθηματολογίας – και φυσικά η προσωπική αντιδικία ανάμεσα στους δύο ηγέτες, που ενίοτε θυμίζει καυγά μέσα σε ερείπια.
Δύο πρόσωπα του ΠΑΣΟΚΗ αντιπαράθεση ανάμεσα στους δύο ηγέτες προηγήθηκε της σύντομης προεκλογικής περιόδου, ωστόσο η ανακοίνωση της ίδρυσης του νέου κόμματος από τον Γ. Παπανδρέου στις 3 Ιανουαρίου – το «θλιβερό συμβάν» κατά τον Ευ. Βενιζέλο - σχεδόν κατέστησε μονοθεματική την προεκλογική εκστρατεία των δύο σχηματισμών. Αυτή περιελάμβανε εκατέρωθεν ευθείες βολές και εν τοις πράγμασι επέβαλε την αναπροσαρμογή της τακτικής του ΠΑΣΟΚ – το οποίο ως εκείνη τη στιγμή επιζητούσε την «τρίτη εντολή» - προς την κατεύθυνση της αντίκρουσης των επιχειρημάτων του Γ. Παπανδρέου. Παρότι, κρίνοντας εκ των υστέρων, το εγχείρημα του Παπανδρέου δεν ανέπτυξε τη δυναμική που ο ίδιος πιθανόν ανέμενε, στη συνάφεια της προεκλογικής αναμέτρησης το ΠΑΣΟΚ υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει μια απειλή για τη συνοχή της εκλογικής του βάσης, η οποία κινητοποιούσε τα ίδια πολιτικά εργαλεία με αυτό. Αυτός ο διχασμός ανάμεσα στα δύο πρόσωπα του ΠΑΣΟΚ απέκτησε εν τέλει υπαρξιακά χαρακτηριστικά, έχοντας πια σαν σημείο αναφοράς, έναν πολιτικό μικρόκοσμο παρά ένα μεγάλο ηγεμονικό κόμμα.
Στο πλαίσιο αυτό, το ιδιότυπο μπρα ντε φερ Βενιζέλου και Παπανδρέου έχει μία κοινή βάση, η οποία, επιγραμματικά, αναλύθηκε στους εξής τέσσερις άξονες: Πρώτον, παρατηρείται η πρόταξη στον λόγο των δύο ηγετών της έξωθεν επιβολής της μνημονιακής διευθέτησης. Η διαφοροποίηση ανάμεσα στους δύο εντοπίζεται στο τάιμινγκ που ο καθένας υποστηρίζει ότι ήταν καταλυτική αυτή η επιβολή – 2010 για τον Παπανδρέου, 2012 ο Βενιζέλος. Δεύτερον, αμφότεροι προώθησαν μια λογική «εκ των ένδον» υπονόμευσης, που δεν επέτρεψε στον καθένα να ολοκληρώσει το έργο του – ειδικά για τον Παπανδρέου το επιχείρημα της ανατροπής του από τον Ευ. Βενιζέλο αναδείχθηκε σε κεντρικό σημείο ρήξης και διαφοροποίησης. Τρίτον, προβαίνουν στην υπεράσπιση των πολιτικών που προώθησαν – ανάλογα με την περίοδο που ο καθένας είχε την (συν)ευθύνη της διακυβέρνησης. Τέλος, και οι δύο καταφεύγουν σε παλαιές τακτικές, με το μεν ΠΑΣΟΚ να προβάλλει το παραδοσιακό διαχειριστικό του «πλεονέκτημα» - βλ. π.χ. το διαφημιστικό με το αεροπλάνο ή το σύνθημα της «χρήσιμης ψήφου» - ενώ το ΚΙΔΗΣΟ επαναφέρει στοιχεία από τις παλαιότερες εγκλήσεις του ΓΑΠ - συμμετοχική δημοκρατία, πράσινη ανάπτυξη, «επανάσταση του αυτονόητου κ.ο.κ . Ως προς τις ιστορικές τους αναφορές, ο Βενιζέλος έδινε έμφαση στο σχήμα της «δημοκρατικής παράταξης» με ευθείες αναφορές στον Ελ. Βενιζέλο, ενώ ο Γ. Παπανδρέου προσέφευγε σε μια επιλεκτική ενεργοποίηση της συλλογικής μνήμης για το «παλαιό ΠΑΣΟΚ».
Διεμοιράσαντο τα λίγα ιμάτιαΣτη συνάφεια αυτή, τα κατάλοιπα της κοινωνικής βάσης του παλαιού ΠΑΣΟΚ – εάν αφαιρέσουμε τους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ το 2012 που στράφηκαν στον ΣΥΡΙΖΑ, τη ΝΔ και το Ποτάμι - που εξακολουθούν να παρελκύονται από τις κερματισμένες πολιτικές εκφράσεις του κεντροαριστερού χώρου, διαμοιράστηκαν μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΚΙΔΗΣΟ. Είναι σαφές ότι ο Παπανδρέου θεωρούσε ότι η ορμητική είσοδός του στην προεκλογική κονίστρα και η προσφυγή στην κομματική παράδοση, θα δημιουργούσε το μομέντουμ που χρειαζόταν για να προσεγγίσει το 3% και να προσελκύσει αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ.
Η δημοσκοπική καθήλωση κάτω από το 2,5% εξάντλησε την όποια δυναμική είχε αναπτυχθεί και ταυτόχρονα ζημίωσε φανερά και το ίδιο το ΠΑΣΟΚ αφού, αφενός, το σύνολο σχεδόν της εκλογικής επιρροής του ΚΙΔΗΣΟ προήλθε από το ΠΑΣΟΚ – και δευτερευόντως από τη ΔΗΜΑΡ – και αφετέρου ακύρωσε το κίνητρο της υπερψήφισης του ΠΑΣΟΚ ως μετεκλογικού ρυθμιστή – εφόσον καταλάμβανε την τρίτη θέση – διώχνοντας αρκετούς ψηφοφόρους προς την ΝΔ (κυρίως) και τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, είναι λάθος να αθροίζεται η επιρροή των δύο σχηματισμών ως δυνητική επιρροή ενός ενιαίου ΠΑΣΟΚ, αφού δεν είναι αυτονόητο ότι η «αντιβενιζελική» ψήφος που βρήκε στέγη στο ΚΙΔΗΣΟ, θα επέστρεφε στο ΠΑΣΟΚ.
Σε κάθε περίπτωση, η εκλογική απομείωση και η φανερή κρίση του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου δείχνει ότι πλέον η ελληνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας αδυνατεί πλέον να παράξει πολιτική για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η παράταση της παραμονής του κόμματος στην εξουσία για δυόμιση χρόνια, παρόλο που ένα από βασικά συμπεράσματα των εκλογών του 2012 ήταν η απόρριψη του ΠΑΣΟΚ ως πολιτικού φορέα που μπορεί να δώσει λύσεις, στην πραγματικότητα έφθειρε ακόμη περισσότερο την ήδη απαξιωμένη πολιτική του εικόνα, το απέκοψε από πολλούς εναπομείναντες ψηφοφόρους του και δεν επέτρεψε την απαραίτητη αυτοκριτική, η οποία ήταν απούσα απ’ όλες τις βασικές συλλογικές διαδικασίες – βλέπε Συνέδριο 2013.
Το ΠΑΣΟΚ δεν προσπάθησε να αναζητήσει τους λόγους της πολιτικής του κατάρρευσης, αντίθετα την αντιμετώπισε σαν μια φυσική καταστροφή και κρατήθηκε από τη «σανίδα» του «κυβερνητισμού», της λογικής, δηλαδή, ότι το ΠΑΣΟΚ πρέπει πάντοτε να ασκεί εξουσία ασχέτως πολιτικού περιεχομένου. Έτσι, η μερική διατήρηση των μηχανισμών του στην τοπική αυτοδιοίκηση και τους μαζικούς χώρους ναι μεν έδειξε ότι το «όλον ΠΑΣΟΚ» εξακολουθεί να επιβιώνει, από την άλλη αυτό το γεγονός δεν το τροφοδότησε με κοινωνική υποστήριξη, γιατί επρόκειτο για μηχανισμούς εξαρτημένους από το κράτος και την κρατική πολιτική. Εν κατακλείδει, η παρουσία και επιβίωση του ΠΑΣΟΚ στη μετα-ηγεμονική συνθήκη θα καθοριστεί από τρείς παράγοντες: πρώτον, από τοτο κατά πόσο το μοντέλο διαχείρισης και πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ θα επιτύχει στο επόμενο διάστημα· δεύτερον, από το εάν το ίδιο ΠΑΣΟΚ θα συνειδητοποιήσει τους πραγματικούς λόγους της πολιτικής του κατάρρευσης – και όχι τους φαντασιακούς που επικαλούνται συχνά-πυκνά τα στελέχη του – και θα κατορθώσει αυτούς να τους «ζυμώσει» καταρχάς με τη στελεχιακή του βάση· και, τέλος, από το βαθμό ανανέωσης της ηγετικής του ελίτ, της οποία η σύνθεση έχει φανερά ταυτιστεί με μία λογική ανακύκλωσης των ίδιων προσώπων.
•